Ηχηρά και αρκούντως ανησυχητικά μηνύματα έστειλαν οι ψηφοφόροι την περασμένη Κυριακή τόσο στον Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία: Στη χώρα μας, επανεμφανίζεται στη Βουλή ένα ακροδεξιό μόρφωμα –επίγονο της νέο-ναζιστικής Χρυσής Αυγής, οι «Σπαρτιάτες», ενώ στη Γερμανία το ακραίο, ρατσιστικό AfD εξέλεξε για πρώτη φορά περιφερειάρχη στην περιοχή Ζόνεμπεργκ. Πρόκειται για τον 50χρονο Ρόμπερτ Στούλμαν, που με 52,8%, επικράτησε στον β′ γύρο του Χριστιανοδημοκράτη αντιπάλου του, του Γιούργκεν Κέπερ τον οποίο στήριξαν μάλιστα όλα τα δημοκρατικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς.
Ο Στούλμαν λέει πώς η Γερμανία πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ, να άρει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, να επιταχύνει την απέλαση των «εγκληματιών» προσφύγων, να «ασφαλίσει τα σύνορα» και να τερματίσει την «αριστερο-πράσινη, βρώμικη απαγορευτική πολιτική».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Θουριγγία, η Alternative fur Deutschland (Εναλλακτική για τη Γερμανία) χαρακτηρίζεται και παρακολουθείται ως ακροδεξιό εξτρεμιστικό κόμμα από το Ομοσπονδιακό Γραφείο Προστασίας του Συντάγματος.
Η νίκη της ακροδεξιάς στη Θουριγγία δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Το AfD έχει ούριο άνεμο στα πανιά του σε όλη τη Γερμανία: στις τελευταίες δημοσκοπήσεις έρχεται στη δεύτερη θέση με 19%, πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες(29%) και μπροστά από τους Σοσιαλιδημοκράτες (18%).
Τους τελευταίους 12 μήνες μάλιστα, το AfD μπήκε συχνά στον δεύτερο γύρο στην ανατολική Γερμανία, τόσο σε περιφερειακές όσο και στις δημοτικές εκλογές. Μέχρι τώρα όμως, δεν είχε καταφέρει ποτέ να κερδίσει. Κάτι που οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι τα δημοκρατικά κόμματα συσπειρώνονταν σχεδόν πάντα γύρω από έναν κοινό υποψήφιο .
Ανοδος ακροδεξιάς
Στην Ιταλία, η μετα-φασίστρια Τζόρτζια Μελόνι εξελέγη πρωθυπουργός καθώς το κόμμα της αναδείχθηκε πρώτη δύναμη πέρυσι στις εκλογές. Η ακροδεξιά είναι επίσης στην εξουσία ή συνδέεται με την εξουσία, στη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Λετονία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και πιθανότατα θα είναι αύριο και στην Ισπανία, μετά τις εκλογές της 23ης Ιουλίου . Το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα αναμένεται να συνεργαστεί με το ακροδεξιό Vox για τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης, καθώς προηγείται στις δημοσκοπήσεις, αλλά δεν εξασφαλίζει απόλυτη πλειοψηφία. Τα δύο κόμματα συγκυβερνούν ήδη μαζί περιφερειακό επίπεδο, για παράδειγμα στην Καστίλλη και Λεόν και στην Βαλένθια.
Στη Γαλλία επίσης, η νέο-φιλελεύθερη πολιτική του Εμμανουέλ Μακρόν και η αδυναμία της αριστεράς να προσφέρει μια αξιόπιστη εναλλακτική, ενισχύουν καθημερινά την Μαρίν λε Πεν, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Ο Μακρόν δεν έχει πλέον πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και βρίσκεται στο έλεος των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι έχουν πλησιάσει πολύ τους ακροδεξιούς. «Πολλοί ψηφοφόροι είναι αρκετά απογοητευμένοι με τα συμβατικά πολιτικά κόμματα. Και σε περιόδους κρίσης, ορισμένα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα προτείνουν αρκετά απλές λύσεις σε πολύ περίπλοκα προβλήματα», λέει η Κάθριν Θόρλεϊφσον, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Όσλο.
Την ίδια ώρα, η σοσιαλδημοκρατία υποχωρεί ενώ έχουν σπάσει τα αναχώματα μεταξύ της παραδοσιακής δεξιάς και της ακροδεξιάς. Η κλασική δεξιά προτιμά πλέον να κυβερνά με την ακροδεξιά παρά με την κεντροαριστερά, όταν αναγκάζεται να επιλέξει.
Το ίδιο μοτίβο θα μπορούσε να επαναληφθεί και στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2024. Η σημερινή πλειοψηφία που υποστηρίζει την Κομισιόν, αποτελείται από το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τους Σοσιαλιστές και τους Φιλελεύθερους, αλλά κινδυνεύει να βγει αποδυναμωμένη από τις κάλπες. Και η επόμενη Επιτροπή θα μπορούσε να μετακινηθεί εντελώς προς τα δεξιά. Κάτι, που όπως λέει ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα τις Βρυξέλλες, «θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα, σε μια εποχή που χρειάζεται περισσότερη ευρωπαϊκή απάντηση στις πολλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, από τον πόλεμο στην Ουκρανία ως την οικολογική και ψηφιακή μετάβαση».
Αναρχη παγκοσμιοποίηση
Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ζημιάς που προκλήθηκε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες μετά από 40 χρόνια άναρχης παγκοσμιοποίησης και ευρωπαϊκών πολιτικών που βασικά καθοδηγούνται από μια αφελή λατρεία του ανταγωνισμού και του ελεύθερου εμπορίου. Η ακροδεξιά φυσικά, δεν βοηθά στη διόρθωση των προβλημάτων του νεοφιλελευθερισμού, καθώς, αντίθετα, επιβραδύνει την ουσιαστική πρόοδο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα, την οικολογική μετάβαση και τον κοινό προϋπολογισμό.
Η ιστορικός Σιλβί Γκιγιόμ εξηγεί ότι πολλοί ψηφοφόροι «έχουν απομακρυνθεί από τα παραδοσιακά κόμματα και έχουν ενδώσει σε ακροδεξιές, λαϊκιστικές αφηγήσεις, καθώς τα κοινωνικά δίκτυα παίζουν σημαντικό ρόλο». Όπως υποστηρίζει η Γαλλίδα ιστορικός, «η άνοδος του ακροδεξιού εξτρεμισμού δεν είναι απλώς ένα πολιτικό φαινόμενο. Πίσω από την άνοδο αυτή κρύβονται κοινωνικά ζητήματα, καθώς μάλιστα, πολλά κλασικά πολιτικά κόμματα βιώνουν μια κατάρρευση, όταν αναζητούν το κέντρο». Προσθέτει επίσης ότι ο «κεντρισμός» είναι η αναζήτηση της συναίνεσης και τη στιγμή που υπάρχουν πολύ σκληροί διαχωρισμοί στην κοινωνία, παρατηρούμε αποδυνάμωση του πολιτικού κέντρου».
Το φαινομενικά περίεργο είναι πάντως ότι όταν οι ακροδεξιοί λαϊκιστές βρεθούν στο κατώφλι της εξουσίας, υιοθετούν κατά κάποιο τρόπο τον «λόγο του κέντρου», όπως η στροφή της Μαρίν λε Πεν στην Ευρώπη ή της Μελόνι υπέρ του ΝΑΤΟ και κατά της Ρωσίας. Σε έναν κόσμο που έχει γίνει πιο αβέβαιος και φανερά πιο εχθρικός, η ευρωφοβία έχει υποχωρήσει και το «φεύγω από την Ευρώπη» δεν δελεάζει πλέον πολλούς ανθρώπους. Οπως εξηγεί ο Ζαν Πιέρ Νταρνίς καθηγητής στο πανεπιστήμιο LUISS στη Ρώμη, όταν οι ακροδεξιοί λαϊκιστές έρθουν στην εξουσία και θέλουν να παραμείνουν εκεί, αρχίζουν να καλλιεργούν αυτό που λέγεται κεντρώος λόγος.