Όταν ξέσπασε ο πόλεμος Ισραήλ – Χαμάς πριν από ένα μήνα, η Ρωσία ήταν εμφανώς μετρημένη ως προς την αντίδρασή της στη σύγκρουση, με προσεχτικές δηλώσεις που ζητούσαν ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση και κατάπαυση του πυρός.
Καθώς η επίθεση του ισραηλινού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας που διοικείται από τη Χαμάς – τρομοκρατική οργάνωση για την Ε.Ε., τις ΗΠΑ και πολλές ακόμη χώρες της Δύσης, αλλά όχι για τη Μόσχα – έχει ενταθεί και η μαύρη λίστα των νεκρών ξεπερνάει τους 10.000 Παλαιστινίους, η Ρωσία εγκαταλείπει τη στάση ουδετερότητας και γίνεται ολοένα και πιο επικριτική, ακόμη και εχθρική θα έλεγε κανείς απέναντι στο Ισραήλ.
«Η αρχικά νηφάλια απάντηση της Ρωσίας στην έκρηξη βίας φάνηκε να είναι αποτέλεσμα του Κρεμλίνου που ζύγιζε προσεκτικά τα ανταγωνιστικά και συγκρουόμενα συμφέροντά του στη Μέση Ανατολή» εξηγεί σε ανάλυσή του το CNBC.
Η Ρωσία απολάμβανε πάντα εποικοδομητικές σχέσεις με το Ισραήλ, με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου να έχουν στενή σχέση και να δεσμεύονται να εμβαθύνουν τους ισραηλινο-ρωσικούς δεσμούς. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η Ρωσία έχει έρθει εξαιρετικά κοντά με τον απόλυτο εχθρό του Ισραήλ: το Ιράν. Εξαρτάται από την Τεχεράνη μετά και την εισβολή της στην Ουκρανία για όπλα, κυρίως drones, που χρησιμοποιεί στο μέτωπο. Και προσφέρει απλόχερα φθηνή ενέργεια.
Σε αυτό το πλαίσιο, όταν η υποστηριζόμενη από το Ιράν Χαμάς επιτέθηκε στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, σκοτώνοντας περίπου 1.400 ανθρώπους και αιχμαλωτίζοντας πάνω από 240 ομήρους, η Ρωσία βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Δεν ήθελε ούτε να επικρίνει ανοιχτά τη Χαμάς, ούτε να σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τη σφαγή αμάχων, που διέπραξε η οργάνωση, αλλά ούτε και να υπερασπιστεί ευθέως το Ισραήλ.
Όσο περνάει ο καιρός, ωστόσο, η Ρωσία έχει γίνει πιο επικριτική για τη στρατιωτική δράση του Ισραήλ, ειδικά μετά και τα πλήγματα σε αεροδρόμια της Συρίας – σύμμαχό της χώρα στην οποία η Μόσχα έχει στρατιωτικές βάσεις και της οποίας την ηγεσία έχει στηρίξει.
Η Ρωσία «βρίσκεται τώρα στην κατάσταση όπου είναι όλο και πιο δύσκολο να διατηρήσει αυτό το είδος ισορροπίας», σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή, συγγραφέα και ακαδημαϊκό Mark Galeotti, ο οποίος σημειώνει ότι η Ρωσία φαίνεται να υπολογίζει ότι οι σχέσεις της με κράτη όπως το Ιράν ή η Σαουδική Αραβά έχουν μεγαλύτερη στρατηγική και οικονομική αξία από τους δεσμούς της με το Ισραήλ.
Τα πυρά Πούτιν, Λαβρόφ
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, δεν δίστασε να δηλώσει ότι η επίθεση παραβιάζει την «κυριαρχία και το διεθνές δίκαιο της Συρίας». Λίγες μέρες αργότερα θα υποδεχόταν αντιπροσωπεία της Χαμάς στη Μόσχα. Στις 28 Οκτωβρίου ο Λαβρόφ επανήλθε, υπογραμμίζοντας ότι ο βομβαρδισμός του Ισραήλ στη Γάζα ήταν αντίθετος με το διεθνές δίκαιο και κινδύνευε να δημιουργήσει μια καταστροφή «για πολλές δεκαετίες, αν όχι για αιώνες». Ο πρεσβευτής της Ρωσίας στον ΟΗΕ δήλωσε στις 2 Νοεμβρίου ότι το Ισραήλ, ως «κράτος κατοχής», δεν είχε δικαίωμα αυτοάμυνας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Σε τηλεοπτικό διάγγελμα, ο Πούτιν είπε ότι «δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τα τρομερά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στη Γάζα τώρα, όπου εκατοντάδες χιλιάδες αθώοι άνθρωποι σκοτώνονται αδιακρίτως, χωρίς να έχουν πουθενά να διαφύγουν ή να κρυφτούν από τους βομβαρδισμούς.
Διεθνολόγοι σχολιάζουν στο CNBC πως τα λόγια του Πούτιν δεν πηγάζουν από κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία για το δράμα των άμαχων Παλαιστινίων, αλλά από το γεγονός ότι βλέπει το Ισραήλ πια ως μέρος μίας αμερικανικής πολιτικής που φέρνει αποσταθεροποίηση και χάος.
Η ρωσική αυτή στάση δεν είναι αυτονόητη. Το Ισραήλ είχε αρνηθεί να επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία όταν αυτή εισέβαλε στην Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι καταδίκασε την εισβολή. Και στο Κίεβο έχει προσφέρει μόνο ανθρωπιστική και όχι στρατιωτική βοήθεια, όπως άλλοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ.
Το «εργαλείο» της έκδοσης του Ίλαν Σορ
Το Bloomberg παρατηρεί πως εάν το Ισραήλ θέλει να στείλει ένα μήνυμα στο Κρεμλίνο πως η στήριξή του για τη Χαμάς έχει συνέπειες, έχει έτοιμο ένα εργαλείο: Μπορεί να εκδώσει τον Ίλαν Σορ, επιχειρηματία και πολιτικό, που έφυγε από τη Μολδαβία ενώ άσκησε έφεση για την καταδίκη του σε μια υπόθεση τραπεζικής απάτης 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Από τότε εργάζεται με τη Ρωσία για να ανατρέψει τη φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση του έθνους.
Για τις περισσότερες χώρες που κατηγορούν τη Ρωσία ότι παρεμβαίνει στις εκλογές τους, το ζήτημα είναι δύσκολο να αποδειχθεί και πρωτίστως διπλωματικό: Οι προσπάθειες χειραγώγησης των ψήφων συνιστούν σοβαρές εχθρικές πράξεις, αλλά η Μόσχα δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει τα αποτελέσματα.
Η Μολδαβία, ένα μικρό πρώην σοβιετικό κράτος στριμωγμένο μεταξύ της Ρουμανίας, μέλους της ΕΕ και της Ουκρανίας, βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής που ο Πούτιν θέλει να αποκαταστήσει. Φιλοξενεί έναν φιλορωσικό αυτονομιστικό θύλακα, που προστατεύεται από ρωσικά στρατεύματα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η ανατροπή της φιλοδυτικής κυβέρνησης της προέδρου Μάια Σάντου ήταν ένας δευτερεύων στόχος των σχεδίων του Κρεμλίνου όταν εισέβαλε στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο.
Απογοητευμένη στο πεδίο της μάχης πριν φτάσει στα σύνορα με τη Μολδαβία και εξοργισμένη από την απόφαση της Σάντου να υποβάλει αίτηση για ένταξη στην ΕΕ, η Ρωσία διέκοψε την παροχή φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.
Η κίνηση πυροδότησε κατάρρευση της οικονομικής ανάπτυξης της Μολδαβίας από μια αναπτυξιακή έκρηξη μετά την Covid-19, με το ΑΕΠ να μεγεθύνεται κατά 14% το 2021, σε συρρίκνωση 5% πέρυσι.
Ο Σορ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια που προέκυψε χρηματοδοτώντας τακτικές διαδηλώσεις, καλώντας την κυβέρνηση να παραιτηθεί, διαδίδοντας παραπληροφόρηση μέσω των μέσων ενημέρωσης του και υποσχόμενος επιστροφή στη φθηνή ενέργεια και τον εναγκαλισμό της Ρωσίας μόλις φύγει το «καθεστώς».
Υπήρξε ακόμη και μια υποτιθέμενη συνωμοσία πραξικοπήματος υποστηριζόμενη από τη Ρωσία. Αν και γεννήθηκε στο Ισραήλ, ο Σορ επέστρεψε στη Μολδαβία με τους γονείς του ως παιδί και ακολούθησε τον πατέρα του στις επιχειρήσεις. Ο Σορ έγινε ο νέος αγαπημένος της Μόσχας και οι ηγέτες του κόμματός του έγιναν δεκτοί θερμά στη Μόσχα. Ο ίδιος αρνήθηκε ότι έλαβε υποστήριξη από το Κρεμλίνο.
Την Κυριακή, το κυβερνών Κόμμα Δράσης και Αλληλεγγύης του Σαντού έχασε σε πόλεις, όπου οι άνθρωποι πρέπει να αγοράσουν φυσικό αέριο για να θερμάνουν τα σπίτια τους, αλλά τα πήγε καλύτερα στις αγροτικές περιοχές για να κερδίσει το 40% των συνολικών ψήφων.
Η Σαντού κατέφυγε σε βήματα για τα οποία η ίδια είπε ότι μετάνιωσε, όπως το κλείσιμο ιστοσελίδων, την αναστολή των αδειών των τηλεοπτικών σταθμών που ανήκουν ή συνδέονται με τον Σορ και —την τελευταία στιγμή— την απαγόρευση του κόμματός του, Chance. «Σε καμία δημοκρατία δεν αρέσει να παίρνει τέτοια μέτρα, αλλά ούτε μπορούμε να επιτρέψουμε στη Ρωσία να απειλήσει την ασφάλειά μας», είπε.
Η κυβέρνηση δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα μιας έρευνας σχετικά με το πώς είπε ο Σορ είχε παράνομες πληρωμές ύψους 600.000 ευρώ την εβδομάδα από τη Ρωσία, με τις οποίες και εξαγόραζε ψήφος. Ο ίδιος αρνείται όλες τις κατηγορίες, αλλά έχει καταδικαστεί από δικαστήριο για τραπεζική απάτη.
Πλέον έχει βρει καταφύγιο στο Ισραήλ, το οποίο όμως δεν τον εκδίδει.