Τις πταίει; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί την ώρα που τα βίντεο με τις σκηνές φρίκης από την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ και οι φωτογραφίες με το απόλυτο κολαστήριο της Γάζας στοιχειώνουν τον νου μας και ο μαύρος κατάλογος των θυμάτων μακραίνει συνεχώς.
Η ευθύνη της Χαμάς είναι πρωταρχική και αδιαμφισβήτητη. Όταν εισέβαλε στις 7 Οκτωβρίου για να σφαγιάσει 1.400 αμάχους και να διαπράξει κάθε είδους θηριωδίες, δεν μπορούσε να περιμένει κάτι άλλο από την απάντηση του Ισραήλ: «είμαστε σε πόλεμο».
Πυρά δέχεται και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, ακόμη και μέσα στο Ισραήλ, όχι μόνο γιατί πιάστηκαν στον ύπνο οι υπηρεσίες ασφαλείας, αλλά και για την πολιτική της συνεχούς, παράνομης επέκτασης των εποικισμών στην Δυτική Όχθη, την παρατεταμένη καταπίεση των Παλαιστινίων και τα διαρκή εμπόδια στην πολιτική λύση των δύο κρατών.
Το Foreign Policy προ ημερών έφερε και έναν τρίτο «φταίχτη» στο τραπέζι: τις ΗΠΑ και την διαχρονική πολιτική τους στη Μέση Ανατολή – με έμφαση τα όσα έγιναν από τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 και έπειτα.
Όπως εξηγούσε στην ειρηνευτική διάσκεψη της Μαδρίτης ο τότε Πρόεδρος, Τζορτζ Μπους ο Πρεσβύτερος, ο υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Μπέικερ και μια έμπειρη ομάδα της Μέσης Ανατολής άδραξαν αυτήν την ευκαιρία για να συγκαλέσουν μια ειρηνευτική διάσκεψη τον Οκτώβριο του 1991, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από το Ισραήλ, τη Συρία, τον Λίβανο, την Αίγυπτο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και κοινή ιορδανική/παλαιστινιακή αντιπροσωπεία.
Το Ιράν δεν πήρε μια θέση στο τραπέζι
Αν και η διάσκεψη δεν απέφερε απτά αποτελέσματα έθεσε τις βάσεις για μια σοβαρή προσπάθεια για την οικοδόμηση μιας ειρηνικής περιφερειακής τάξης. Αλλά η συμφωνία είχε και ένα μοιραίο ελάττωμα, που έσπειρε τους σπόρους πολλών μελλοντικών προβλημάτων. Το Ιράν δεν προσκλήθηκε να συμμετάσχει στη διάσκεψη και απάντησε στον αποκλεισμό οργανώνοντας μια συνάντηση δυνάμεων «απόρριψης» και προσεγγίζοντας παλαιστινιακές ομάδες -συμπεριλαμβανομένης της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ- που προηγουμένως είχε αγνοήσει.
Το Ιράν θεωρούσε τον εαυτό του ως μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη και περίμενε μια θέση στο τραπέζι. Ακολούθησαν βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και άλλες πράξεις εξτρεμιστικής βίας διέκοψαν τη διαδικασία διαπραγμάτευσης των Συμφωνιών του Όσλο και υπονόμευσαν την υποστήριξη του Ισραήλ για μια διευθέτηση κατόπιν διαπραγματεύσεων. Όσοι η ειρήνη έμενε άπιαστη τόσο ενισχύονταν οι δεσμοί Ιράν – Χαμάς.
Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου πίστευε ότι εισβολή στο Ιράκ και η ανατροπή του Σαντάμ θα εξάλειφε την υποτιθέμενη απειλή των ιρακινών όπλων μαζικής καταστροφής. Το αποτέλεσμα της πολιτικής των ΗΠΑ ήταν ένα άκρως δαπανηρό αδιέξοδο και μία δραματική βελτίωση στη στρατηγική θέση του Ιράν, σημειώνει το FP.
Αυτή η αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων στον Κόλπο ανησύχησε τη Σαουδική Αραβία και άλλα κράτη του Κόλπου και οι αντιλήψεις για μια κοινή απειλή από το Ιράν άρχισαν να αναδιαμορφώνουν τις περιφερειακές σχέσεις με σημαντικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής των σχέσεων ορισμένων αραβικών κρατών με το Ισραήλ.
Να επισημάνουμε σε αυτό το σημείο πως παρόλο που η Τεχεράνη αρνείται κάθε εμπλοκή στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, στηρίζει ανοιχτά εδώ και χρόνια και με κάθε τρόπο (χρηματοδότηση, εξοπλισμό, εκπαίδευση) τόσο τη Χαμάς όσο και τη Χεμπολάχ, η οποία το τελευταίο διάστημα έχει εντείνει τις επιθέσεις σε ισραηλινό έδαφος από τον Λίβανο. Τις προηγούμενες ημέρες επίθεση κατά αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής εξαπέλυσαν τόσο η Χούθι από την Υεμένη όσο και ιρακινές εξτρεμιστικές ομάδες: Και οι δύο συνδέονται επίσης με το Ιράν.
Όταν μιλούν οι αξιωματούχοι της Δύσης σήμερα για τους φόβους μετάδοσης του πολέμου στην περιοχή, ουσιαστικά δείχνουν στην κατεύθυνση του θεοκρατικού σιιτικού καθεστώτος, το οποίο με τη σειρά του έχει προειδοποιήσει πως η Μέση Ανατολή θα βγει «εκτός ελέγχου».
H σημερινή στρατηγική Μπάιντεν
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν υιοθετεί σήμερα μια διπλή προσέγγιση: δημοσίως στέκεται ξεκάθαρα δίπλα στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, ενώ ιδιωτικά, δηλαδή παρασκηνιακά προσπαθεί να τον συγκρατήσει, ώστε να μην εξελιχθεί η σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς σε περιφερειακό πόλεμο.
Όπως σημειώνουν αναλυτές στο Axios.com, οι Η.Π.Α. υποστηρίζουν το Ισραήλ και ενώ ενισχύουν τις δυνάμεις τους στην περιοχή, δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να παρασυρθούν παρατεταμένη στρατιωτική επιχείρηση στη Μέση Ανατολή.
Η ομιλία του Μπάιντεν στην περιοχή, στην οποία συνέκρινε τη Χαμάς με το ISIS, έτυχε καλής αποδοχής τόσο από τους Ισραηλινούς πολιτικούς ηγέτες όσο και από το ισραηλινό κοινό, προσδίδοντας στον Αμερικανό πρόεδρο αξιοπιστία, όπως σχολίασε στο Axios ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ισραήλ, Τομ Νάιντς.
Η αποστολή αεροπλανοφόρων στην περιοχή είναι μέρος της προσπάθειας να αποτραπούν τρίτες δυνάμεις να μπουν στον πόλεμο και να έχουμε μία κλιμάκωση και όχι ένδειξη ότι οι ΗΠΑ θέλουν να επέμβουν στρατιωτικά.
Συμφωνία Μπάιντεν – Νετανιάχου για συνεχή ροή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα
Τα αμερικανικά μέσα επικαλούμενα διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν είπαν στους Ισραηλινούς ότι είναι προς το συμφέρον τους να επιτρέψουν την ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα. Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε στη διατήρηση της διεθνούς υποστήριξης για την επιχείρηση του Ισραήλ κατά της Χαμάς, εξήγησαν και οι Ισραηλινοί συμφώνησαν. Παράλληλα σύμφωνα με το Βloomberg, τους New York Times και το CNN, οι ΗΠΑ θέλουν να καθυστερήσουν την χερσαία επέμβαση στη Γάζα, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο διαπραγμάτευσης για τους ομήρους, αλλά γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να τη σταματήσουν. Το Ισραήλ έχει ανάγκη από μία επίδειξη δύναμης και είναι αποφασισμένο να «τελειώσει» τη Χαμάς.
Όπως σχολιάζει το Axios, ο Μπάιντεν «ξεσκονίζει το ίδιο βιβλίο που χρησιμοποίησε για να μεσολαβήσει για κατάπαυση του πυρός σε 11 ημέρες κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα τον Μάιο του 2021. Αλλά αυτή τη φορά η διττή στρατηγική δημόσιας στήριξης – ιδιωτικών πιέσεων θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να αποδώσει καρπούς».
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να σταματήσουν τον πόλεμο, αλλά μπορούν να επηρεάσουν την πορεία του και τις εξελίξεις σε όλη τη Μέση Ανατολή.