Το Δόγμα Μονρό συμπλήρωσε την 200η επέτειό του και βιώνει μία αναζωπύρωση. Πρόκειται για μία αρχή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, που έχουν ασπαστεί αρκετοί πρόεδροι ανά τις δεκαετίες, και δηλώνει ότι η Ουάσιγκτον θα αντιταχθεί στις πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις στο δυτικό ημισφαίριο από δυνάμεις εκτός αυτού.
Οι Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι για την προεδρία, όπως ο Βίβεκ Ραμασουάμι και ο Ρον Ντε Σάντις ζητούν την αναζωογόνηση του δόγματος για να στοχεύσει στην αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στη Λατινική Αμερική και το προσφέρουν ως δικαιολογία για μια πιθανή στρατιωτική επίθεση των ΗΠΑ σε εγκληματικές οργανώσεις στο Μεξικό, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Foreign Policy.
Ακολουθούν το παράδειγμα του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος χαιρέτισε το Δόγμα Μονρόε από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και συμβούλων εθνικής ασφαλείας όπως ο Τζον Μπόλτον και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον.
Παρόλο που η κυβέρνηση Μπάιντεν απέφυγε να επικαλεστεί ρητά την αρχή -πιθανότατα συνειδητοποιώντας ότι οι αναφορές θα προκαλέσουν αντιδράσεις από τους Λατινοαμερικανούς – οι προειδοποιήσεις του Λευκού Οίκου για το αυξανόμενο αποτύπωμα της Κίνας στο δυτικό ημισφαίριο θυμίζουν έντονα το συγκεκριμένο δόγμα.
Έως και πριν από μία δεκαετία θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η σημασία του στον 21ο αιώνα είχε εξασθενίσει. Ήδη από την επέτειο των 100 ετών, ο καθηγητής του Γέιλ και εξερευνητής του Μάτσου Πίτσου, Χίραμ Μπίνγκχαμ, το είχε χαρακτηρίσει «απαρχαιωμένο».
Και πριν από δέκα χρόνια, το 2013 ο τότε υπουργός Εξωτερικών ΗΠΑ, Τζον Κέρι, διαβεβαίωνε πως «η εποχή του Δόγματος Μονρόε έχει τελειώσει» και έκανε λόγο για «αναχρονιστική αρχή».
Ωστόσο, εξηγεί το Foreign Policy, η αναζωπύρωσή του αποκαλύπτει πως εξακολουθεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά ακροατήρια.
Από την αρχή, το Δόγμα Monroe είχε μυριάδες έννοιες. Πριν συνδεθεί ανεπανόρθωτα με το «μεγάλο ραβδί» του Προέδρου των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούσβελτ, χρησίμευε ως καθρέφτης, αντανακλώντας τις ελπίδες και τους φόβους των νέων χωρών της Αμερικής στις διεθνείς σχέσεις.
Διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις 2 Δεκεμβρίου 1823, από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέιμς Μονρόε, κατά τη διάρκεια του ετήσιου μηνύματός του προς το Κογκρέσο — αν και σύμφωνα με τους ιστορικούς, το επίμαχο απόσπασμα γράφτηκε σε μεγάλο βαθμό από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Τζον Κουίνσι Άνταμς.
Η εξωτερική πολιτική των Μονρόε περιείχε δύο βασικές αρχές. Η πρώτη ήταν η δημιουργία αυτού που αποκαλούσαν «ξεχωριστές σφαίρες» μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικής. Η δεύτερη ήταν η επιβεβαίωση της αντίθεσης των ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές προσπάθειες ανακατάκτησης και τις εδαφικές φιλοδοξίες στη Λατινική Αμερική και στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό.
Στην αρχή, η ιδέα δεν ήταν δόγμα, ούτε η νεοσύστατη δημοκρατία των ΗΠΑ μπορούσε να την υποστηρίξει με δύναμη. Η ομιλία του Μονρόε θεωρήθηκε περισσότερο ως δήλωση αλληλεγγύης ενάντια στην απειλή των Ευρωπαίων κατακτητών. Οι ηγέτες της ανεξαρτησίας στις πρώην ισπανοαμερικανικές αποικίες την εξέλαβαν ως έκφραση υποστήριξης στον σκοπό τους.
Οι διάφορες κυβερνήσεις των ΗΠΑ επικαλέστηκαν το Δόγμα Μονρό για να αποκρούσουν άλλους αντιπάλους σε όλο τον κόσμο – τους Βρετανούς, τη Γερμανική Αυτοκρατορία, τις δυνάμεις του Άξονα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα τη Σοβιετική Ένωση. Στη Λατινική Αμερική, το δόγμα πρόσφερε στις χώρες την προστασία των ΗΠΑ (είτε ζητήθηκε είτε όχι), διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα της Ουάσιγκτον να ορίσει τι είδους ενέργειες θεωρούνται απειλητικές, καθώς και το δικαίωμα να αποφασίσει πώς θα απαντήσει σε αυτές. Ο εγγενής πατερναλισμός προς την περιοχή σύντομα συμπληρώθηκε από την απόλυτη μονομέρεια και τον παρεμβατισμό.
Πώς έβλεπαν οι Λατινοαμερικάνοι το Δόγμα
Παρόλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του 1860, ορισμένοι φιλελεύθεροι της Λατινικής Αμερικής είδαν το Δόγμα Μονρόε ως μια ευκαιρία να δημιουργήσουν μια περιφερειακή τάξη βασισμένη όχι σε δυναστικά συμφέροντα και ίντριγκες μεγάλων δυνάμεων, αλλά μάλλον στο κράτος δικαίου και την αλληλεγγύη.
Αντί να βλέπουν το δόγμα Μονρόε ως μία άδεια προς τις ΗΠΑ για επεκτατισμό, οραματίστηκαν ένα κοινό πεπρωμένο για το δυτικό ημισφαίριο, που έδινε τέλος στους πολέμους του Παλαιού Κόσμου. Το δόγμα επανεμφανίστηκε ως έκκληση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να δράσουν κατά των γαλλικών και ισπανικών εισβολών στην Αμερική.
Οι φιλελεύθεροι ηγέτες αναγνώρισαν ότι το μέγεθος και η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών θα έκαναν τη θέση τους στο ημισφαίριο ξεχωριστή, αλλά υποστήριξαν ότι οι διαφορές μεταξύ των εθνών έπρεπε να γεφυρωθούν με τη δημοκρατική αλληλεγγύη, την πολυμερή διπλωματία και το διεθνές δίκαιο. Η ειρήνη δεν θα γινόταν μέσω μυστικών συνθηκών σε βάρος των μικρών κρατών, αλλά μέσω διαιτησίας και διαβουλεύσεων.
Οι Λατινοαμερικανοί επικαλέστηκαν το Δόγμα Μονρό σε αυτό το πλαίσιο για να επικρίνουν τη συμμετοχή των ΗΠΑ στη διάσημη πλέον Διάσκεψη του Βερολίνου από το 1884 έως το 1885, όπου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μοιράστηκαν την αφρικανική επικράτεια υπό το αυτοαποκαλούμενο καθήκον να διαδώσουν τον δυτικό πολιτισμό. Οι Λατινοαμερικανοί φοβήθηκαν ότι αυτή η εγκεκριμένη αυτοκρατορική επέκταση θα μπορούσε να φτάσει και στις ακτές τους.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι Βενεζουελάνοι το επικαλέστηκαν για να ζητήσουν την υποστήριξη των ΗΠΑ στη διαμάχη τους με τη Βρετανία για τα σύνορα Βενεζουέλας – Γουιάνας. (Η δυσαρέσκεια της Βενεζουέλας με τη διαδικασία διαιτησίας που ακολούθησε πριν από έναν αιώνα έθεσε το υπόβαθρο για τις πρόσφατες απειλές πολέμου εκεί).
Ρούσβελτ και Γουίλσον
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το δόγμα εξυπηρετούσε επίσης τους απομονωτιστές για να προωθήσουν την κριτική τους για την εμπλοκή των ΗΠΑ στην πολιτική της ευρωπαϊκής συμμαχίας.
Αλλά στις αρχές του αιώνα, ο Πρόεδρος Τέντι Ρούσβελτ ταύτισε το Δόγμα Μονρόε με τις μονομερείς παρεμβάσεις των ΗΠΑ. Θεωρούσε ότι η χώρα του είχε το δικαίωμα αστυνόμευσης όλης της περιοχής. Ο Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον -κατά τα άλλα ο αντίπαλος του Ρούσβελτ σε πολλά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής- συμμεριζόταν σε μεγάλο βαθμό αυτή την άποψη για το Δόγμα Μονρό. Ο Γουίλσον επέμεινε να αναφέρεται το Δόγμα Μονρόε στη Χάρτα της Κοινωνίας των Εθνών για να κατοχυρώσει τα μονομερή προνόμια των ΗΠΑ.