«Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσει εντός του έτους». Ευρωπαίοι διπλωμάτες, που διατηρούν πολύ καλές σχέσεις με την Ουάσιγκτον, το λένε με αρκετή δόση σιγουριάς.
«Το γκονγκ για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία θα ακουστεί τον επόμενο χειμώνα, αφού ολοκληρωθούν οι προκριματικές εκλογές στα δύο στρατόπεδα στις Ηνωμένες Πολιτείες, εν όψει της αναμέτρησης για τον Λευκό Οίκο, τον Νοέμβριο του 2024», εξηγούν στη «Ν» οι ίδιες πηγές. Ο Τζο Μπάιντεν στις αρχές του 2024 θέλει να επικεντρωθεί στις προεδρικές εκλογές χωρίς οι απόηχοι του πολέμου στην Ουκρανία να μπορούν να καθορίσουν υπερβολικά την ψήφο των πολιτών.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν άλλωστε επί του παρόντος τον Ντόναλντ Τραμπ να προηγείται, έχοντας μάλιστα ταχθεί εναντίον αυτού του πολέμου. «Το κλίμα αυτό θα διαφανεί και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11 και 12 Ιουλίου, στο Βίλνιους της Λιθουανίας, όπου στην πράξη θα σφραγιστεί η τύχη αυτού του πολέμου που συνεχίζεται για περισσότερους από 16 μήνες», προσθέτουν. Φυσικά, στη Σύνοδο Κορυφής στο Βίλνιους θα ακουστούν ηχηρά λόγια, ότι η Ουκρανία είναι «ήδη μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας» ή ακόμη ότι ήδη «ανήκει πνευματικά στο ΝΑΤΟ».
Ακόμα κι αν τα γεράκια εντός του ΝΑΤΟ -πρώτα η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής και μετά η Βρετανία- θα ήθελαν έναν ολοκληρωτικό πόλεμο μέχρι την πτώση του Βλαντιμίρ Πούτιν, στο τέλος η αμερικανική γραμμή θα πρέπει να περάσει στο Βίλνιους, η οποία έχει διαρρεύσει επίσης τις τελευταίες ώρες, όχι για πρώτη φορά, από την «Washington Post».
Μόνο εγγυήσεις ασφαλείας
«Στο Βίλνιους, τα μέλη του ΝΑΤΟ είναι απίθανο να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να συζητήσουν πιθανές εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία. Τα μέλη της Συμμαχίας εξακολουθούν να θέλουν να πολεμήσουν με τη Ρωσία μέσω αντιπροσώπου και όχι απευθείας», τονίζουν στη «Ν» ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές.
Αν και επί μήνες ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι επαναλαμβάνει ότι για το Κίεβο ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσει μόνο όταν όλα τα εδάφη που έχει καταλάβει η Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, θα έχουν ανακαταληφθεί, θα πρέπει σύντομα να αναθεωρήσει τους στόχους του. Άλλωστε, η πολύκροτη αντεπίθεση δεν πάει καλά και το Κίεβο αναγκάστηκε πρόσφατα να παραδεχτεί τις δυσκολίες. Κάτι που σημαίνει ότι η Ουκρανία θα έχει ακόμη λίγους μήνες για να ανακτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη.
Ο Αμερικανός πρόεδρος φρόντισε επίσης να ξεκαθαρίσει πως δεν θα υπάρξει καμία προνομιακή μεταχείριση για την Ουκρανία κατά τη διαδικασία ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Ερωτηθείς από δημοσιογράφους εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επρόκειτο να κάνουν πιο «εύκολη» την ένταξη του Κιέβου στην Ατλαντική Συμμαχία, ο Μπάιντεν είπε «όχι», διαβεβαιώνοντας ότι η Ουκρανία θα πρέπει «να τηρεί όλα τα κριτήρια». Αλλά και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, διευκρίνισε ότι η Ουκρανία δεν θα προσκληθεί να ενταχθεί στη Συμμαχία σε αυτή τη Σύνοδο Κορυφής, παρ’ όλο που τόνισε ότι η Ουκρανία θα γίνει «μέλος του ΝΑΤΟ».
Μεγάλη πίεση ασκείται στον Μπάιντεν
Οι περισσότεροι Αμερικανοί πολίτες επικρίνουν τη μακροπρόθεσμη στήριξη στην Ουκρανία. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν την «αταλάντευτη υποστήριξή τους για την κυριαρχία της Ουκρανίας». Αυτή η υποστήριξη έχει υλοποιηθεί με πάνω από 75 δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια μέχρι σήμερα, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν δεσμευτεί να βοηθήσουν την Ουκρανία μέχρι να σταματήσουν οι μάχες. Η στρατηγική του Μπάιντεν ωστόσο συναντά όλο και μεγαλύτερη κριτική και στο Κογκρέσο. Τα ερωτήματα πολλά: Πόσο καιρό θα διαρκέσει η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ; Ο πρόεδρος Μπάιντεν όταν επισκέφθηκε ένα εργοστάσιο της Lockheed Martin στην Τρόι της Αλαμπάμα, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «κατασκεύασαν τα όπλα που βοήθησαν στην υπεράσπιση της ελευθερίας και της κυριαρχίας στην Ευρώπη πριν από χρόνια και το κάνουν ξανά σήμερα». Αλλά αυτή η ρητορική δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα.
Όπως αποκαλύπτει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs, «οι ελλείψεις στην παραγωγή και οι διακοπές στις αλυσίδες εφοδιασμού έχουν εμποδίσει την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να παραδίδουν όπλα στην Ουκρανία και να ενισχύσουν τις αμυντικές ικανότητες της χώρας ευρύτερα. Η ιδιωτικοποίηση των αμυντικών βιομηχανιών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μαζί με τις μειωμένες ομοσπονδιακές επενδύσεις περιπλέκουν την αμερικανική βοήθεια προς την Ουκρανία σήμερα».
Όχι όπως το Περλ Χάρμπορ
Το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs σημειώνει ότι μετά από «μια 70χρονη ιστορία ενοποιήσεων, ιδιωτικοποιήσεων, εξωτερικής ανάθεσης, περικοπών θέσεων εργασίας, ομοσπονδιακής αδράνειας και αναζήτησης μεγαλύτερων κερδών έχει δημιουργήσει μια τέλεια καταιγίδα που τώρα περιορίζει τη βοήθεια ασφαλείας για την Ουκρανία και πιθανώς και για μελλοντικές συγκρούσεις».
Η «Wall Street Journal» αποκαλύπτει μάλιστα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν το απαραίτητο εργατικό δυναμικό για να παράγουν τον αριθμό των πυραύλων Javelin που ζήτησε η Ουκρανία. Η μεγάλη ανησυχία μεταξύ των αναλυτών είναι επίσης πώς θα αναπληρωθούν τα αποθέματα όπλων για να διασφαλιστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εξαντλήσουν το συνολικό τους οπλοστάσιο. Ένα βασικό στοιχείο από αυτή τη στιγμή είναι ότι απαιτείται μεγαλύτερη ομοσπονδιακή παρέμβαση στην αμυντική βιομηχανία, εάν η βιομηχανία θέλει να παράγει κατά τα άλλα «ασύμφορα» όπλα.
«Όταν οι Ιάπωνες βομβάρδισαν το Περλ Χάρμπορ, το 1941, ο ομοσπονδιακός έλεγχος στην αμυντική παραγωγή και η ταχεία απάντηση της κυβέρνησης Ρούσβελτ στην επίθεση υποχρέωσε εταιρείες όπως η Ford και η General Motors να κατασκευάζουν βομβαρδιστικά, αντί αυτοκινήτων». Σήμερα, όμως, οι μεγάλοι εργολάβοι στον τομέα της άμυνας αγωνίζονται να βρουν ειδικούς και εργαζομένους σε έναν κλάδο που συχνά απαιτεί επαγγελματική κατάρτιση. Η εκπαίδευση μελλοντικών εργαζομένων στον τομέα της άμυνας απαιτεί χρόνο. Και η Ουκρανία δεν μπορεί να χάσει ούτε δευτερόλεπτο αυτήν τη στιγμή.