Τον Δεκέμβριο του 1829, ο λόρδος Γουίλιαμ Μπέντινκ, ο πρώτος γενικός κυβερνήτης της υπό βρετανική κυριαρχία Ινδίας, απαγόρευσε το sati, την αρχαία ινδουιστική πρακτική της χήρας να αυτοκτονεί στην εξόδιο πυρά του συζύγου της.
Ο Μπέντινκ, τότε γενικός κυβερνήτης της Βεγγάλης, ζήτησε τις απόψεις 49 ανώτερων αξιωματικών του στρατού και πέντε δικαστών και πείστηκε ότι είχε έρθει η ώρα να “ξεπλύνει μια βρώμικη κηλίδα, στην ιστορία της βρετανικής κυριαρχίας”.
Ο κανονισμός, όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα του BBC, έλεγε ότι όσοι βοηθούσαν ή υποκινούσαν μια χήρα να αυτοκτονήσει, “είτε η θυσία είναι εκούσια από μέρους της είτε όχι”, θα κρίνονταν ένοχοι για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. ενώ εξουσιοδοτούσε τα δικαστήρια να επιβάλλουν τη θανατική ποινή σε πρόσωπα που καταδικάζονταν για χρήση βίας ή για συνδρομή στην καύση ζωντανής χήρας “η οποία ήταν σε κατάσταση μέθης και δεν μπορούσε να εκφράσει την ελεύθερη βούλησή της”.
Ο νόμος του Μπέντινκ ήταν ακόμη πιο αυστηρός από την πρακτική που συνιστούσαν κορυφαίοι ινδοί μεταρρυθμιστές που έκαναν εκστρατεία κατά του sati για έναν πιο προοδευτικό τρόπο εξάλειψης
Μετά τη θέσπιση της νομοθεσίας, 300 επιφανείς ινδουιστές, με επικεφαλής τον Ράτζα Ραμμοχούν Ρόι, τον ευχαρίστησαν που τους έσωσε για πάντα από “το βάναυσο στίγμα που μέχρι τώρα συνδεόταν με τον χαρακτήρα μας, ως εσκεμμένων δολοφόνων γυναικών”.
Οι ορθόδοξοι Ινδουιστές πίεσαν τον Μπέντινκ-επικαλούμενοι μελετητές και γραφές- και αμφισβήτησαν την άποψή του ότι το sati δεν αποτελούσε “επιτακτικό καθήκον σύμφωνα με τη θρησκεία”, με τον πρώτο ωστόσο να μην υποχωρεί. Οι αναφέροντες προσέφυγαν στο Privy Council, το ανώτατος δικαστήριο στις βρετανικές αποικίες. Το 1832, το δικαστήριο επικύρωσε τον κανονισμό, λέγοντας ότι το sati ήταν “κατάφωρο αδίκημα κατά της κοινωνίας”.
«Έντονη συναισθηση απόδοσης τιμών»
Όμως, το 1837, ο νόμος του Μπέντινκ αποδυναμώθηκε από έναν άλλο Βρετανό, τον Τόμας Μακόλεϊ, συγγραφέα του Ινδικού Ποινικού Κώδικα. Κατά την άποψη του Μακόλεϊ, αν κάποιος ισχυριζόταν με αποδείξεις ότι άναψε την πυρά με προτροπή της χήρας, θα μπορούσε να αθωωθεί.
Σε ένα προσχέδιο του νόμου ανέφερε ότι οι γυναίκες που αυτοπυρπολούνται υποκινούνται από μια “έντονη αίσθηση θρησκευτικού καθήκοντος, μερικές φορές και από έντονη αίσθηση απόδοσης τιμών”.
Το ζωϊκό λίπος στα φυσίγγια και ο κατευνασμός
Η πρότασή του επιστρατεύτηκε μετά την ανταρσία του 1857, όταν οι ντόπιοι ινδουιστές και μουσουλμάνοι στρατιώτες, γνωστοί και ως sepoys, εξεγέρθηκαν κατά της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, επειδή πίστευαν ότι τα φυσίγγια των όπλων ήταν αλειμμένα με ζωικό λίπος, κατι που απαγορευόταν από τις θρησκείες τους.
Ο πιο χαλαρός κανονισμός έγινε νόμος, στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής στρατηγική κατευνασμού των Ινδουιστών της ανώτερης κάστας, οι οποίοι είχαν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση.
Ο κανονισμός του 1862 κατήργησε τόσο τις ποινικές διατάξεις που έλεγαν ότι το sati θα τιμωρείται ως ανθρωποκτονία εξ αμελείας όσο και τις άλλες που επέβαλαν τη θανατική ποινή σε επιβαρυντικές περιπτώσεις. Αυτό σήμαινε επίσης ότι επέτρεπε στον κατηγορούμενο να ισχυριστεί ότι το θύμα είχε συναινέσει να τερματιστεί η ζωή του στην κηδεία του συζύγου της, οπότε επρόκειτο για αυτοκτονία και όχι για δολοφονία.
H υποβάθμιση του κανόνα του sati φερεται οτι ήταν μια “απάντηση στην αγανάκτηση μεταξύ των Ινδουιστών στρατιωτών της ανώτερης κάστας για τις αναφορές ότι τα φυσίγγια είχαν λαδωθεί με λίπος αγελάδας.
Η πυρά…άναψε μόνη της!
Σε μια περίεργη ανατροπή, ο Μοτιλάλ Νεχρού, δικηγόρος-πολιτικός που εντάχθηκε στο Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία για την ανεξαρτησία από τη βρετανική κυριαρχία, εμφανίστηκε στο δικαστήριο υπερασπιζόμενος έξι άνδρες της ανώτερης κάστας σε μια υπόθεση sati το 1913 στο Uttar Pradesh.
Οι άνδρες είπαν ότι η πυρά “άναψε ως εκ θαύματος από την απόλυτη ευσέβεια της χήρας”. Οι δικαστές απέρριψαν τη θεωρία της θεϊκής παρέμβασης, αποδοκίμασαν τη συγκάλυψη και έκριναν τους άνδρες ένοχους για υποκίνηση αυτοκτονίας – δύο από αυτούς καταδικάστηκαν σε φυλάκιση τεσσάρων ετών.
Περισσότερα από 70 χρόνια αργότερα, υπήρξε μια τελευταία ανατροπή στην ιστορία. Το 1987, μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του δισέγγονου του Νεχρού, Ρατζίβ Γκάντι, θέσπισε νόμο που ποινικοποιούσε για πρώτη φορά την “εξύμνηση της πρακτικής”. Οι άνθρωποι που υποστήριζαν, δικαιολογούσαν ή προπαγάνδιζαν το sati μπορούσαν να τιμωρηθούν για επτά χρόνια. Ο νόμος ανήγαγε επίσης την πρακτική σε δολοφονία και επανέφερε τη θανατική ποινή για όσους την υποθάλπτουν.
Η κίνηση αυτή ακολούθησε την εκτεταμένη κατακραυγή για το τελευταίο καταγεγραμμένο sati στην Ινδία που αφορούσε μια έφηβη νύφη ονόματι Ρουπ Κανουάρ σε ένα μικρό χωριό στο βόρειο κρατίδιο Ρατζαστάν. Ήταν η 41η περίπτωση που καταγράφηκε επίσημα μετά την ανεξαρτησία το 1947.
naftemporiki.gr