Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί ένα σημείο καμπής που θα διαμορφώσει την ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας για τις επόμενες δεκαετίες. Το γεγονός αυτό αναγκάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση να ενισχύσει περισσότερο την αμυντική της βιομηχανία, αλλά και να αντιμετωπίσει την ξαφνική αύξηση της ζήτησης οπλικών συστημάτων.
Στο πλαίσιο αυτό η ΕΕ δημιουργεί μια νέα αμυντική υπηρεσία, που θα χρηματοδοτηθεί αρχικά με ένα δισεκατομμύριο ευρώ, για την από κοινού αγορά ευρωπαϊκών οπλικών συστημάτων.
Η πρόταση αυτή εγκρίθηκε χθες από τις Επιτροπές Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας ,καθώς και Εξωτερικών Υποθέσεων , όπως και από την υποεπιτροπή Ασφάλειας και Άμυνας. Η πρόταση μένει τώρα να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη σύνοδο της ολομέλειας από τις 8 έως τις 11 Μαΐου.
Η νέα ευρωπαϊκή αμυντική υπηρεσίας θα μπορεί να χρηματοδοτήσει έως και το 20% της αξίας μιας αγοράς οπλικών συστημάτων , εφόσον τα μοιράζονται τουλάχιστον τρεις χώρες της ΕΕ.
Η αμυντική Ευρώπη χρωστάει πολλά στον Τιερί Μπρετόν, τον Ευρωπαίο Επίτροπο αρμόδιο για την εσωτερική αγορά , αφού με πρωτοβουλία του συγκροτείται η νέα υπηρεσία με ένα δισεκατομμύριο ευρώ , που θα χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ .
Οι επιλογές που θα γίνουν όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες εξαγορές θα έχουν πιθανώς μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Τεχνολογικής και Βιομηχανική Βάσης (EDIRPA),στην ευρωπαϊκή αγορά ,τις επόμενες δεκαετίες.
«Ισπανικό πανδοχείο»
Μέχρι τώρα πάντως, η ευρωπαϊκή αγορά που εξακολουθεί να θυμίζει «ισπανικό πανδοχείο», όπου ο καθένας μπορούσε να κοιμηθεί , φέρνοντας το δικό του φαγητό . Έτσι, πολλές ευρωπαϊκές χώρες αγοράζουν πολύ συχνά , όπλα που κατασκευάζονται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στόχος της νέας υπηρεσίας είναι να καλύψει τη βραχυπρόθεσμη ανάγκη για αναπλήρωση και, εάν χρειαστεί, αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών αποθεμάτων. Αυτό το έργο στοχεύει επίσης στην ενίσχυση των κοινών δημόσιων προμηθειών στον τομέα της άμυνας, ιδίως για την επίτευξη του στόχου της από κοινού αγοράς του 35% των συνολικών δαπανών για εξοπλισμούς, έναντι 18% το 2021 (11% το 2020).
«Η κοινή προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού είναι ένα πρώτο, αλλά ουσιαστικό βήμα, καθώς θα βελτιώσει τη διαλειτουργικότητα των ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων και θα βελτιώσει την αξία των χρημάτων των φορολογουμένων», υπογράμμισε ο εισηγητής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και της Υποεπιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας, Γερμανός Μίκαελ Γκάλερ , που ανήκει στο ΕΛΚ.
Ανοικτή υπηρεσία και εκτός ΕΕ
Εκτός από τα κράτη μέλη της ΕΕ, η αμυντική υπηρεσία θα είναι ανοιχτή στη συμμετοχή των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, δηλαδή της Ισλανδίας, του Λιχτενστάιν και της Νορβηγίας. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας θα πρέπει επίσης να καταρτίσουν έναν κατάλογο κρίσιμων στοιχείων μη κοινοτικής προέλευσης ,για τα οποία δεν υπάρχει εναλλακτική αγορά στην ΕΕ. Στόχος είναι η λίστα αυτή να χρησιμεύσει ως βάση για μελλοντικά έργα που θα στοχεύουν στην ανάπτυξη αυτών των στοιχείων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η χρηματοδοτική στήριξη που παρέχεται από την ΕΕ θα πρέπει κατ’ αρχήν να ωφελεί την Ευρωπαϊκή Αμυντική Τεχνολογική και Βιομηχανική Βάση. Θα εγγυάται επίσης την ικανότητα δράσης των ενόπλων δυνάμεων των κρατών μελών της Ένωσης, την ασφάλεια του εφοδιασμού και τη μεγαλύτερη αμυντική διαλειτουργικότητα ,σύμφωνα με την πρόταση των αρμοδίων Επιτροπών.
Η συνεργασία στον τομέα της κοινής αγοράς και προμήθειας εξοπλισμών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του κόστους λειτουργίας, συντήρησης και απόσυρσης των συστημάτων , που υπολογίζεται στο 55% της συνολικής δαπάνης ,εκτιμά η Επιτροπή. «Με αυτόν τον τρόπο ,οι ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις θα αποκτούσαν καλύτερες συνθήκες και καλύτερους χρόνους παράδοσης των αναγκαίων οπλικών συστημάτων»