Η Τουρκία στρέφεται όλο και περισσότερο στον ακραίο εθνικισμό, που θα επηρεάσει σημαντικά την εξωτερική πολιτική της χώρας, μετά και τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Κυριακής.
«Περιμένω ότι ο πρόεδρος Ερντογάν, εφόσον επανεκλεγεί, σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, θα ακολουθήσει μια ολοένα και πιο επιθετική εξωτερική πολιτική», λέει ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο του Ντούισμπουργκ, Μπουράκ Τσοπούρ.«Ο Ερντογάν θα ακολουθήσει μια πολιτική ”business as usual” τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό». Κάτι που σημαίνει ότι θα συνεχίσει τη σκληρή πορεία στα μέτωπα που έχει ανοίξει με τις γειτονικές χώρες –και την Ελλάδα-, αλλά και κατά των Κούρδων, στο εσωτερικό, καθώς δεν θα τους συγχωρήσει ότι υποστήριξαν στον πρώτο γύρο των εκλογών τον αντίπαλό του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Στροφή προς τον ακραίο εθνικισμό του Ερντογάν σηματοδοτεί άλλωστε και η στήριξη που έλαβε ο Τούρκος πρόεδρος από τον ακροδεξιό εθνικιστή και τρίτο υποψήφιο για την προεδρία της Τουρκίας, Σινάν Ογκάν.
Τουρκικές πηγές τονίζουν στην «Ναυτεμπορική» ότι ο Ερντογάν έχει υποσχεθεί στον Ογκάν μια προβεβλημένη κρατική θέση, αλλά κυρίως να τον καταστήσει διάδοχο του έτερου κυβερνητικού εταίρου, του επίσης ακροδεξιού εθνικιστή, Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Το κόμμα Zafer του Ογκάν είναι γνωστό επίσης για τις συντηρητικές και μισογυνιστικές του θέσεις και εκλαμβάνεται ως κίνδυνος από το γυναικείο εκλογικό σώμα, που φοβάται τον περιορισμό των δικαιωμάτων τους.
Εθνικιστική Βουλή
Ο καθηγητής Τσοπούρ λέει ότι στο νέο κοινοβούλιο της Τουρκίας κυριαρχούν επίσης οι εθνικιστικές δυνάμεις. «Η Τουρκία κινείται τώρα ακόμη περισσότερο προς τα δεξιά. Εάν, για παράδειγμα, αφαιρεθούν το φιλοκουρδικό HDP, το τουρκικό εργατικό κόμμα TIP και το κεμαλικό CHP, στη νέα βουλή έχουμε ένα συντηρητικό έως ακροδεξιό εξτρεμιστικό ισλαμιστικό κομματικό τοπίο, με περισσότερους από 400 σε σύνολο 600 βουλευτών. Πρόκειται για τα δύο τρίτα του Κοινοβουλίου. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι οι πραγματικοί νικητές αυτών των εκλογών είναι ο τουρκικός εθνικισμός και το πολιτικό Ισλάμ», τονίζει ο Γερμανός καθηγητής, τουρκικής καταγωγής.
Η επιτυχία των εθνικιστικών κομμάτων στην Τουρκία έχει βαθιές ρίζες. «Εχει να κάνει με το κίνημα των Νεότουρκων στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο εθνικισμός ήταν πάντα μια σημαντική σταθερά στην τουρκική πολιτική. Ο ηγέτης των Νεότουρκων, Κεμάλ Ατατούρκ συνέχισε ουσιαστικά την ιδέα του εθνικισμού και τον κατέστησε αναπόσπαστο μέρος της τουρκικής κρατικής πολιτικής», τονίζει ο καθηγητής Τσοπούρ και προσθέτει: «Ο εθνικισμός στην Τουρκία είναι μια κεντρική κρατική ιδεολογία, αν όχι η πιο σημαντική. Δεν έχει γίνει άλλωστε ουδεμία ανασκόπηση της τουρκικής ιστορίας, καμία συγγνώμη για τα πογκρόμ και τις γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ποντίων, των Εβραίων, των Ελλήνων ή των Αλεβιτών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία δεν έχει πραγματικά μια κουλτούρα δημοκρατίας και μνήμης»
Στροφή Κιλιτσντάρογλου
Αλλά και ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου χρησιμοποιεί πλέον όλο και πιο εθνικιστική ρητορική πριν από τον δεύτερο γύρο των εκλογών. Για παράδειγμα, μιλάει για «προστασία της τιμής της Τουρκίας» και για αποχώρηση όλων των προσφύγων στη Συρία, αν έρθει στην εξουσία. Πολλοί στη Δύση είναι εκνευρισμένοι μάλιστα με αυτή την επιθετική ρητορική του σοσιαλδημοκράτη Κιλιτσντάρογλου.
Ο καθηγητής Τσοπούρ το αποδίδει «στο υψηλό επίπεδο εχθρότητας προς τους πρόσφυγες, ειδικά μεταξύ του νεαρού πληθυσμού, και ο ηγέτης της αντιπολίτευσης προσπαθεί τώρα να το αντιμετωπίσει και να κερδίσει έτσι ψήφους… Αυτή τη στιγμή δεν βλέπει άλλη διέξοδο από το να παίξει το εθνικιστικό χαρτί και βασικά να αντιγράψει αυτό που κάνει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το εξτρεμιστικό MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί και ο ακροδεξιός εξτρεμιστής Σινάν Ογκάν».
Το ερώτημα όμως είναι αν η αυτή η εθνικιστική υστερία, που εξαπλώνεται τώρα και στην αντιπολίτευση, πόσο θα συνεχίσει να παράγει μίσος κατά των προσφύγων και των Κούρδων και επιθετικότητα στην εξωτερική πολιτική.