Η περιοχή ανάμεσα στο Αμβούργο και το Ανόβερο της Γερμανίας είναι γνωστή για τα τοπία και τα πλούσια δάση της. Αυτό όμως που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, είναι πως γύρω από αυτήν έχει αναπτυχθεί η αμυντική βιομηχανία της χώρας.
Βολές πυροβολικού και εκρήξεις ηχούν συχνά στην περιοχή, ενώ συρματοπλέγματα και ταμπέλες προειδοποιούν τους πολίτες να μην προσεγγίζουν συγκεκριμένες περιοχές, κρατώντας κρυφό από το κοινό το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων. Πρόκειται για την πιο στρατιωτικοποιημένη περιοχή της Γερμανίας, ενώ εκεί εκπαιδεύτηκαν οι ουκρανικές δυνάμεις για τη χρήση των αρμάτων μάχης Leopard 2.
Οι Γερμανοί είναι βαθιά επιφυλακτικοί σε ό,τι αφορά την εξαγωγή όπλων, κάτι που έχει τις ρίζες του στην ιστορία της επιθετικότητας της χώρας τον προηγούμενο αιώνα. Ωστόσο, καθώς πολλές χώρες επενδύουν σε εξοπλιστικά προγράμματα με φόντο τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η γερμανική αμυντική βιομηχανία είναι εκείνη που ωφελείται περισσότερο, επισημαίνει σε δημοσίευμά του το πρακτορείο Bloomberg. Σε ένα σημείο των καιρών, η εταιρεία Rheinmetall, η μεγαλύτερη αμυντική βιομηχανία της χώρας, μόλις εντάχθηκε στον κύριο χρηματιστηριακό δείκτη.
Η Γερμανία κατέλαβε την έκτη θέση στις εξαγωγές όπλων το 2022, ακολουθώντας τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ιταλία, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης. Η μεγαλύτερη πώλησή τους πέρυσι ήταν τρία υπερσύγχρονα υποβρύχια κατασκευασμένα από την Thyssenkrupp Marine Systems, για καθένα από τα οποία το Ισραήλ φέρεται να δαπάνησε 1 δισ. ευρώ.
Η γερμανική κυβέρνηση αρχικά ήταν διστακτική στο να προμηθεύσει με Leopard 2 την Ουκρανία, αναμένοντας και τις κινήσεις των ΗΠΑ για παροχή αρμάτων μάχης στο Κίεβο. Ωστόσο, όπως σχολιάζει το Bloomberg, η επιφυλακτικότητα του Βερολίνου έδειξε επίσης πώς ο πόλεμος ώθησε τη χώρα να βγει από τη ζώνη άνεσής της.
Δεδομένου ότι, ακόμη και η ειρηνική Ιαπωνία αυξάνει τις δαπάνες για στρατιωτικό υλικό, η αμυντική βιομηχανία παγκοσμίως βλέπει τη ζήτηση να αυξάνεται. Ωστόσο, η βιομηχανία της Γερμανίας ξεχωρίζει, στον απόηχο της αλλαγής στάσης της γερμανικής κυβέρνησης για τις αμυντικές δαπάνες.
Τρεις ημέρες μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς έκανε λόγο στο γερμανικό κοινοβούλιο για ιστορική καμπή. Η μακροχρόνια απαγόρευση αποστολής όπλων σε ζώνες συγκρούσεων αποτέλεσε παρελθόν, καθώς κρίθηκε αναγκαίο να παρασχεθεί βοήθεια στο Κίεβο. Παράλληλα, δημιουργήθηκε ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αναβάθμιση του εξοπλισμού των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Η Γερμανία θα άκουγε επιτέλους τις διεθνείς εκκλήσεις για να εκπληρώσει τον στόχο αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ (2% του ΑΕΠ).
Έναν χρόνο αργότερα, η αντιπολίτευση στη Γερμανία, αλλά και επικριτές του Σολτς στο εξωτερικό, καταλογίζουν στη γερμανική κυβέρνηση καθυστερήσεις στην υλοποίηση της αλλαγής στάσης του Βερολίνου. Στον αντίποδα, οι καθυστερήσεις αυτές φαίνεται να επικροτούνται από μεγάλο μέρος Γερμανών πολιτών, πολλοί από τους οποίους τρομοκρατήθηκαν με την προοπτική να αναπτυχθούν ξανά γερμανικά όπλα στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Παρά τις αντικρουόμενες απόψεις, η αμυντική βιομηχανία της Γερμανίας αισθάνεται δικαιωμένη. «Πολλοί άνθρωποι καταλαβαίνουν τώρα ότι η ασφάλεια δεν είναι δεδομένη – πρέπει να παλέψεις για την ασφάλεια και τη δημοκρατία», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Rheinmetall, Άρμιν Πάπεργκερ, σε συνέντευξή του στις 10 Μαρτίου στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στο Ντίσελντορφ. «Καταλαβαίνουν επίσης ότι πρέπει να ξοδέψουμε χρήματα για τις ένοπλες δυνάμεις. Μια χώρα όπως η Γερμανία αυτή τη στιγμή είναι σχετικά ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, επειδή δεν έχει αρκετό στρατιωτικό εξοπλισμό. Αυτό πρέπει να αλλάξει» πρόσθεσε.
Σολτς: Στο προσκήνιο η ανάγκη για αποτελεσματική αμυντική βιομηχανία
Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, επισκέφτηκε στρατιωτικές εγκαταστάσεις τον περασμένο χρόνο. Η ικανότητα της Γερμανίας να αμυνθεί απαιτεί «ισχυρές αμυντικές δυνάμεις και μια ικανή βιομηχανία όπλων», είπε τον Ιανουάριο. Τον Φεβρουάριο, καθώς η εταιρεία Hensoldt ανέφερε ένα ρεκόρ παραγγελιών ύψους 5,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, είπε ότι η επιθετικότητα της Ρωσίας επανάφερε «στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο» την ανάγκη για μια αποτελεσματική αμυντική βιομηχανία και στρατό.
Ορισμένες εταιρείες, όπως η Krauss-Maffei Wegmann και η Diehl, κρατούν πιο χαμηλούς τόνους. Από την άλλη πλευρά, η εισηγμένη στο χρηματιστήριο Rheinmetall είδε τις μετοχές της να έχουν σχεδόν τριπλασιάσει την αξία τους από τη ρωσική εισβολή, ενώ τον Μάρτιο ανακοίνωσε κέρδη ρεκόρ, εισάγοντας παράλληλα νέες γραμμές παραγωγής.
Ο στόχος της κυβέρνησης Σολτς να εκμεταλλευτεί τη βιομηχανική ικανότητα της χώρας για την αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεων, φαίνεται να γίνεται δεκτός με επιφυλάξεις από πολλούς Γερμανούς. Ο καγκελάριος αναφέρθηκε στο θέμα σε ομιλία του στην Bundestag στις 2 Μαρτίου: «Η ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί φωνάζοντας “όχι άλλος πόλεμος” στο Βερολίνο και ταυτόχρονα απαιτώντας να σταματήσουν όλες οι προμήθειες όπλων στην Ουκρανία», είπε.
Με πληροφορίες από Bloomberg