Μόνο μερικές εκατοντάδες Αρμένιοι παραμένουν στην πρωτεύουσα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπως έκανε γνωστό σήμερα ο επικεφαλής της ομάδας της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC), Μάρκο Σούτσι.
«Η πόλη είναι πλέον εντελώς έρημη», είπε χαρακτηριστικά, σε δηλώσεις του στο πρακτορείο Reuters. «Τα νοσοκομεία…δεν λειτουργούν, το ιατρικό προσωπικό έφυγε, οι αρχές των υπηρεσιών νερού έφυγαν, έφυγε και ο διευθυντής του νεκροτομείου. Έτσι, σε αυτό το σενάριο η σκηνή είναι αρκετά σουρεαλιστική», πρόσθεσε.
Την ίδια εικόνα έδωσε και ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ Στεφάν Ντουζαρίκ. Όπως είπε, η ομάδα των Ηνωμένων Εθνών, που είναι η πρώτη του οργανισμού που φτάνει στην περιοχή εδώ και 30 χρόνια, θα «προσδιορίσει τις ανθρωπιστικές ανάγκες» τόσο για τους εναπομείναντες όσο και «τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνηση».
Η αποστολή των Ηνωμένων Εθνών έφτασε στην εν πολλοίς έρημη ορεινή περιοχή την Κυριακή την ώρα όμως που σχεδόν ολόκληρος ο αρμενικός πληθυσμός έχει εγκαταλείψει το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Σε έκθεσή του για την επίσκεψή του, ο ΟΗΕ επιβεβαίωσε τη Δευτέρα τη μαζική έξοδο των Αρμενίων. «Μόλις 50 με 1.000 Αρμένιοι έχουν απομείνει στην περιοχή Καραμπάχ του Αζερμπαϊτζάν μετά την έξοδο των τελευταίων ημερών που οδήγησε σε φυγή πάνω από 100.000», ανέφερε. «Η αποστολή έμεινε έκπληκτη από τον ξαφνικό τρόπο με τον οποίο ο τοπικός πληθυσμός εγκατέλειψε τα σπίτια του και τα δεινά φαίνεται να προκάλεσε αυτή η εμπειρία».
Η περιοχή, η οποία ελεγχόταν από τους Αρμένιους για τρεις δεκαετίες, καταλήφθηκε από το Αζερμπαϊτζάν στις 19 Σεπτεμβρίου σε μια επιχείρηση-εξπρές που έληξε μέσα σε μία μέρα με την συνθηκολόγηση των Αρμενίων αυτονομιστών. Ακολούθησε η ανακοίνωση της διάλυσης της αυτοανακηρυχθείσας Δημοκρατίας του Ναγκόρνο Καραμπάχ από την 1η Ιανουαρίου του 2024.
Πολλές κουβέντες αλλά όχι λύσεις
Οι εξελίξεις σημαίνουν δύο πράγματα, σύμφωνα με άρθρο του Thomas de Waal, του Carnegie Europe, στο Foreign affairs.
Από τη μία, είναι μια υπενθύμιση της αποτυχίας των προσπαθειών της Δύσης για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πλαισίου ασφάλειας και δικαιωμάτων για τον Νότιο Καύκασο.
Τουλάχιστον στα χαρτιά, οι δυτικοί διπλωμάτες έχουν υποστηρίξει εδώ και δεκαετίες μια προσέγγιση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ που βασίζεται στις διεθνείς νομικές αρχές και βασίζεται στην επίλυση των βαλκανικών συγκρούσεων. Θεωρητικά, μια τέτοια διευθέτηση θα περιλάμβανε διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις, δικαστήρια εγκλημάτων πολέμου, πολιτική αυτονομία και την τελική ειρηνική συνύπαρξη Αρμενίων και Αζερμπαϊτζάν του Καραμπάχ.
Πίσω στο 1992, όταν ο πρώτος πόλεμος για την επικράτεια επεκτάθηκε σε μάχες πλήρους κλίμακας, οι υπουργοί Εξωτερικών του νεοσύστατου τότε Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη συναντήθηκαν στο Ελσίνκι και ζήτησαν να πραγματοποιηθεί διάσκεψη στο Μινσκ για την επίλυση της σύγκρουσης. Έπρεπε να συμμετάσχουν όλα τα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των «εκλεγμένων εκπροσώπων του Ναγκόρνο Καραμπάχ και άλλων». Με άλλα λόγια, τόσο οι Αρμένιοι του Καραμπάχ όσο και το Αζερμπαϊτζάν. Αλλά τελικά η διάσκεψη δεν έγινε ποτέ.
Η διαμεσολάβηση της οργάνωσης ασφαλείας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ υποτίθεται ότι βασιζόταν στις αρχές των Συμφωνιών του Ελσίνκι, της συμφωνίας του 1975 μεταξύ της Δύσης και της Σοβιετικής Ένωσης που καθιέρωσε επίσημα την εδαφική ακεραιότητα, την αυτοδιάθεση και τη μη χρήση βίας ως απαραίτητες για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής ειρήνης. Στην πράξη, καμία από αυτές τις αρχές δεν τηρήθηκε. Στην πραγματικότητα, η διεθνής δέσμευση σε αυτή τη σύγκρουση ήταν πάντα ανεπαρκής, επειδή ο Νότιος Καύκασος θεωρούνταν πολύ περιθωριακός, εξηγεί.
Μετά το 1998, οι Αρμένιοι του Καραμπάχ δεν εκπροσωπούνταν πλέον στις συνομιλίες, χάρη σε μεγάλο βαθμό, ειρωνικά, λέει, σε έναν δικό τους: τον νεοεκλεγέντα τότε πρόεδρο της Αρμενίας, Ρόμπερτ Κοτσαριάν, έναν Αρμένιο του Καραμπάχ που υποστήριξε ότι μπορούσε να διαπραγματευτεί εκ μέρους του λαού του. Η διπλωματία περιορίστηκε έτσι σε μυστικές συνομιλίες μεταξύ των ηγετών του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας.
Έχοντας βρεθεί έτσι στο σκοτάδι, χωρίς μια περιεκτική ειρηνευτική διαδικασία ή ισχυρή διεθνή δέσμευση, οι Αρμένιοι του Καραμπάχ άρχισαν να μετατοπίζονται από την απλή διάθεση άσκησης πίεσης για αυτοδιάθεση σε πιο ριζοσπαστικό αλυτρωτισμό, αναφέρει ο de Waal.
Από την πλευρά του, το Αζερμπαϊτζάν έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις και έχτισε το δικό του ρεβανσιστικό σχέδιο για την ανακατάκτηση των εδαφών του. Για πάνω από 30 χρόνια, κανένας ηγέτης του Αζερμπαϊτζάν δεν διαπραγματεύτηκε απευθείας με τους Αρμένιους του Καραμπάχ ούτε υπέβαλε επίσημες προτάσεις για το μέλλον τους εντός του Αζερμπαϊτζάν.
Τελικά, οι δυτικοί μεσολαβητές κατέληξαν σε έξυπνα επεξεργασμένες φόρμουλες ειρήνης, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν τρόπο να τις επιβάλουν.
Ο ρόλος της Ρωσίας
Όλα αυτά έδωσαν στη Ρωσία το πλεονέκτημα και στο τέλος του πολέμου του 2020, αναδείχθηκε η μόνη εξωτερική δύναμη που επενέβη άμεσα και απέκτησε παρουσία στο έδαφος ως ειρηνευτική δύναμη. Ο τρόπος που εξελίχθηκαν όμως σήμερα τα πράγματα αποτελούν μια αμφισβήτηση του ρόλου που διαδραμάτισε η Ρωσία, συνεχίζει ο de Waal.
Αν και ο θύλακας ήταν θεωρητικά υπό την προστασία των ρωσικών ειρηνευτικών δυνάμεων, οι εγγυήσεις της Μόσχας κατέληξαν να μην έχουν καμία σημαρία. Αντίθετα, η Ρωσία μεσολάβησε σε μια συμφωνία με την οποία οι Αρμένιοι συμφώνησαν στον πλήρη αφοπλισμό των «αμυντικών τους δυνάμεων», που αριθμούσαν αρκετές χιλιάδες άνδρες, και να ξεκινήσουν συνομιλίες για την πλήρη «επανένταξή» τους στο Αζερμπαϊτζάν.
Τελικά, η θέση της Μόσχας αποδείχθηκε κρίσιμη, σημειώνει. Η Μόσχα δεν ξεκίνησε τη σύγκρουση Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν το 1988, αλλά για τέταρτη φορά (αν συμπεριλάβουμε και μια σύντομη μάχη το 2016), παρενέβη για να μεσολαβήσει για κατάπαυση του πυρός στην οποία ορίζει ένα τίμημα και προωθεί την ατζέντα της. Αυτή τη φορά, το τίμημα μπορεί να είναι ότι η Ρωσία θα κρατήσει την ειρηνευτική της δύναμη επί του εδάφους και ως εκ τούτου μια βάση στο Αζερμπαϊτζάν και να αφήσει τους δυτικούς μεσολαβητές- την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες- στο περιθώριο.
Άλλωστε το δυνατό χαρτί της Ρωσίας είναι ότι η μόνη συμφωνία-πλαίσιο που εξακολουθεί να ισχύει είναι η τριμερής συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, για την οποία μεσολάβησε η Μόσχα στις 9 Νοεμβρίου 2020, και συνυπογράφηκε από τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίγιεφ, τον πρωθυπουργό της Αρμενίας Νικόλ Πασινιάν και τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Μία από τις διατάξεις της είναι ότι οι συνοριοφύλακες της ρωσικής υπηρεσίας ασφαλείας FSB θα προστατεύουν τον διάδρομο μέσω της Αρμενίας προς το Ναχτσιβάν. Εδώ βρίσκεται το επόμενο διπλωματικό πεδίο μάχης, εκτιμά ο de Waal, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να αφαιρεθεί η «κηδεμονία» από τη Ρωσία και να ανατεθεί υπό από μια ευρύτερη διεθνή ομπρέλα.
Για τον de Waal, ο οποίος θεωρεί ότι το πιο ανησυχητικό είναι ότι η ίδια η Αρμενία θα δυνητικά θα μπορούσε να είναι το επόμενο πεδίο της σύγκρουσης, η τελευταία κρίση επαναφέρει στο προσκήνιο τη δυτική στάση απέναντι στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν.
«Ο Πασινιάν έχει κάνει προτροπές προς τη Δύση, εκφράζοντας ανοιχτά την απογοήτευσή του για τη Μόσχα και ανακοινώνοντας την πρόθεση της Αρμενίας να επικυρώσει το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, μια κίνηση που τεχνικά σημαίνει ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να συλληφθεί εάν πατήσει το πόδι του στο αρμενικό έδαφος. Φέτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέπτυξε μια αποστολή παρακολούθησης στην Αρμενία κοντά στα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν, την πρώτη του είδους σε μια χώρα που αποτελεί σύμμαχο της Ρωσίας. Αντίθετα, η έλξη του Αζερμπαϊτζάν στη Δύση είναι πολύ πιο συναλλακτική, με επίκεντρο τους διαδρόμους μεταφορών και μια συμφωνία για την παροχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρήσιμων αλλά όχι τεράστιων επιπλέον ποσοτήτων φυσικού αερίου ως εναλλακτική λύση στις εισαγωγές από τη Ρωσία», αναφέρει καταλήγοντας πως μακροπρόθεσμα, μια δημοκρατική Αρμενία μοιάζει το πιο σημαντικό στοίχημα για τα δυτικά συμφέροντα.