Πριν από περίπου ένα χρόνο η είδηση ότι ένα μεταφασιστικό κόμμα θα κέρδιζε τις εκλογές στην Ιταλία προκαλούσε μεγάλη εντύπωση. Οι δημοσκοπήσεις έπεσαν μέσα και όλοι είδαμε την Τζόρτζια Μελόνι να γίνεται η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας και το κόμμα της Αδέλφια της Ιταλίας (Brothers of Italy) να ηγείται του κυβερνητικού συνασπισμού.
Η ανάληψη της εξουσίας από την Μελόνι θεωρήθηκε ότι σε μεγάλο βαθμό ενισχύθηκε από τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική σκηνή της χώρας τα προηγούμενα χρόνια προσπάθησε να απενοχοποιήσει φασιστικές τάσεις και προσωπικότητες. Βασικοί υπαίτιοι θεωρήθηκαν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο Ματέο Σαλβίνι.
Ένα σχεδόν χρόνο μετά, η Μελόνι και το κόμμα της εξακολουθούν να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στο πώς λέγεται η εμπειρία του φασισμού, και παράλληλα να δημιουργούν το εξής ερώτημα: ποιος και τι επιβιώνει στην συλλογική μνήμη της Ιταλίας.
Γράφοντας στην Corriere della Sera,η Μελόνι αμφισβήτησε τον τρόπο με τον οποίο η Ιταλία γιορτάζει την 25η Απριλίου, την ημέρα που η χώρα μνημονεύει την απελευθέρωσή της και τιμά τη νίκη της ιταλικής αντίστασης. Υπονόησε ότι όσοι έχουν δεξιές πολιτικές απόψεις ουσιαστικά αποκλείονται από τον εορτασμό και υποστήριξε ότι «η κατηγορία του φασισμού» χρησιμοποιείται ως «όπλο μαζικού αποκλεισμού» έτσι ώστε ορισμένες ομάδες ή άτομα να μην περιλαμβάνονται στη «λίστα» εκείνων που επιτρέπεται να γιορτάσουν την επέτειο.
Το συμπέρασμα ήταν ότι τα άτομα που συνδέονται με τον φασισμό θα έπρεπε επίσης να αναγνωρίζονται για τη συνεισφορά τους στη δημοκρατία. Αναφερόμενη στο Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα, που ιδρύθηκε το 1946 από ανθρώπους που ήθελαν να αναβιώσουν τον φασισμό και να πολεμήσουν τον κομμουνισμό, η Μελόνι έγραψε: «αυτοί που αποκλείστηκαν από τη συνταγματική διαδικασία για προφανείς ιστορικούς λόγους ανέλαβαν να οδηγήσουν εκατομμύρια Ιταλούς στη νέα κοινοβουλευτική δημοκρατία, διαμορφώνοντας τη δημοκρατική δεξιά».
Η επιστολή της Μελόνι, που δημοσιεύτηκε μια μέρα που είχε σκοπό να μνημονεύσει την ελευθερία από τον φασισμό, διακρίθηκε για την αποτυχία της να μην αναφέρει ούτε μία φορά το αντιφασιστικό κίνημα, σχολιάζει η Έιμι Κινγκ, λέκτορας Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, σημειώνοντας ότι από την ίδρυσή του το κόμμα της Μελόνι έχει θέσει ως προτεραιότητα τη μνήμη της ιταλικής ακροδεξιάς. Τα Αδέλφια της Ιταλίας έτσι έχουν δομήσει μια κουλτούρα εθνικής μνήμης που τιμά ακόμη και πρώην φασίστες, ανατρέποντας το δίπολο φασισμός-αντιφασισμός πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η ιταλική δημοκρατία.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν ζητήσει να ονομαστεί ένας δρόμος προς τιμήν του Τζόρτζιο Αλμιράντε, ιδρυτή και ηγέτη του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος που ήταν υπουργός στην Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία –τη δεύτερη ενσάρκωση του φασιστικού κράτους μεταξύ 1943 και 1945– και συντάκτης του περιοδικού The Defense of the Race, το οποίο προωθούσε τον βιολογικό ρατσισμό.
Πιο πρόσφατα, ο συνιδρυτής του κόμματος, Ινιάτσιο Λα Ρούσα, πρόεδρος της ιταλικής Γερουσίας, υποστήριξε ότι οι αντάρτες που συμμετείχαν στην επίθεση της Via Rasella το 1944 – μια επίθεση της ιταλικής αντίστασης στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ρώμη – είχαν σκοτώσει έναν συγκρότημα μουσικών.
Τα πραγματικά θύματα όμως ήταν οι Ναζί, σχολιάζει η Κινγκ εξηγώντας πως με αυτές τις ιστορικές ανακρίβειες, διαστρεβλώνοντας και μπερδεύοντας το παρελθόν, καταφέρνουν να κλονίσουν τα θεμέλια της αντιφασιστικής δημοκρατίας.
Πώς ξεκίνησε ο έλεγχος της μνήμης
Οι φασίστες, εξηγεί η Κινγκ, αναγνώρισαν από νωρίς τη σημασία του να αποκτήσουν τον έλεγχο της μνήμης. Έτσι ήδη από το 1924 ο Μπενίτο Μουσολίνι εισήγαγε μια σειρά περιορισμών που είχαν σχεδιαστεί για να «σκεπάσουν» τη μνήμη των θυμάτων. Η κίνησή του ήρθε ως απάντηση στο γεγονός ότι αντιφασίστες είχαν αφήσει κόκκινα γαρίφαλα στη μνήμη του σοσιαλιστή ηγέτη Τζάκομο Ματτεόττι στο σημείο στη Ρώμη όπου απήχθη την ίδια χρονιά. Ήταν ένθερμος αντίπαλος του Μουσολίνι και δολοφονήθηκε από τον κύκλο του Μουσολίνι. Η σορός του βρέθηκε στις 16 Αυγούστου 1924 λίγο έξω από την πόλη.
Στις έξι εβδομάδες που μεσολάβησαν μεταξύ της εξαφάνισής του και της ανάκτησης της σορού του, δημιουργήθηκαν πολλά αυτοσχέδια μνημεία, με κόκκινα στεφάνια και γαρίφαλα, που αποτέλεσαν τα σύμβολα της αναδυόμενης αντιφασιστικής κουλτούρας της μνήμης.
Ο Μουσολίνι κατανόησε την «απειλή» και αντέδρασε απαγορεύοντας τα λουλούδια, τις κορδέλες και φυσικά τις συγκεντρώσεις σε απόσταση δέκα μέτρων από το σημείο από όπου είχα απαχθεί. Προσπάθησε μάλιστα να αναγκάσει την οικογένεια του Ματτεόττι να αλλάξει όνομα.
Αν και τον Ιανουάριο του 1925, αποδέχτηκε την «πολιτική, ηθική και ιστορική ευθύνη» για τη δολοφονία του, στη συνέχεια εισήγαγε μια σειρά νόμων που απαγόρευαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, περιόριζαν τις ελευθερίες του Τύπου, οικοδομούσαν μια μυστική αστυνομική δύναμη και καθιστούσαν τον αρχηγό της κυβέρνησης υπόλογο μόνο στον Βασιλιά.
«Ήταν η παγίωση μιας δικτατορίας», λέει χαρακτηριστικά η Κινγκ, σημειώνοντας ότι παρόλο που πλέον η διατήρηση της μνήμης έγινε ιδιωτική υπόθεση στην Ιταλία, ο εορτασμός της μνήμης του Ματτεόττι στο εξωτερικό ήταν δημόσιος, επίμονος και δημοφιλής.
Κι όπως «πνίγηκε» η μνήμη του Ματτεόττι από τον δημόσιο λόγο, έτσι επέστρεψε όταν ο Μουσολίνι παραιτήθηκε τον Ιούλιο του 1943. Καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις και οι Ιταλοί παρτιζάνοι προσπαθούσαν να απελευθερώσουν τη χώρα, άρχισαν να μετονομάζονται οι δρόμοι που έφεραν ονόματα φασιστών, παίρνοντας το όνομα του Ματτεόττι, γεγονός που έγινε ένας δείκτης της προόδου της απελευθέρωσης της Ιταλίας. Σήμερα, πάνω από 3.200 δρόμοι φέρουν το όνομά του στην Ιταλία.
«Με τα Αδέλφια της Ιταλίας στην εξουσία, τα ονόματα των ακροδεξιών προσωπικοτήτων θα μπορούσαν να επιστρέψουν στον δημόσιο χώρο»,εκτιμά η Κινγκ δίνοντας το εξής παράδειγμα: Νωρίτερα φέτος, το κεντροδεξιό δημοτικό συμβούλιο στο Γκροσέτο παρουσίασε τα σχέδιά του για μια νέα συνοικία της πόλης. Ο κεντρικός δρόμος του – National Pacification Street – θα διασταυρωθεί με έναν δρόμο αφιερωμένο στον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στα αριστερά, προς τιμή του μακροχρόνιου ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ένας άλλος προς τιμήν του Τζόρτζιο Αλμιράντε στα δεξιά.
«Πρόκειται για μια επικίνδυνη προσπάθεια να υπονομευτούν οι αξίες πάνω στις οποίες ιδρύθηκε η δημοκρατία, αναδιατυπώνοντας τον τρόπο με τον οποίο η Ιταλία θυμάται το παρελθόν της», καταλήγει.
Με πληροφορίες από The Conversation