Στην προεκλογική εκστρατεία στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούσαν πάντα, κάποια πιασάρικα συνθήματα: Ο Μπαράκ Ομπάμα για παράδειγμα είχε μεγάλη με το σύνθημα: «Yes we can» (Ναι, μπορούμε).
Ο Ντόναλντ Τραμπ με το «Make America great again» (Να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη).
Τώρα η επικοινωνιακή ομάδα του Τζο Μπάιντεν έβγαλε ένα νέο όρο για να ενισχύσει την εκστρατεία επανεκλογής του, στον Λευκό Οίκο:«Bidenomics». Στις αρχές Ιουνίου, η «Wall Street Journal» χρησιμοποίησε τη φράση αυτή στον τίτλο της. Άλλα μέσα ακολούθησαν το παράδειγμά της. Ο Αμερικανός πρόεδρος μιλώντας σε συνδικαλιστές στο Σικάγο εξήγησε τι εννοεί με αυτόν τον όρο: «Επενδύουμε στους ανθρώπους μας, ενισχύουμε τη μεσαία τάξη και θέλουμε μια οικονομική ανάπτυξη που να ωφελεί όλους τους Αμερικανούς».
Η οικονομική υπηρεσία του Λευκού Οίκου, με ένα πολυσέλιδο κείμενο που μοιράστηκε στα ΜΜΕ, εξηγεί μάλιστα αριθμούς και γραφήματα γιατί ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είναι ο καλύτερος πρόεδρος στο θέμα της οικονομίας.«Τα Bidenomics σημαίνει κοινωνική οικονομία της αγοράς. Υποστήριξη των χαμηλόμισθων και της μεσαίας τάξης, δημόσιες επενδύσεις για το μέλλον, σε υποδομές και την εκπαίδευση, ενίσχυση του ανταγωνισμού και φορολόγηση των υπερπλούσιων, που πληρώνουν πολύ λίγο φόρο», αναφέρεται στο κείμενο του Λευκού Οίκου. «Αυτή η ιδέα είναι μια θεμελιώδης ρήξη με μια οικονομική θεωρία που δεν έχει λειτουργήσει για τη μεσαία τάξη της Αμερικής εδώ και δεκαετίες», είπε ο Μπάιντεν στην ομιλία του στο Σικάγο. Διαφωνώντας κάθετα και οριζόντια με τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση που μεταφέρει θέσεις εργασίας στο εξωτερικό, για την απόσπαση μέγιστου κέρδους
«Bidenomics» εναντίον «Reaganomics»
Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν διστάζει να εναντιώνεται στη θεωρία «trickle-down», που υποστηρίζει ότι ο παραγόμενος πλούτος κατεβαίνει από τα ανώτερα εισοδήματα στα χαμηλότερα εισοδήματα και επομένως πρέπει να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη μέσω των φορολογικών περικοπών των υπερπλούσιων.
Τα «Bidenomics» είναι άλλωστε μια ρητορική εναλλακτική στα λεγόμενα «Reaganomics» –την οικονομική πολιτική του νέο-φιλελεύθερου πρώην προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος σφράγισε με τη θεωρία trickle-down την οικονομική του πολιτική, στη δεκαετία του 1980: Χαμηλοί φόροι για τις εταιρείες και τον πλούτο και πλήρης ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Εκείνη την εποχή, ο Ρεπουμπλικανός Ρόναλντ Ρίγκαν είχε ακούσει τον οικονομολόγο Άρθουρ Λάφερ, ο οποίος φέρεται ότι κάποτε έγραψε την βασική ιδέα του σε μια χαρτοπετσέτα – με τη μορφή καμπύλης, την «καμπύλη Laffer». Με απλά λόγια, η θεωρία είναι ότι όποιος μειώνει μαζικά τους φόρους και δίνει ελευθερία στους επιχειρηματίες, δημιουργεί τόσο μεγάλη ανάπτυξη που το θετικό αποτέλεσμα μεταβιβάζεται επίσης στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια και τα κρατικά ταμεία γεμίζουν τελικά και πάλι μόνα τους. «Αυτή η ιδέα είναι μια θεμελιώδης ρήξη με μια οικονομική θεωρία που δεν έχει λειτουργήσει για τη μεσαία τάξη της Αμερικής εδώ και δεκαετίες», είπε o Μπάιντεν στην ομιλία του στο Σικάγο.
Εμφατικά αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα της πολιτικής Μπάιντεν είναι εμφατικά μέχρι τώρα. «Όταν ανέλαβα τα καθήκοντά μου, η πανδημία ήταν στην κορύφωσή της, η οικονομία σε αναταραχή. Από τότε έχουμε δημιουργήσει 13,4 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Περισσότερες νέες θέσεις εργασίας σε δύο χρόνια από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο πριν από τέσσερα χρόνια».
Αναμφίβολα, η Αμερική διανύει τη μεγαλύτερη περίοδο με ποσοστό ανεργίας κάτω από 4%, εδώ και πάνω από 50 χρόνια. Δίνει τη μεγαλύτερη υποστήριξη για τα συνδικάτα στο χώρα για 60 χρόνια. Πάνω από 10 εκατομμύρια μικρές επιχειρήσεις έχουν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. Κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ άλλοτε.
Περίπου το 40% των Αμερικανών βεβαιώνει ότι ο Μπάιντεν έχει καλή δουλειά, συνολικά. Το τεράστιο πακέτο για την ενίσχυση των υποδομών, ο ιστορικός νόμος για την προσέλκυση πράσινων επενδύσεων, με την υποστήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ηλεκτροκίνησης κατά της κλιματικής αλλαγής. Οι επενδύσεις σε εργοστάσια έχουν αυξηθεί κατά 80% από τότε που εγκρίθηκε ο νόμος. Πιο πρόσφατα, εγκρίθηκε επίσης η χρηματοδότηση ευρυζωνικού δικτύου για αγροτικές περιοχές. Ο Μπάιντεν «ψαρεύει» άλλωστε την τυπική πελατεία των Ρεπουμπλικανών σε αγροτικές περιοχές, όπως στις Μεσοδυτικές πολιτείες. «Bidenomics είναι να μπορείς να μεγαλώσεις παιδιά με καλό μισθό. Δεν θα αποκαταστήσουμε αμέσως το αμερικανικό όνειρο, αλλά θα μειώσουμε τη διαίρεση της χώρας».
Μεγάλο ρίσκο
Αν και διέρχεται την ένατη δεκαετία της ζωής του, ο Μπάιντεν θέλει να επανεκλεγεί το 2024, ακόμη και ως ο γηραιότερος πρόεδρος των ΗΠΑ. Παίρνει μάλιστα μεγάλο ρίσκο, συνδέοντας την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας με το όνομά του. Δεν είναι πιθανό, αλλά αν η αμερικανική οικονομία πέσει σε βαθιά ύφεση για οποιονδήποτε λόγο, οι Ρεπουμπλικάνοι θα είχαν έναν τεράστιο στόχο να επιτεθούν εναντίον του Μπάιντεν. Στις δημοσκοπήσεις, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο πιθανός αντίπαλος του Μπάιντεν στις εκλογές, αξιολογείται από τους Αμερικανούς ότι έχει σημαντικά μεγαλύτερη οικονομική ικανότητα από τον σημερινό πρόεδρο. «Πρέπει να μετράμε κάθε δεκάρα, όλα έχουν γίνει πιο ακριβά», διαμαρτύρεται μια μητέρα δύο παιδιών από την Πενσυλβάνια.
Υπάρχουν όμως πολλές φωνές υπέρ του Μπάιντεν, ακόμη και μεταξύ των νεαρών ψηφοφόρων: «Είναι ο καλύτερος πρόεδρος που έχω δει», λέει ένας 19χρονος από τη Φλόριντα. «Παλεύει για τη γενιά μου». Αναφέρει την προστασία του κλίματος ως τον κύριο λόγο για να ψηφίσει Μπάιντεν. «Bidenomics» σημαίνει να συνδυάζεις τα πράγματα στο σύνολό τους», λέει ο κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος του Μπάιντεν, Τζάρεντ Μπερνστάιν. «Σημαίνει τη διαμόρφωση της οικονομίας από τα κάτω προς τα πάνω, με τρόπο που να έχει απήχηση σε όλους τους ανθρώπους».