Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρόεδρος της Forza Italia Σίλβιο Μπερλουσκόνι έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 86 ετών. Η κηδεία του αναμένεται την Τετάρτη.
Νοσηλευόταν από την περασμένη Παρασκευή στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε στο Μιλάνο, για τη διενέργεια «προγραμματισμένων εξετάσεων σε σχέση με τη γνωστή αιματολογική παθολογία», όπως αναφέρεται στο ιατρικό δελτίο που εκδόθηκε.
Το τελευταίο διάστημα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Είχε ιστορικό καρδιακών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένης μιας δυσλειτουργικής βαλβίδας που αντικατέστησαν οι χειρουργοί το 2016, και νοσηλεύτηκε για λοίμωξη στους πνεύμονες το 2020 αφού προσβλήθηκε από τον Covid-19.
Είχε πάρει εξιτήριο από το ίδιο νοσοκομείο στις 19 Μαΐου, μετά από σαράντα και πλέον ημέρες νοσηλείας λόγω πνευμονίας, επιδεινούμενης από χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία, από την οποία πάσχει εδώ και καιρό ο πρόεδρος της Forza Italia.
Ο Μπερλουσκόνι ήταν μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες στην ιταλική πολιτική των τελευταίων τριών δεκαετιών. Έφτιαξε μια τηλεοπτική αυτοκρατορία στη δεκαετία του 1980 προτού καταφέρει να κερδίσει τρεις εθνικές εκλογές. Υπηρέτησε για πάνω από εννέα χρόνια ως πρωθυπουργός και ήταν επικεφαλής τεσσάρων διαφορετικών υπουργικών συμβουλίων. Παρέμεινε έτσι στην εξουσία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο μετά τον Μπενίτο Μουσολίνι.
Παρά την περιουσία του, η οποία υπολογιζόταν στα 7,4 δισ. δολάρια τον Απρίλιο του 2023, σύμφωνα με τον δείκτη του Bloomberg, θεωρούσε τον εαυτό του ως άνθρωπο του λαού, ένα outsider που αμφισβητούσε την άρχουσα τάξη με την υπόσχεση της εθνικής ανανέωσης. Μάλιστα περιέγραφε τον εαυτό του ως τον «Ιησού Χριστό της πολιτικής».
Η ζωή του
Μεγιστάνας, επιχειρηματίας και πολιτικός, υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός της Ιταλίας, τις περιόδους 1994–1995, 2001–2006 και 2008–2011. Ήταν ακόμη Ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022 όπου και παραιτήθηκε προκειμένου να είναι μέλος Γερουσίας της Ιταλίας θέση στην οποία είχε υπηρετήσει ξανά, το 2013.
Υπηρέτησε ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ιταλίας, από το 1994 έως το 2013, και ως μέλος της Γερουσίας της Ιταλίας, από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2013.
Ήταν κύριος μέτοχος και ιδρυτής της Ιταλικής εταιρείας ΜΜΕ Mediaset, και διατέλεσε από το 1986 έως το 2017, ιδιοκτήτης της Μίλαν. Το περιοδικό Forbes τον κατέταξε ως τον 190ο πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη, με καθαρή περιουσία 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.
Την 1η Αυγούστου 2013, ο Μπερλουσκόνι καταδικάστηκε για φορολογική απάτη από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Η ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών του επιβεβαιώθηκε και του απαγορεύτηκε να ασκεί δημόσιο αξίωμα για δύο χρόνια.
Σε ηλικία 76 ετών, απαλλάχθηκε από την άμεση φυλάκιση, και αντ’ αυτού εξέτισε την ποινή του κάνοντας άμισθη κοινωνική εργασία.
Ο Μπερλουσκόνι δεσμεύτηκε να παραμείνει ηγέτης της Forza Italia καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινής φυλάκισής του και της απαγόρευσης δημόσιας υπηρεσίας. Μετά τη λήξη της ποινής του, ο Μπερλουσκόνι έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη ευρωβουλευτής στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2019.Επέστρεψε στη Γερουσία αφού κέρδισε μια έδρα στις ιταλικές γενικές εκλογές του 2022.
Ο Μπερλουσκόνι ήταν ο πρώτος που ανέλαβε την πρωθυπουργία χωρίς να έχει προηγουμένως κρατήσει ή διοικητικά αξιώματα. Είναι γνωστός για το λαϊκιστικό πολιτικό του ύφος και την έντονη προσωπικότητά του. Στη μακρά θητεία του, κατηγορήθηκε συχνά ως αυταρχικός ηγέτης και ισχυρός άνδρας.
Οι υποστηρικτές του «Καβαλιέρε» τονίζουν τις ηγετικές του ικανότητες και τη χαρισματική του ισχύ, τη δημοσιονομική του πολιτική που βασιζόταν στη μείωση φόρων και την ικανότητά του να διατηρεί ισχυρές και στενές εξωτερικές σχέσεις τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με τη Ρωσία.
Τον Φεβρουάριο κρίθηκε αθώος για την κατηγορία ότι δωροδοκούσε μάρτυρες προκείμενου να πουν ψέματα για τα περιβόητα «μπούγκα-μπούγκα» πάρτι που φέρεται πως διοργάνωνε. Ο «Καβαλιέρε» είχε κατηγορηθεί ότι πλήρωνε νεαρές showgirls και άλλους για να καταθέσουν ψεύδη για το τι πραγματικά συνέβαινε στα πάρτι του.