Το βράδυ της Δευτέρας δεν άντεξε. Ανάμεσα στα πτώματα ήταν εκείνα των παιδιών του, της μητέρας του και άλλων συγγενών του. Ο Ιγιάντ Σακούρα, που εν καιρώ πολέμου εργάζεται ως γιατρός στα επείγοντα, είχε συνηθίσει να βλέπει τους νεκρούς και τους τραυματίες στο νοσοκομείο Νάσερ της Γάζας. Ο 42χρονος γιατρός λιποθύμησε όταν ανακάλυψε με φρίκη ότι πολλά μέλη της οικογένειάς του σκοτώθηκαν όταν χτυπήθηκε το σπίτι τους στο Χαν Γιουνές, στη νότια Λωρίδα της Γάζας που βομβαρδίζεται αδιάκοπα από τις ισραηλινές δυνάμεις αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος με τη Χαμάς.
Με τα μάτια θολά από τα δάκρυα, αποχαιρέτισε σήμερα το πρωί τους δικούς του ανθρώπους, που ήταν τυλιγμένοι σε λευκά σεντόνια, στο νεκροτομείο του νοσοκομείου. Δείχνοντας με το δάχτυλο, τον έναν μετά τον άλλο: «η μητέρα μου, η Ζεϊνάμπ Άμπου Ντάγια, οι αδελφοί μου Μαχμούντ και Χουσέιν Σακούρα, η αδελφή μου η Ισράα και τα δυο παιδιά της, ο Νάμπιλ και η Νουρ και τα δυο δικά μου παιδιά, ο Αμπντελραχμάν, 7 χρονών και ο Όμαρ, 5 χρονών».
«Έχω πέντε παιδιά αλλά αυτός ήταν ο αγαπημένος μου», συνέχισε, ακουμπώντας το ματωμένο μέτωπο του Αμπντελραχμάν. Τα σάβανα των δύο παιδιών ήταν ανοιχτά, για να βλέπει το πρόσωπό τους. «Τι έκαναν για να τους αξίζει να ρίξουν τόνους βομβών και εκρηκτικών στα κεφάλια τους, μέσα στο σπίτι τους;» ρώτησε με απελπισία ο Ιγιάντ. Κι αμέσως μετά πρόσθεσε με καρτερία: «Ο Θεός τα κάλεσε κοντά του, όπως πολλά άλλα παιδιά προηγουμένως».
Σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο απολογισμό που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Υγείας της Χαμάς, από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς στη Λωρίδα της Γάζας έχουν σκοτωθεί τουλάχιστον 10.300 άνθρωποι και οι 4.237 από αυτούς ήταν παιδιά.
Από οικογένεια προσφύγων
Ο γιατρός Σακούρα κατάγεται από μια οικογένεια προσφύγων, Παλαιστινίων που ωθήθηκαν στην έξοδο όταν ιδρύθηκε το Ισραήλ, το 1948. Οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους αποτελούν σήμερα το 80% των 2,4 εκατομμυρίων κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας.
«Αν ο εχθρός θέλει και πάλι να μας διώξει, του λέμε ότι ο Θεός μας έδωσε μια υπόσχεση: είτε να θριαμβεύσουμε στην απελευθερωμένη γη μας, είτε να μας θάψουν σ’ αυτήν. Τώρα θα πάω να θάψω τα παιδιά μου και θα γυρίσω στη δουλειά», είπε.
Κατά την διάρκεια της επικήδειας πομπής, στην αυλή του νοσοκομείου προς το κοντινό «κοιμητήριο των μαρτύρων του Χαν Γιουνές», ο άνδρας κρατούσε Αμπντελραχμάν στην αγκαλιά του. Τον φίλησε για τελευταία φορά, στο κεφάλι.