Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, η Γερμανική κυβέρνηση παρουσίασε για πρώτη φορά μια στρατηγική για την Κίνα, καθιστώντας σαφές ότι επιδιώκει τη συνεργασία, αλλά θέλει να μειώσει τις εξαρτήσεις σε κρίσιμους τομείς.
Το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε τη στρατηγική 61 σελίδων για την Κίνα, η οποία προορίζεται να χρησιμεύσει ως κατευθυντήρια γραμμή για τις μελλοντικές συναλλαγές με το Πεκίνο. Στο κείμενο τονίζεται τόσο τη βούληση για συνεργασία όσο και τις αυξανόμενες διαφορές με την κομμουνιστική ηγεσία στο Πεκίνο. Αντίστοιχα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θέλει να μειώσει τις οικονομικές εξαρτήσεις από την Κίνα, αλλά δεν επιδιώκει μια ριζική αλλαγή πορείας.
«Η Κίνα έχει αλλάξει και οι πολιτικές αποφάσεις του Πεκίνου καθιστούν απαραίτητο να αλλάξουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη χώρα αυτή», αναφέρεται στην εισαγωγή του κειμένου «Η οικονομική συνεργασία με την Κίνα πρέπει να διατηρηθεί. Ωστόσο, θέλουμε να μειώσουμε τις εξαρτήσεις σε κρίσιμους τομείς προκειμένου να περιορίσουμε τους κινδύνους».
Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, σε ανάρτησή του στο Twitter τονίζει χαρακτηριστικά: «Συνεχίζουμε να εργαζόμαστε με την Κίνα στην οικονομία ή για την προστασία του κλίματος. Αλλά ταυτόχρονα, βλέπουμε και τα κρίσιμα ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και ο θεμιτός ανταγωνισμός».
Ο Γερμανός καγκελάριος προσθέτει ότι στόχος δεν είναι η αποσύνδεση από την Κίνα. «Αλλά θέλουμε να αποφύγουμε κρίσιμες εξαρτήσεις στο μέλλον. Για εμάς, η Κίνα είναι και θα παραμείνει εταίρος, ανταγωνιστής και συστημικός αντίπαλος».
Η υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπέρμποκ έγραψε επίσης στο Twitter: «Με τη στρατηγική για την Κίνα, δίνουμε στον εαυτό μας μια πυξίδα για τις σχέσεις μας. Θέλουμε τη συνεργασία με την Κίνα. Επειδή χρειαζόμαστε την Κίνα, αλλά η Κίνα χρειάζεται και εμάς και την Ευρώπη. Δεν θέλουμε να αποσυνδεθούμε από την Κίνα, αλλά να ελαχιστοποιήσουμε τους κινδύνους μας.
Έκκληση στις γερμανικές εταιρείες
Στο έγγραφο, καλούνται οι γερμανικές εταιρείες να μειώσουν τους κινδύνους τους στις κινεζικές επιχειρήσεις. «Όσο περισσότερο η Κίνα απομακρύνεται από τους κανόνες της διεθνούς τάξης, τόσο πιο κρίσιμες θα είναι οι εξαρτήσεις μεμονωμένων βιομηχανιών ή εταιρειών στην κινεζική αγορά, γεγονός που θα μπορούσε να αποδειχθεί πρόβλημα», τονίζεται. Για τις εταιρείες, «είναι προς το οικονομικό και επιχειρηματικό συμφέρον να αποφεύγουν τους υπερβολικούς κινδύνους και να δημιουργούν κίνητρα για την ταχεία μείωσή τους», σημειώνει η γερμανική κυβέρνηση. Υπάρχουν επίσης κρίσιμες εξαρτήσεις σε άλλους σημαντικούς τομείς, όπως οι σπάνιες γαίες και πρώτες ύλες που χρειάζονται για την ενεργειακή μετάβαση. «Η συγκέντρωση σε λίγες ή μόνο μία χώρα προέλευσης για πρωτογενή, ενδιάμεσα και τελικά προϊόντα ,μπορεί να οδηγήσει σε εξαρτήσεις σε κρίσιμους τομείς. Αυτό έχει επίσης αποδειχθεί στο παράδειγμα της Ρωσίας.»
Το έγγραφο κατονομάζει ρητά τις διαφορές στην αντιμετώπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών. «Η γερμανική κυβέρνηση ανησυχεί για τις προσπάθειες της Κίνας να επηρεάσει τη διεθνή τάξη προς το συμφέρον του μονοκομματικού της συστήματος και να αλλάξει τα θεμέλια της παγκόσμιας τάξης που βασίζεται σε κανόνες, όπως η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αναφέρει. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επισημαίνει τέλος, ότι η απόφαση της Κίνας να επεκτείνει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, έχει άμεση σημασία για την πολιτική ασφάλειας για τη Γερμανία.
Οι σχέσεις με την Ταϊβάν
Οι σχέσεις του Βερολίνου με την Ταϊβάν πρόκειται να επεκταθούν, αλλά η λεγόμενη πολιτική της μίας Κίνας δεν πρόκειται να αλλάξει. «Η πολιτική της μίας Κίνας παραμένει η βάση των ενεργειών μας. Διπλωματικές σχέσεις υπάρχουν μόνο με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας», αναφέρει το κείμενο.
Ωστόσο, η Γερμανία διατηρεί στενές σχέσεις με την Ταϊβάν σε πολλούς τομείς και επίσης επιθυμεί να τις επεκτείνει, ενώ υποστηρίζει επίσης «τη σχετική συμμετοχή» της δημοκρατικής Ταϊβάν σε διεθνείς οργανισμούς. «Το status quo στα στενά της Ταϊβάν μπορεί να αλλάξει μόνο ειρηνικά και με αμοιβαία συναίνεση. Μια στρατιωτική κλιμάκωση θα επηρεάσει επίσης τα γερμανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα», προειδοποιεί η γερμανική κυβέρνηση».