Ήταν μια χειμωνιάτικη νύχτα έξω από το Victor’s Bar στο Μπέλφαστ και ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) είχε εντοπίσει τον στόχο του. Το θύμα, μέλος της Εθελοντικής Δύναμης του Όλστερ (UVF), εργαζόταν ως πορτιέρης σε παμπ και συνομιλούσε με φίλους. Ένα αυτοκίνητο ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και ακολούθως ακούστηκαν πυροβολισμοί. Στις 27 Φεβρουαρίου 1976, ο Κένεθ Λίναγκαν έπεσε νεκρός.
«Δεν έχω προσωπικές τύψεις – αλλά δεν νομίζω ότι έπρεπε να συμβεί», ανέφερε ο Άντονι ΜακΙντάιρ, ο οποίος τράβηξε τη σκανδάλη, σε συνέντευξή του το 2023, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το CNN. «Αν μπορούσα να γυρίσω το ρολόι πίσω, δεν θα γινόμουν ποτέ μέλος του IRA – αλλά δεν λειτουργεί έτσι η ζωή. Εκείνη την εποχή νόμιζα ότι ήμουν μέρος ενός ευρύτερου αγώνα, για να ενωθεί η Ιρλανδία και να εκδιωχθούν οι Βρετανοί».
Τη Δευτέρα συμπληρώνονται 25 χρόνια από τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, η οποία έφερε ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία έπειτα από τρεις δεκαετίες συγκρούσεων μεταξύ κυρίως Ιρλανδών Καθολικών που αγωνίζονταν για μια ενωμένη Ιρλανδία, και Προτεσταντών οι οποίοι ήθελαν η Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου. Περισσότεροι από 3.500 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 50.000 τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, με τον φόβο και το τραύμα να μεταφέρεται και στις επόμενες γενιές, με αποτέλεσμα να επικρατήσει φανατισμός.
Όταν η Βόρεια Ιρλανδία ψήφισε υπέρ της ειρήνης σε δημοψήφισμα για τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής τον Μάιο του 1998, φαινόταν ότι η συμφωνία θα επέλυε το συνταγματικό ζήτημα που χώριζε τις δύο κοινότητες για έναν αιώνα. Ωστόσο, 25 χρόνια αργότερα, η Βόρεια Ιρλανδία βρίσκεται χωρίς μια λειτουργική κυβέρνηση, μετά την κατάρρευση της αποκεντρωμένης Συνέλευσής της τον περασμένο Μάιο. Τα σποραδικά περιστατικά βίας συνεχίζονται, οδηγώντας την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να αυξήσει την περασμένη εβδομάδα το επίπεδο τρομοκρατικής απειλής στην περιοχή για άλλη μια φορά.
Ο Μπίλι ΜακΚάρι, πρώην μέλος της Εθελοντικής Δύναμης του Όλστερ (UVF) που ζει τώρα στην Αγγλία, και ο ΜακΙντάιρ, πρώην μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) που είναι τώρα συγγραφέας και ερευνητής στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, περιέγραψαν πώς υιοθέτησαν ακραίες συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να βρεθούν στη φυλακή για δολοφονίες. Και οι δύο άνδρες έκτοτε έχουν αποκηρύξει τη βία, αλλά επικρίνουν την πορεία της Βόρειας Ιρλανδίας προς την ειρήνη.
Ο δολοφόνος «γέλασε» καθώς ήταν φυλακισμένος
Ο ΜακΙντάιρ έμεινε στη φυλακή 18 χρόνια για τη δολοφονία του Κένεθ Λίναγκαν το 1976. Όπως ανέφερε, δέχθηκε επίθεση από Προτεστάντες όταν ήταν παιδί. «Περπατούσα με τον φίλο μου στις σιδηροδρομικές γραμμές – αυτός ήταν Προτεστάντης και εγώ Καθολικός. Μας σταμάτησε μια ομάδα παιδιών και μας ζήτησαν να τραγουδήσουμε τον βρετανικό εθνικό ύμνο –ο φίλος μου μπορούσε, αλλά εγώ δεν ήξερα τις λέξεις– και έτσι με χτύπησαν».
Έπειτα από αυτό, όπως διηγήθηκε ο ίδιος, ένα «Χ» κολλήθηκε στην εξώπορτα του σπιτιού της οικογένειάς του. «Παρόλο που είχα πολλούς φίλους Προτεστάντες, άρχισα να σχηματίζω αυτή την άποψη ότι οι Προτεστάντες ήταν κακοί». Χρόνια αργότερα, καταδικάστηκε για τη δολοφονία του Λίναγκαν, ενός Προτεστάντη. Ο δικαστής στη δίκη είπε για τον ΜακΙντάιρ ήθελε να σκοτώσει το θύμα του. Σύμφωνα με τη Belfast Telegraph, ο δράστης «γέλασε στο εδώλιο αφού του είπαν ότι θα εκτίσει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 25 ετών».
«Οποιοσδήποτε Καθολικός ήταν στόχος»
Καθώς ο ΜακΙντάιρ οδηγούνταν στη φυλακή, στον Προτεστάντη από το ανατολικό Μπέλφαστ Μπίλι ΜακΚάρι επιβαλλόταν ποινή 10 ετών για τη δολοφονία του Ντέσμοντ Φίνεϊ. Αν και οι δυο τους οδηγήθηκαν στην ίδια φυλακή, δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Όπως δήλωσε ο ΜακΚάρι από το σπίτι του στην Αγγλία, όπου ζει τα τελευταία 24 χρόνια, «η ζωή πριν τις συγκρούσεις ήταν γαλήνια, αλλά ήμασταν αρκετά προστατευμένοι. Οι γονείς μου συζητούσαν για μετακόμιση, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Οι ταραχές ξεκίνησαν λίγο μετά, αρχικά υπήρχε ένα αίσθημα ενθουσιασμού. Αυτό το συναίσθημα γρήγορα μετατράπηκε σε φόβο και αργότερα σε μίσος».
«Ένα καλοκαιρινό βράδυ ο πατέρας μου ήταν έξω με τους φίλους του σε ένα κλαμπ. Επέστρεφαν με τα πόδια στο σπίτι και ήθελαν κάτι να φάνε. Ο πατέρας μου έτρεξε προς στο σπίτι, για να ξεκινήσει να μαγειρεύει πριν επιστρέψουν και οι φίλοι του. Στον δρόμο, δέχθηκε πυρά από ελεύθερο σκοπευτή του IRA. Ακόμα δεν ξέρουμε ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», ανέφερε ο ΜακΚάρι.
Εκείνη η νύχτα έγινε γνωστή ως η Μάχη του Αγίου Ματθαίου, όταν ξέσπασε συμπλοκή ενόπλων στο ανατολικό Μπέλφαστ. Την επόμενη ημέρα, ο 12χρονος τότε ΜακΚάρι έμαθε ότι ο πατέρας του είχε σκοτωθεί. «Από εκείνη τη στιγμή όλα άλλαξαν», σημείωσε. «Το μίσος κυρίευσε την οικογένειά μας. Η μαμά μου είπε ότι θα είχε ενταχθεί στην UVF – αν δεν ήταν τριών μηνών ο αδερφός μου».
Ο ΜακΚάρι εντάχθηκε στην UVF σε ηλικία 16 ετών. «Η συμμετοχή στην Εθελοντική Δύναμη του Όλστερ θεωρούνταν τιμητική εκείνη την εποχή» σημείωσε, τονίζοντας πως το κυρίαρχο κίνητρο για εκείνον ήταν η εκδίκηση. «Οποιοσδήποτε Καθολικός ήταν στόχος», υπογράμμισε.
Ένα βράδυ, καθώς επέστρεφε με τη σύντροφό του στο σπίτι, είδε έξω από το σπίτι του τρία μέλη της UVF, τα οποία τον ρώτησαν αν ήταν έτοιμος. «Περίμενα αυτή τη στιγμή – έτσι μπήκα στο αυτοκίνητό τους. Μου είπαν ότι αν ήθελα ποτέ να σκοτώσω έναν Ιρλανδό Καθολικό, θα έπρεπε πρώτα να σκοτώσω έναν Προτεστάντη πληροφοριοδότη. Σκέφτηκα ότι, αν φύγω τώρα, δεν θα έχω την ευκαιρία να σκοτώσω έναν Καθολικό» ανέφερε.
Το επόμενο πρωί, ο Ντέσμοντ Φίνεϊ ξύπνησε, ετοιμάστηκε για δουλειά και αποχαιρέτησε τη σύζυγό του για τελευταία φορά. Οδηγός για το τοπικό κρεοπωλείο, είχε μόλις φτάσει για δουλειά με το αυτοκίνητό του όταν ο ΜακΚάρι και ένας συνεργός του τον πυροβόλησαν πέντε φορές. Πλέον, ο ΜακΚάρι εκτιμά ότι ο Φίνεϊ δεν ήταν πληροφοριοδότης, αλλά βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή – όπως ο πατέρας του σχεδόν έξι χρόνια νωρίτερα.
«Όταν συνέβη, δεν είχα τύψεις», σημείωσε ο ΜακΚάρι. «Σκέφτηκα ότι αυτή ήταν η αρχή» ανέφερε. Δύο εβδομάδες αργότερα, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση.
«Σχεδίαζα να συνεχίσω να σκοτώνω»
Τόσο ο ΜακΚάρι όσο και ο ΜακΙντάιρ εστάλησαν στη φυλακή Μέιζ, 10 μίλια έξω από το Μπέλφαστ. Όπως ανέφερε ο ΜακΙντάιρ, ένα απόγευμα δέχθηκε επίθεση μέσα στη φυλακή. Ο ίδιος, σχεδίαζε να συνεχίσει να σκοτώνει.
Στη συνέχεια, οι δύο τους μεταφέρθηκαν σε μια νέα πτέρυγα υψίστης ασφαλείας. Όλοι οι κρατούμενοι ήταν πλέον κοινοί εγκληματίες στα μάτια του βρετανικού κράτους, με τις αντίπαλες ομάδες να βάζουν σταδιακά στην άκρη τις διαφορές τους και να αποκτούν πλέον τον ίδιο στόχο: να ανακτήσουν τα δικαιώματά τους ως πολιτικοί κρατούμενοι.
Όπως ανέφερε ο ΜακΚάρι, η φυλακή άρχισε να αλλάζει την άποψή του για τη σύγκρουση. «Στη φυλακή υπήρχε βασικά μια συμφωνία -ότι δεν θα σκοτώναμε ο ένας τον άλλον- και άρχισα να σκέφτομαι, αν δεν σκοτωνόμαστε εδώ μέσα, τότε γιατί σκοτωνόμαστε εκεί έξω;».
Το τίμημα της ειρήνης
Όταν υπογράφηκε η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής πριν από 25 χρόνια, υπήρχαν εορτασμοί σε όλη τη Βόρεια Ιρλανδία. Το 71% του πληθυσμού υποστήριξε τη συμφωνία στο δημοψήφισμα του επόμενου μήνα. Και οι δύο πλευρές μπορούσαν να μιλούν νίκη. Για τους εθνικιστές, ήταν ένα σκαλοπάτι προς μια ενωμένη Ιρλανδία. Για τους Ενωτικούς, εξασφάλισε τη θέση της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αν και απογοητευμένος από τις αψιμαχίες που συνεχίστηκαν, ο ΜακΙντάιρ δεν προσχώρησε στο εκτιμώμενο 93% των Καθολικών που ψήφισαν υπέρ της ειρηνευτικής συμφωνίας. Και ο ΜακΚάρι, αν και έφυγε από την UVF, καταψήφισε τη συμφωνία, εκτιμώντας ότι η βία θα μπορούσε να αρχίσει ξανά.
Με πληροφορίες από CNN