Η Τσετσενία είναι μεταξύ των οκτώ ελεγχόμενων από τη Μόσχα οντοτήτων που έχουν λάβει εντολή να μειώσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, διαφορετικά θα περιοριστεί η χρηματοδότησή τους, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τις σχέσεις του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του Τσετσένου ηγέτη Ραμζάν Καντίροφ.
Ο «κόφτης» στα οικονομικά των ομοσπονδιακών υποκείμενων έρχεται καθώς το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών προσπαθεί να διαχειριστεί το αυξανόμενο κόστος του πολέμου στην Ουκρανία. Αφορά επίσης την Ινγκουσετία και το Νταγκεστάν στον ρωσικό Καύκασο, καθώς και την Τούβα, στη νότια Σιβηρία, η οποία έχει παράσχει πολλά στρατεύματα στον πόλεμο.
Αναφέρονται επίσης τα ουκρανικά εδάφη που προσάρτησε παρανόμως ο Πούτιν τον Σεπτέμβριο του 2022, οι περιφέρειες Ντονέτσκ, Λουγλάνσκ, Χερσώνα και Ζαπορίζια, οι οποίες δεν ελέγχονται πλήρως από τη Μόσχα.
Σύμφωνα με την ρωσική εφημερίδα Kommersant, έχει καταρτιστεί ένα προσχέδιο κυβερνητικού διατάγματος για την εξισορρόπηση των δημοσιονομικών ορισμένων περιοχών. Οι επικεφαλής αυτών των οντοτήτων έχουν περιθώριο μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου για να υπογράψουν τις δεσμεύσεις για την μείωση των δαπανών που περιλαμβάνουν λεπτομερείς δαπάνες για κοινωνικά προγράμματα, τι εισόδημα αναμένεται και περιορισμούς στις αυξήσεις μισθών που συνδέονται με τον πληθωρισμό για τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα.
Το υπουργείο Οικονομικών δήλωσε στην εφημερίδα ότι οι οκτώ οντότητες στοχοποιούνται επειδή παρά το υψηλό μερίδιο των ομοσπονδιακών επιδοτήσεων που λαμβάνουν είχαν προχωρήσει σε υπερδαπάνες κατά 40% τα δύο από τα τρία τελευταία οικονομικά έτη.
Η Kommersant σχολίασε ότι είναι αβέβαιο εάν «τέτοιοι βαρέων βαρών» ηγέτες, όπως οι επικεφαλής της Τσετσενίας και του Νταγκεστάν, «μπορούν εύκολα να αναγκαστούν να συμμορφωθούν με αυτές τις απαιτήσεις».
Ο «στρατιώτης» του Πούτιν
Ο ηγέτης της, Ραμζάν Καντίροφ, δηλώνει συχνά «στρατιώτης» του Πούτιν, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις έχει επικρίνει έντονα τις επιδόσεις των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων σε αυτή τη σύρραξη.
Πάντως έχει αναπτύξει τα δικά του στρατεύματα στην Ουκρανία. Τον Μάιο, είχε υποστηρίζει πως η Τσετσενία είχε στείλει 26.000 μαχητές στην Ουκρανία από την αρχή της χρονιάς, ανάμεσά τους 12.000 εθελοντές, και ότι 7.000 εξ αυτών συνέχιζαν να πολεμούν εκείνη τη χρονική στιγμή. Την Δευτέρα έκανε επίσης γνωστό ότι άλλοι 3.000 μαχητές του είναι έτοιμοι να πάνε να πολεμήσουν στην Ουκρανία, να ενταχθούν σε νέες μονάδες του ρωσικού υπουργείου Άμυνας και της ρωσικής Εθνικής Φρουράς.
Τον Ιανουάριο του 2022, ο Καντίροφ είχε δηλώσει ότι η ρωσική χρηματοδότηση στην Τσετσενία ανέρχεται συνολικά σε 300 δισ. ρούβλια (3,4 δισ. δολάρια) ετησίως και ότι χωρίς αυτά: «Ορκίζομαι στον παντοδύναμο Αλλάχ, δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε τρεις μήνες – όχι έστω και ένα μήνα».
«Οι μέρες του εύκολου χρήματος τελείωσαν»
Ωστόσο, ειδικός στη ρωσική οικονομία εξήγησε στο Newsweek ότι το υπουργείο Οικονομικών της χώρας στέλνει το μήνυμα ότι «το πηγάδι χωρίς πάτο τελικά έχει πάτο».
Η κίνηση αυτή έρχεται μετά από αναφορές τον περασμένο μήνα ότι η Ρωσία θα μπορούσε να χάσει τον στόχο εσόδων της για το 2024 και να αναγκαστεί να αυξήσει τους εταιρικούς φόρους εν μέσω του αυξανόμενου στρατιωτικού κόστους και των επιπτώσεων των δυτικών κυρώσεων. Το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας προσάρμοσε τον προϋπολογισμό του καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους με έμφαση στην υποστήριξη του στρατιωτικού-βιομηχανικού κλάδου που τροφοδοτεί την πολεμική προσπάθεια της χώρας.
«Πολλές περιφέρειες έχουν υιοθετήσει τη θέση ότι έχουν ιδιαίτερη πολιτική σημασία, όπως το Νταγκεστάν και η Τσετσενία, και βασίστηκαν στο Κρεμλίνο για να μπλοκάρει κάθε κριτική ή ενέργειες για τη μείωση των επιδοτήσεων από το υπουργικό συμβούλιο», είπε στο Newsweek ο Chris Weafer, διευθύνων σύμβουλος της Macro-Advisory.
«Αυτό είναι ένα μήνυμα για το Κρεμλίνο όσο και για τις περιφέρειες που αναφέρθηκαν: εάν θέλετε δημοσιονομική πειθαρχία, σταματήστε να δίνετε κάλυψη εξαίρεσης δαπανών σε αυτές τις περιοχές», συνέχισε. «Οι μέρες του εύκολου χρήματος τελείωσαν».
Όσον αφορά τις προσαρτημένες περιοχές της Ουκρανίας, ο Weafer είπε ότι έλαβαν εντολή να εξισορροπήσουν τις δαπάνες «για να διασφαλιστεί ότι δεν θα διολισθήσουν σε κακές δημοσιονομικές συνήθειες και επίσης για να υποθέσουμε ότι μπορούν να θεωρηθούν ειδικές πολιτικές περιπτώσεις με την υποστήριξη του Κρεμλίνου στο μέλλον».
Σύμφωνα με τον Weafer, η κίνηση του ρωσικού υπουργείου έρχεται στο πλαίσιο των χαμηλότερων από τις αναμενόμενες φορολογικές εισπράξεις για το πετρέλαιο για τους πρώτους επτά μήνες του 2023, κατά τους οποίους ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός της Ρωσίας αντιμετώπιζε «πραγματικό πρόβλημα» τον Ιούλιο.
Το έλλειμμα στα μέσα του έτους ήταν 2,5% του ΑΕΠ, αν και έκτοτε οι υψηλότερες τιμές εξαγωγής του πετρελαίου, η βελτιωμένη είσπραξη φόρων μαζί με την υποτίμηση του ρωσικού νομίσματος είχαν θέσει τον προϋπολογισμό εντός του ελλείμματος στόχου.
«Ο υπουργός Οικονομικών είχε αρκετές άγρυπνες νύχτες φέτος και πιέζει με κάθε ευκαιρία για δημοσιονομική πειθαρχία σε όλους τους τομείς», τόνισε ο Weafer.