Ενόψει των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον προσεχή Ιούνιο, δεκάδες προσωπικότητες της πολιτικής, αλλά και κορυφαίοι ακαδημαϊκοί, δημοσιοποίησαν ένα Μανιφέστο «για την ΕΕ στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου», προτείνοντας ταυτόχρονα, φιλόδοξες λύσεις.
Οι υπογράφοντες , μεταξύ των οποίων οι πρώην πρωθυπουργοί της Ιταλίας, Τζουλιάνο Αμάτο, Μάριο Μόντι και Ρομάνο Πρόντι, οι πρώην Επίτροποι της ΕΕ Χοακίν Αλμούνια και Πιέρ Μοσκοβισί , ο Νομπελίστας Χριστόφορος Πισσαρίδης και ο Χέρμαν φον Ρομπάι πρώτος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εντοπίζουν επτά βασικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο, ικανό να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να ενισχύσει την αλληλεγγύη, να αναζωογονήσει την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτών της και να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο της.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η βαθύτερη σύγκρουση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας είναι οι παράγοντες που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Διαμορφώνεται μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, και αν η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμείνει ένα μισοτελειωμένο οικοδόμημα, δεν θα έχει κανέναν ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της νέας τάξης», τονίζουν στο «μανιφέστο» τους οι υπογράφοντες. «Ο γεωπολιτικός τόνος και ο ρόλος της ΕΕ θα εξαρτηθούν, καθοριστικά, από την ευρωπαϊκή ικανότητα να συμβιβάσει την εσωτερική της ατζέντα με τη διεθνή της ατζέντα. Για το σκοπό αυτό, οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής σκηνής πρέπει να αποκτήσουν τη συνείδηση ότι το σημερινό κοινωνικοοικονομικό, θεσμικό και -εν τέλει- και πολιτικό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο σε έναν κόσμο, μετά την πανδημία, που σπαράσσεται από «θερμούς» και «ψυχρούς» πολέμους.
Στο «Μανιφέστο» τονίζεται ότι «οι οικονομικές και κοινωνικές αδυναμίες, οι θεσμικές ασυνέπειες και οι πολιτικές εντάσεις προορίζονται να αυξηθούν και να οδηγήσουν στην παράλυση της ΕΕ, όταν γίνει η διαφαινόμενη διεύρυνση σε 35 ή περισσότερα μέλη. Χρειάζεται μια νέα σύνθεση που οδηγεί σε μια ανανεωμένη πολιτική σύμβαση. Η αναζήτηση νέων οδών είναι κρίσιμη όχι τόσο για να επιβεβαιώσουν τα ανώτερα συμφέροντα της «Ευρώπης», αλλά για να επιτραπεί στα μέλη της να επιδιώξουν αποτελεσματικά τους μακροπρόθεσμους εσωτερικούς και εξωτερικούς τους στόχους»
«Σταδιακός και πραγματιστικός φεντεραλισμός»
Οι υπογράφοντες τονίζουν ότι «ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε ότι ο εθνικισμός είναι αντίθετος προς το εθνικό συμφέρον, ότι η εθνική κυριαρχία μεμονωμένων κρατών μελών της ΕΕ είναι ανεφάρμοστη, εκτός εάν επαναπροσδιοριστεί με όρους ευρωπαϊκής κυριαρχίας…Για την αποτελεσματική διαχείριση της μεταναστευτικής πρόκλησης, πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα σχέση μεταξύ της ΕΕ και της Αφρικής. Αυτή η σχέση πρέπει να βασίζεται σε συμφωνίες συνεργασίας που δεν μπορούν να περιοριστούν στον περιορισμό των αναχωρήσεων μεταναστών. Αντίθετα, πρόκειται για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου ένταξης στα κράτη μέλη της ΕΕ που εστιάζει στην εκπαίδευση, την κατάρτιση και τη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης.
Σε όλα αυτά τα θέματα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι έτοιμα να παράσχουν στην ΕΕ τις απαραίτητες εξουσίες. Αυτό δεν σημαίνει άμεση επιδίωξη μιας μη ρεαλιστικής ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Αντίθετα, πρόκειται για μια νέα άρθρωση μεταξύ των εθνικών πολιτικών (οριζόντιος συντονισμός) και μεταξύ των εθνικών επιπέδων και του κεντρικού επιπέδου (κάθετος συντονισμός). Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να ονομαστεί «σταδιακός και πραγματιστικός φεντεραλισμός».
Βασική πτυχή του σταδιακού και πραγματιστικού φεντεραλισμού είναι ο επαναπροσδιορισμός του εκλογικού συστήματος στο Συμβούλιο της ΕΕ. Για να αποφευχθεί η παράλυση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, οι μέθοδοι ψηφοφορίας πρέπει να μεταρρυθμιστούν πριν – και όχι μετά – τις μελλοντικές διευρύνσεις της ΕΕ. Κατανοούμε ότι υπάρχουν ευέλικτοι τρόποι για να αποτραπεί η μετατροπή μιας μεμονωμένης διαφωνίας σε βέτο, αποτρέποντας ταυτόχρονα το διαφωνούν μέλος από το να πληρώσει το τίμημα για τα αποτελέσματα μιας προσβαλλόμενης απόφασης. Μια θεσμική μεταρρύθμιση θα πρέπει επίσης να προβλέπει τη δυνατότητα να προχωρήσουμε με μεταβλητές γεωμετρίες και με «ομάδες» κρατών μελών, σε σαφώς καθορισμένους τομείς.
Νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η ΕΕ επλήγη από μια σειρά από εξωγενείς κραδασμούς και έχει μάθει με τον δύσκολο τρόπο πόσο σημαντικό μπορεί να είναι το κόστος για λανθασμένες ή καθυστερημένες απαντήσεις σε τέτοιους κραδασμούς.
Από αυτή την άποψη, θα ήταν πολύ σοβαρό λάθος να αντιδράσουμε στην πανδημία και τις συνέπειες του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης, αναπαράγοντας τις επιλογές της περιόδου 2011-19, που χαρακτηρίζονται από φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές και υπερφόρτωση των νομισματικών πολιτικών. Αντίθετα, η ΕΕ έχει υιοθετήσει τόσο ένα ριζικά νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής όσο και ένα σύνολο θεσμικών καινοτομιών. Προκάλεσε την εμφάνιση ενός νέου πολυεπίπεδου συστήματος διακυβέρνησης μέσω της συγκέντρωσης στην προμήθεια εμβολίων, της έναρξης του σχεδίου ανάκαμψης γνωστού ως Next Generation – EU, του συντονισμού των εθνικών ενεργειακών πολιτικών, των μέτρων κατά της κλιματικής αλλαγής που ονομάζονται Fit-for-55 και κοινών προγραμμάτων για την υποστήριξη της Ουκρανίας.
Αυτό που προέκυψε ήταν ένα σύνθετο δίκτυο σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης. Η θετική πτυχή αυτής της σύνδεσης είναι ότι επιβεβαιώνει ότι η ΕΕ έχει τη βούληση και τους πόρους (καθώς και τη φαντασία) να αντιδράσει εάν υποστεί ακραία πίεση. Η αρνητική πτυχή είναι η ευθραυστότητα μιας θεσμικής κατασκευής που βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ της έλλειψης χρόνου, του παροδικού χαρακτήρα αυτής της επιστροφής στην κανονικότητα και της σχετικής αναζήτησης βραχυπρόθεσμων συμβιβασμών.
Σταθερό κανονιστικό πλαίσιο
Προκειμένου να ανταποκριθεί επιτυχώς στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις, η ΕΕ θα χρειαστεί να εξοπλιστεί με ένα σταθερό κανονιστικό πλαίσιο και επαρκή διαθεσιμότητα στον προϋπολογισμό. Οι εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό, όπως η Τραπεζική Ένωση και η Ένωση Κεφαλαιαγορών, θα πρέπει να ολοκληρωθούν ξεπερνώντας τη στείρα αντίθεση μεταξύ του επιμερισμού και της μείωσης του κινδύνου.
Πάνω από δύο δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του ευρώ, είναι απαραίτητο να γίνει σαφής ο στόχος της επίτευξης μιας δημοσιονομικής ένωσης. Χωρίς αυτήν την πρόοδο, η ΕΕ δεν θα είναι επιτυχής στην υλοποίηση της «πράσινης» και ψηφιακής ατζέντας της και θα συνεχίσει να βρίσκεται στο έλεος των εξωτερικών γεγονότων, παραμένοντας έτσι ευάλωτη τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Επτά στοιχεία του φεντεραλισμού
Σύμφωνα με το «μανιφέστο», ο σταδιακός και πραγματιστικός φεντεραλισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει επτά στοιχεία:
1. Μια θεμελιώδη μεταρρύθμιση του κοινοτικού προϋπολογισμού που να βασίζεται στη δημιουργία μιας κεντρικής δημοσιονομικής δυνατότητας η οποία, με μόνιμο ή – τουλάχιστον – επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, μπορεί να παράγει ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά στο πλαίσιο της «πράσινης», ψηφιακής και κοινωνικής μετάβασης.
2. Νέοι δημοσιονομικοί κανόνες για την επίτευξη οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης εντός της ΕΕ και για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και βιώσιμα δημόσια οικονομικά.
3. Αποφασιστικά βήματα την οικοδόμηση ολοκληρωμένων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών.
4. Μια βιομηχανική πολιτική ικανή να προωθήσει τη μετάβαση σε ένα νέο «παραγωγικό μοντέλο» της ΕΕ
5. Μια ανανεωμένη πολιτική κρατικών ενισχύσεων που στοχεύει στην ενίσχυση και όχι στην αποδυνάμωση της ενιαίας αγοράς και των νέων ευρωπαϊκών εργαλείων για τη διασφάλιση του ρόλου της ΕΕ στις διεθνείς αλυσίδες. Εν ολίγοις, ο στόχος θα πρέπει να είναι να επιβεβαιωθεί όχι το “made in Europe” αλλά “made with Europe”
6. Μια κοινή στρατηγική για την εκπαίδευση και την κατάρτιση καθώς και συγκεκριμένα προγράμματα για την ένταξη των μεταναστών στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, ως ουσιαστικό στοιχείο μιας μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ.
7. Μια πολιτική ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ που έχει τις ρίζες της στο ΝΑΤΟ, αλλά με επαρκή αυτονομία για να αντέξει πιθανές νέες τάσεις απομόνωσης από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 2024.
Αποκατάσταση εμπιστοσύνης
Για να επιδιωχθεί μια τέτοια φιλόδοξη ατζέντα, είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ καθώς και μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είναι επίσης απαραίτητο να ανοικοδομηθούν οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των ευρωπαίων πολιτών. Μια προσπάθεια αυτού του μεγέθους πρέπει να επιφυλάξει βασικό ρόλο για τη «γενιά Erasmus» που μπορεί να είναι οι πιο αποτελεσματικοί πρεσβευτές της Ευρώπης.
«Η ανοικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης στην ΕΕ απαιτεί επίσης τη συνειδητοποίηση ότι οι νικητές του χθες δεν είναι οι νικητές του σήμερα ή του αύριο. Η εκστρατεία για τις επερχόμενες ευρωεκλογές προσφέρει μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί».