Aυστηρότερους κανόνες για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (AI) στο μέλλον, θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση. «Η Ευρώπη καθίσταται πλέον η πρώτη οικονομική περιοχή στον κόσμο που δημιουργεί ένα οικοσύστημα για ασφαλή και αξιόπιστη τεχνητή νοημοσύνη», τονίζουν στη «Ν» ευρωπαϊκές πηγές, στις Βρυξέλλες, που μετείχαν στις 38ωρες διαπραγματεύσεις με το Ευρωκοινοβούλιο για την «AI Act» – τον πρώτο ολοκληρωμένο νόμο για την τεχνητή νοημοσύνη στον κόσμο.
«Η Ευρώπη στέλνει ένα σαφές μήνυμα στον κόσμο: η τεχνητή νοημοσύνη πρέπει να είναι ασφαλής. Η τεχνολογία δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο ή σε μειονεκτική θέση τους ανθρώπους», τονίζουν στη «Ν» ευρωπαϊκές πηγές. «Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για την Τεχνητή Νοημοσύνη, ή νόμος περί τεχνητής νοημοσύνης, θα εφαρμόζεται σε όλους τους τύπους τεχνητής νοημοσύνης και σε όλους τους τομείς ,εκτός από την εθνική ασφάλεια.
Τέσσερα επίπεδα κινδύνου
Το κείμενο ταξινομεί τις χρήσεις της τεχνητής νοημοσύνης σε τέσσερα επίπεδα κινδύνου:
- Απαγορεύονται συστήματα που παρουσιάζουν «μη αποδεκτούς» κινδύνους (βιομετρική αναγνώριση σε δημόσιους χώρους, κοινωνική βαθμολόγηση κ.λπ.).
- Όσοι διατρέχουν «υψηλό» κίνδυνο (σε ευαίσθητους τομείς όπως η υγεία) υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την ασφάλεια, τη διαφάνεια των αλγορίθμων, την ανθρώπινη επίβλεψη και την ποιότητα των βάσεων δεδομένων.
- Τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης «περιορισμένου» κινδύνου (chatbot, βοηθοί φωνής, κ.λπ.) έχουν μόνο υποχρεώσεις διαφάνειας.
- Τέλος, τα συστήματα «ελάχιστου» κινδύνου δεν έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις.
Όσον αφορά τη γενεσιουργό τεχνητή νοημοσύνη, η άφιξη της οποίας στα τέλη του 2022 τάραξε τα νερά η συμφωνία προβλέπει μια προσέγγιση δύο ταχυτήτων: Θα επιβληθούν κανόνες σε όλους ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στην ανάπτυξη αλγορίθμων και να μην παραβιάζεται η νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Οι προγραμματιστές θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι οι ήχοι, οι εικόνες και τα κείμενα που παράγονται προσδιορίζονται σαφώς ως τεχνητά. Δεν εξαιρούνται φυσικά από τη ρύθμιση, τα βασικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης, όπως το ChatGPT (GPT-4) από την OpenAI, το Gemini από την Google ή το Llama 2 από τη Meta. «Τα ισχυρά συστήματα τεχνητής νοημοσύνης γενικής χρήσης πρέπει να πληρούν τις βασικές απαιτήσεις ασφάλειας και διαφάνειας στο μέλλον», προειδοποιούν οι ίδιες πηγές. «Αυτό δημιουργεί εμπιστοσύνη στους χρήστες και αυξάνει την ασφάλεια για επαγγελματίες χρήστες που αναπτύσσουν τις δικές τους καινοτόμες εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης».
Βοήθεια στις νεοφυείς επιχειρήσεις
Η εφαρμογή του νόμου AI πρέπει τώρα να προετοιμαστεί εντατικά σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τονίζουν στη «Ν» ότι «οι νεοσύστατες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρειάζονται υποστήριξη για την εφαρμογή των απαιτήσεων». Επιπλέον, απαιτείται στοχευμένη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης σε τεχνητή νοημοσύνη για να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη ασφαλών και αξιόπιστων συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και η χρήση τους στην επιχειρησιακή πρακτική.
«Ο νόμος AI είναι υπέρ της καινοτομίας και υπέρ των επιχειρήσεων. Η Ευρώπη πρόκειται να γίνει το καλύτερο μέρος στον κόσμο για την τεχνητή νοημοσύνη, γιατί έχουμε τα τρία κρίσιμα συστατικά που χρειάζονται», τονίζουν οι ίδιες πηγές: Το πρώτο είναι η πρόσβαση στα δεδομένα: έχουμε δημιουργήσει μια εσωτερική ευρωπαϊκή ψηφιακή αγορά στην οποία τα δεδομένα κυκλοφορούν και είναι προσβάσιμα.
Το δεύτερο είναι η υπολογιστική ισχύς: η Ε.Ε. διαθέτει τη μεγαλύτερη στον κόσμο μέσω των 8 υπερυπολογιστών EuroHPC και δύο επερχόμενων υπερυπολογιστών exascale, η ισχύς των οποίων θα τεθεί στην υπηρεσία των startups και των βιομηχανικών παικτών. Τέλος, ο τρίτος πυλώνας είναι οι αλγόριθμοι και η ποιότητα της ευρωπαϊκής έρευνας».
«Εξέδρα εκτόξευσης για τις επιχειρήσεις»
Τη συμφωνία υπέγραψε εκ μέρους της Ε.Ε. ο Επίτροπος Ψηφιακής Απόδοσης Τιερί Μπρετόν, ο οποίος δηλώνει ότι η «AI Act», είναι κάτι περισσότερο από ένα σύνολο κανόνων. Είναι η εξέδρα εκτόξευσης για τις ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις και ερευνητές να ηγηθούν στον παγκόσμιο αγώνα τεχνητής νοημοσύνης».
Όπως λέει ο Τιερί Μπρετόν, «η τεχνητή νοημοσύνη είναι μια πραγματική τεχνολογική επανάσταση. Έχει ήδη αλλάξει τις ζωές και τις οικονομίες μας εδώ και περίπου 10 χρόνια, αλλά βρισκόμαστε μόνο στην αρχή των τεράστιων μεταμορφωτικών δυνατοτήτων της. Η άφιξη της «γενεσιουργού» AI, με λογισμικό όπως το ChatGPT που παράγει γλώσσα, εικόνες, ήχους, κώδικα ή βίντεο σε λίγα δευτερόλεπτα, θα επιταχύνει περαιτέρω αυτές τις ανατροπές. Αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε στις εταιρείες που αναπτύσσουν τα συστήματά τους να ορίσουν οι ίδιες τους κανόνες που διέπουν τις δραστηριότητές τους, καθώς επηρεάζουν το γενικό συμφέρον. Χρειαζόμαστε σημεία αναφοράς, σαφή πλαίσια»
Τέσσερα χρόνια διαπραγματεύσεις
Η πρόταση ρύθμισης της τεχνητής νοημοσύνης είναι ένα τεράστιο έργο που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, απαιτώντας εκατοντάδες διαβουλεύσεις με την κοινωνία των πολιτών και τον οικονομικό και επιστημονικό κόσμο και στενή συνεργασία με όλα τα κράτη μέλη. «Η πολιτική συμφωνία που ολοκληρώθηκε το περασμένο Σάββατο μετά από 38 ώρες συζητήσεων είναι επομένως ιστορική. Πιστεύω ότι το κείμενο που οριστικοποιήσαμε είναι μια μεγάλη επιτυχία, διότι επιτυγχάνει μια ισορροπία μεταξύ, αφενός, της διατήρησης του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών ελευθεριών που αφορούν τις δημοκρατίες μας, και, αφετέρου, της ανάπτυξης της καινοτομίας», σημειώνει ο Τιερί Μπρετόν, μιλώντας στη γαλλική εφημερίδα La Tribune.
Ερωτηθείς ποιες χρήσεις της τεχνητής νοημοσύνης θα απαγορευθούν στην Ευρώπη, ο Μπρετόν τονίζει ότι οι χρήσεις ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τον πιθανό κίνδυνο που παρουσιάζουν. «Μεταξύ των απαγορεύσεων είναι κυρίως η ‘κοινωνική βαθμολόγηση’, δηλαδή η χρήση τεχνητής νοημοσύνης για την παρακολούθηση ατόμων σε όλη τους τη ζωή και την εξαγωγή συμπερασμάτων τι μπορούν ή δεν μπορούν να κάνουν. Αυτό εφαρμόζεται σε ορισμένες χώρες σε όλο τον κόσμο, για παράδειγμα στην Κίνα, αλλά είναι απαράδεκτο σε ένα κράτος δικαίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν επίσης πολύ προσεκτικό ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει την τεχνητή νοημοσύνη για να πραγματοποιήσει εκ των προτέρων ελέγχους σε ανθρώπους και να συναγάγει τη μελλοντική τους συμπεριφορά».
Τα προσωπικά δεδομένα
Η Ε.Ε. απαιτεί ιδιαίτερες προφυλάξεις όσον αφορά την ασφάλεια, τη διαφάνεια και την ανθρώπινη παρακολούθηση για την ανάπτυξη μοντέλων στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης ή της πρόσληψης, ώστε να αποτραπεί η τεχνητή νοημοσύνη από το να κατακτήσει τον άνθρωπο. «Ο,τι δεν απαγορεύεται ή υπόκειται σε συγκεκριμένες απαιτήσεις, πρέπει απλώς να υπακούει σε ορισμένες αρχές διαφάνειας και να σέβεται τους ήδη ισχύοντες κανόνες για τη χρήση προσωπικών δεδομένων. Αυτές οι προφυλάξεις δεν είναι κατά των επιχειρήσεων, όπως έχω ακούσει. Απλώς στοχεύουν στη διατήρηση των κανόνων που στηρίζουν το κράτος δικαίου και το γενικό συμφέρον».
Βαριές κυρώσεις
Σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων, ειδικά για τους μεγάλους παίκτες, οι κυρώσεις θα είναι βαριές, με πρόστιμα που θα μπορούσαν να φτάσουν το 7% του παγκόσμιου τζίρου τους ή τα 35 εκατομμύρια ευρώ. Η επιτήρηση θα είναι διπλή, τόσο από τις εθνικές αρχές, όσο και από ένα γραφείο τεχνητής νοημοσύνης που θα τεθεί υπό την αιγίδα της Ε.Ε. εξουσία των υπηρεσιών μου όταν πρόκειται για συστημικά μοντέλα. «Όλες οι μεγάλες χώρες έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη να θέσουν κανόνες και όρια. Η δυσκολία είναι η ίδια παντού: η εύρεση της απαραίτητης ισορροπίας μεταξύ των προσδοκιών του ιδιωτικού τομέα, που θέλει όσο το δυνατόν περισσότερη ελευθερία, και του γενικού συμφέροντος που απαιτεί τη θέσπιση διασφαλίσεων σε μια περιοχή που κινδυνεύει ενδεχομένως για την ανθρωπότητα. Σε όλο τον Ατλαντικό, η ίδια συζήτηση γίνεται, αλλά το δημοκρατικό τους πλαίσιο δεν είναι το ίδιο αφού η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία δεν ευθυγραμμίζονται. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια πολιτική συμφωνία για τη ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι δυνατή σήμερα. Η Ε.Ε. πέτυχε», τονίζει ο Τιερί Μπρετόν και προσθέτει: «Αυτή είναι η δύναμη της Ε.Ε. Έτσι, εάν άλλες χώρες θέλουν να εμπνευστούν από τον ευρωπαϊκό νόμο AI, είναι ευπρόσδεκτες. Τώρα, όμως, οι εταιρείες σε όλο τον κόσμο θα πρέπει να προσαρμοστούν στους ευρωπαϊκούς κανόνες εάν θέλουν να εισαγάγουν το προϊόν τους στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά, με 450 εκατομμύρια πολίτες».