Όταν ο Πούτιν έδινε την εντολή για εισβολή στην Ουκρανία ήταν ήδη έτοιμος για ακόμη έναν παράλληλο πόλεμο: τον ενεργειακό. Πίστευε πως και τους δύο μπορεί να τους κερδίσει χωρίς πολύ κόπο και χρόνο. Και είχε λόγους να αισιοδοξεί.
Η αριθμητική υπεροχή του στρατού του έναντι του ουκρανικού τον οδηγούσε σε εκτιμήσεις για Blietzkrieg και σε ένα σενάριο που ήθελε τον Ζελέσκιν να εγκαταλείπει τη χώρα με ελικόπτερο και τους Ουκρανούς να παραδίδονται. Δεν υπολόγισε τον πατριωτισμό, το θάρρος και τη διάθεση αντίστασης των απλών πολιτών, που πήραν τα όπλα για να προασπίσουν το έδαφός τους.
Στο ενεργειακό μέτωπο τα πράγματα έμοιαζαν ακόμη πιο απλά. Η εξάρτηση της Ευρώπης – με δική της ευθύνη- ήταν τόσο μεγάλη, που με το που θα έκλειναν οι στρόφιγγες του φυσικού αερίου, θα ερχόταν αντιμέτωπη με μπλακ άουτ, δελτία ρεύματος, έντονη κοινωνική δυσφορία και πολιτική αναταραχή. Στο τέλος θα αναγκαζόταν και να άρει τις κυρώσεις και να περιορίσει τη στήριξη στην Ουκρανία. Τίποτα από τα δύο δεν έγινε.
Ο ενεργειακός πόλεμος απέναντι σε μία εξαρτημένη από τα ρωσικά καύσιμα Ε.Ε. ήταν ο «πιο εύκολος πόλεμος» σχολίαζαν πολλοί αναλυτές. Και πράγματι για αρκετούς μήνες φαινόταν πως τα πράγματα είναι έτσι – η ενεργειακή κρίση χτύπησε την πόρτα των Ευρωπαίων. Οι τιμές του φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν στα άνευ προηγουμένου επίπεδα των 340 δισ. ευρώ/ MWh τον Αύγουστο του 2002. Και οι Ευρωπαίοι μπορεί να μην έβαλαν δελτίο στο ρεύμα, αλλά αναγκάστηκαν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για ενεργειακές επιδοτήσεις, ενώ ήρθαν αντιμέτωποι με έναν εκρηκτικό πληθωρισμό και δραστικές αυξήσεις επιτοκίων. Αλλά το μέτωπό τους δεν έσπασε. Και τώρα οι τιμές ενέργειας υποχωρούν δραστικά.
Το πανίσχυρο όπλο έχασε την αξία του
Σήμερα η τιμή του φυσικού αερίου έχει διολισθήσει κοντά στα 25 ευρώ/MWh, έχοντας μειωθεί κατά 65% από τις αρχές του έτους και κατά 90% σε σχέση με τα υψηλά του περασμένου Αυγούστου. Ούτε οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές δεν προέβλεπαν τόσο ραγδαία αποκλιμάκωση. Το άλλοτε θεωρούμενο πανίσχυρο όπλο του Πούτιν, έχει χάσει την αξία του.
Για να αντιληφθεί κανείς πόσο απρσδόκητη ήταν η εξέλιξη αυτή, αρκεί να πούμε πως το 2022, insider της αγοράς που μίλησε υπό καθεστώς ανωνυμίας στον Atlantic προέβλεπε πως εάν οι τιμές του φυσικού αερίου παραμείνουν σε εκείνα τα υψηλά επίπεδα, οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα πέσουν σε ύφεση και η ρωσική θα αναπτυχθεί σε βαθμό που θα ξεπερνούσε την οικονομία της Ιταλίας και ενδεχομένως και της Γαλλίας και θα έβλεπε την πλάτη μόνο της Γερμανίας.
Προσπάθεια, θυσίες, τύχη
Οι ευρωπαϊκές οικονομίες αποδείχθηκαν πολύ πιο ανθεκτικές. Τα φώτα τους δεν έσβησαν. Επικράτησαν στον πόλεμο του φυσικού αερίου χάρη σε μία ιστορία «προσπάθειας, αλληλλεγγύης, θυσίας και τύχης», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Atlantic.
Τα μέτρα εξοικονόμησης ρεύματος, η επιστροφή στον άνθρακα και η αύξηση των εισαγωγών LNG περιόρισαν αισθητά την ανάγκη για ρωσικό φυσικό αέριο. Ο καλός καιρός ήταν τεράστια βοήθεια, όπως και το γεγονός ότι η Κίνα είχε μικρότερες ανάγκες για LNG καθώς ακολουθούσε την περιβόητη πολιτική μηδενικής ενοχής έναντι του Covid και επέβαλε lockdown.
Νέες προκλήσεις τον επόμενο χειμώνα
Αν βέβαια ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχιστεί και τον επόμενο χειμώνα, η Ευρώπη θα πρέπει να παλέψει από την αρχή και να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις. Η Γερμανία για παράδειγμα είχε στηριχθεί για ένα τρίμηνο πέρυσι και στα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας, τα οποία ωστόσο έκλεισαν οριστικά τον Απρίλιο. Θα πρέπει να βρει άλλους τρόπους. Και όλες οι οικονομίες έχουν υιοθετήσει φιλόδοξους και δαπανηρούς πράσινους στόχους. Όσο για την Κίνα, θα διψάει σίγουρα πολύ περισσότερο για ενέργεια, καθώς η οικονομία της ανακάμπτει.