Έγκριτα διεθνή μέσα ενημέρωσης συναινούν στο επίθετο. Αυτές θα είναι οι πλέον «κρίσιμες» προεδρικές εκλογές και κοινοβουλευτικές εκλογές εδώ και χρόνια για την Τουρκία. Κυρίως όμως, η πλέον δύσκολη πολιτική δοκιμασία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του μακροβιότερου ηγέτη της χώρας μετά από είκοσι χρόνια στην εξουσία.
Έξι εβδομάδες πριν την διεξαγωγή μιας αμφίρροπης εκλογικής αναμέτρησης με πρώτο γύρο αυτής στις 14 Μαΐου, έξι μήνες πριν την συμπλήρωση μιας εκατονταετίας από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους, σχεδόν δύο μήνες μετά από τον φονικότερο σεισμό στην σύγχρονη Ιστορία της χώρας, οι Τούρκοι θα προσέλθουν στις κάλπες με θυμό, πόνο, πολώσεις, παραδοσιακά χάσματα και υπαρξιακού χαρακτήρα αναζητήσεις για το ίδιο τους το κράτος.
Αν ο υπόλοιπος κόσμος εστιάζει κυρίως στο γεωπολιτικό αντίκτυπο του αποτελέσματος των εκλογών, υπάρχει η τουρκική κοινωνία που ψηφίζει για τον εαυτό της. Με μια κόπωση που προκαλεί κάθε μακροχρόνιας διάρκειας πολιτική εξουσία έως ένα αναπάντητο μεγάλο ερώτημα «και μετά τον Ερντογάν τι;», μέσα σε ένα μείγμα πληθωρισμού, υποτιμημένης τουρκικής λίρας, μαζί με το τεράστιο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος που άφησε ο φονικός σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου.
Τόξα
Ενώ η προεκλογική περίοδος αρχίζει να «θερμαίνεται», δύο τόξα δείχνουν να σχηματίζονται στις προεδρικές εκλογές. Ένα μιας εθνικιστικής Δεξιάς, Ακροδεξιάς και ένα και μιας ετερόκλητης συμμαχίας έξι κομμάτων που ξεκινά από την τουρκική Κεντροαριστερά και φτάνει ως συντηρητικά κόμματα. Το πρώτο τόξο στηρίζει μια νέα προεδρική θητεία του 69χρονου Ερντογάν και το άλλο για πρόεδρο τον ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) τον 74χρονο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Τον δεύτερο στηρίζουν από το συντηρητικό Καλό Κόμμα της Μεράλ Άκσενερ μέχρι και το κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα του Ερκάν Μπάς.
Στην υπάρχουσα συμμαχία του κυβερνώντος συνασπισμού του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) με το κόμμα Εθνικιστική Δράση, ήρθε να προστεθεί και το ισλαμιστικό Κόμμα Ευημερίας, που ίδρυσε ο πρώην πρωθυπουργός Νετσμεντίν Ερμπακάν, πολιτικός μέντορας του Ερντογάν. Το μοναδικό κεντροαριστερό στίγμα που μπορεί να δοθεί στη συμμαχία της αντιπολίτευσης είναι η παρουσία της σοσιαλδημοκρατικής δημοκρατικής πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος.
Όπως σημειώνει όμως ο λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου Νίκος Μούδουρος, αυτό «το μπλοκ της αντιπολίτευσης πρόκειται για έναν συνασπισμό που ουσιαστικά εκφράζει τις μικρές ή μεγάλες διασπάσεις του μεγάλου χώρου της Δεξιάς».
Πιο ολοκληρωμένο σκηνικό για την τουρκική Δεξιά έχει ο συνασπισμός Ερντογάν. «Εκεί βλέπουμε και τα τρία μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα της παραδοσιακής τουρκικής Δεξιάς να συνεννώνονται, δηλαδή, τον εθνικισμό, τον ισλαμισμό και ένα πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι του συντηρητισμού, μαζί με τους ισλαμιστές Κούρδους που έρχεται να συμπληρώσει το μεγάλο χάρτη παραδοσιακής Δεξιάς. Αυτό το μέτωπο έχει παρεκκλίσεις, αφομοιωμένες, αλλά είναι πιο συμπαγές από το μέτωπο της αντιπολίτευσης», τονίζει ο κ. Μούδουρος.
Το άξιο αναφοράς με το σχηματισθέντα μπλοκ της αντιπολίτευσης είναι το επίπεδο των συμβιβασμών που έχουν γίνει στον άξονα της εκδημοκρατικοποίησης της Τουρκίας. «Εκεί έχουμε διαφωνούντες από το ισλαμικό κίνημα της Τουρκίας, διαφωνούντες εθνικιστές, όπως η Μεράλ Άκσενερ, η πιο συντηρητική, αλλά κοσμική Δεξιά της δυτικής Τουρκίας. Σε αυτό το μπλοκ της αντιπολίτευσης υπάρχουν αναταράξεις που σχετίζονται με την μελλοντική παρουσία, την επιρροή και τον μελλοντικό ρόλο που θα παίξει το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP). Ο σχηματισμός της αντιπολίτευσης έχει και μοναδική πλατφόρμα ξεκάθαρη για να πολιτευτεί στις εκλογές που είναι βεβαίως μια άλλη οικονομική ανάπτυξη, αλλά πολύ περισσότερο το ζήτημα του πώς η Τουρκία θα ξεπεράσει τις διαιρετικές γραμμές που καταγράφονται σε εθνοτικό, θρησκευτικό, αλλά κυρίως σε πολιτιστικό επίπεδο τρόπων ζωής και αξιών ενώ από την άλλη ο κυβερνητικός συνασπισμός παρουσιάζει ένα σαφέστατα εθνικιστικό προφίλ, αλλά ακόμη πιο ολοκληρωμένο από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις και παρουσιάζεται να είναι με τις εσωτερικές του ρήξεις πιο συμπαγές από το μέτωπο της αντιπολίτευσης».
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Ερευνών TAG, το 51,8% των ψηφοφόρων θέλει να δει πρόεδρο τον Κιλιτσντάρογλου έναντι 42,6% τον Ερντογάν.
Η τουρκική Αριστερά συσπειρώνεται στον τρίτο συνασπισμό της Εργασίας και της Ελευθερίας υπό το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP). Τα δύο μπλοκ της αντιπολίτευσης έχουν συμφωνήσει να στηρίξουν τον Κιλιτσντάρογλου στις προεδρικές εκλογές, όμως, όπως υπογραμμίζει ο κος Μούδουρος δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το ισοζύγιο δυνάμεων και τα διλήμματα που προκαλούνται σε σχέση με το Κοινοβούλιο. «Εκεί θα υπάρχει μια ακόμη μεγάλη μάχη με γκρίζες ζώνες, προς το παρόν, που θα καθορίσει ίσως την πορεία και του πρώτου γύρου αλλά και του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών», αναφέρει ο κ. Μούδουρος.
Και η προεκλογική εκστρατεία ξεκινά…
Ένα συμβάν της Παρασκευής με δύο σφαίρες που πυροβόλησαν δράστες σε κτίριο που στεγάζει γραφεία του Καλού Κόμματος (IYI) στην Κωνσταντινούπολη με την ηγέτιδα του κόμματος Άκσενερ να μιλά για εκφοβισμό των ψηφοφόρων του κόμματος, ρίχνοντας ευθύνη στον Ερντογάν για το περιστατικό, άρχισε να δυναμιτίζει απότομα το μέχρι τώρα ακόμη παγωμένο προεκλογικό κλίμα.
Αν και η προεκλογική εκστρατεία τώρα πλέον ξεκινά, μέχρι στιγμής η προεκλογική εκφορά λόγου του Ερντογάν δεν θυμίζει σε τίποτα πρωτύτερες προεκλογικές περιόδους, είτε σε προεδρικές, κοινοβουλευτικές, δημοτικές εκλογές ή ακόμη και για το δημοψήφισμα για την τροποποίηση Συντάγματος του 2017. Την ίδια στιγμή ο Κιλιτσντάρογλου κρατά χαμηλούς τόνους, αν και κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης οξύνουν τους τόνους.
Την Παρασκευή, ο Ερντογάν ο οποίος το 2003 πάνω σε ερείπια που άφησε ο σεισμός του 1999 στο Ιζμίτ με 17.000 νεκρούς, κατήγγελνε προεκλογικά την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, ταξίδεψε στη νότια Τουρκία, συντετριμμένη από τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου, για να ξεκινήσει την επίσημη εκστρατεία για την επανεκλογή του. Νέες υποσχέσεις για ανοικοδόμηση, συναντώντας επιζώντες του σεισμού, που άφησε πάνω από 50.000 νεκρούς, τρία εκατομμύρια εκτοπισμένους και εκατοντάδες χιλιάδες πληγείσες οικογένειες). Κακός οιωνός; Η γη σείστηκε ξανά (με δόνηση 4.6 Ρίχτερ) την Παρασκευή στο Γκαζιαντέπ, λίγες ώρες πριν την άφιξη του αρχηγού του κράτους. Η καθυστερημένη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού της κυβέρνησης και η ελλιπής αντίδραση των τουρκικών αρχών προς τους πληγέντες έχει θυμώσει μέρος της κοινωνίας. Εκτός από τη σοβαρή οικονομική κρίση (άνω του 50% πληθωρισμός που έφτασε έως και 85% το φθινόπωρο) που επιβαρύνει το εισόδημα των νοικοκυριών, ο σεισμός αποκάλυψε τα ελαττώματα του παντοδύναμου κράτους που ονειρευόταν ο Ερντογάν. Χρειάστηκαν τρεις ημέρες για να ενεργοποιηθεί ο κρατικός μηχανισμός και στη συνέχεια εμφανίστηκαν αποτυχίες στη διανομή της βοήθειας, ιδίως σε σκηνές. Αλλά πάνω από όλα, η κατάρρευση σαν lego πολυκατοικιών αποκάλυψε χρόνια αμελιών στον κατασκευαστικό κλάδο, αυτός που οδήγησε στην ανάπτυξη επί 20 χρόνια υπό τον Ερντογάν.
«Καλημέρα σας, είμαι ο Κεμάλ, έρχομαι!» είναι η λεζάντα σε γιγαντοαφίσες, σε στάσεις λεωφορείων, με φωτογραφία έναν χαμογελαστό Κιλιτσντάρογλου. Οικονομολόγος στο επάγγελμα και πρώην υψηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος, ο Κιλιτσντάρογλου απευθύνεται σε κάθε τμήμα της κοινωνίας στο Twitter αναρτώντας βίντεο, όπως ένα που τράβηξε από την χαμηλοφωτισμένη κουζίνα του, ένα βίντεο που είχε 3,3 εκατομμύρια προβολές την Πέμπτη, σε μια προσπάθειά του να προσελκύσει την προσοχή των συντηρητικών γυναικών. Αν και για κάποιους ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης υπολείπεται ηγετικού χαρίσματος, το Eurasia Group, ανέφερε στις 22 Μαρτίου ότι από την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, ο επικεφαλής του CHP συνέχισε να «διευρύνει τη βάση του» (από 30 σε 40% σε πρόθεση ψήφου) ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά του Ερντογάν διαβρώνεται (από 60 σε 50%). Η ψήφος των νέων στις εκλογές αναμένεται να είναι καθοριστικής σημασίας: το 70% του εκλογικού σώματος είναι κάτω των 34 ετών και έξι εκατομμύρια νεαροί Τούρκοι θα ψηφίσουν για πρώτη φορά στις 14 Μαΐου.
Ο κ. Μούδουρος εκτιμά ότι τουλάχιστον στο εσωτερικό της Τουρκίας θα υπάρξει τουλάχιστον από τον κυβερνητικό συνασπισμό στις εναπομείνασες έξι εβδομάδες έως την 14η Μαΐου – πρώτο γύρο των εκλογών – μια επιδίωξη για όξυνση, τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας.
«Εντούτοις, η τωρινή προεκλογική εκστρατεία του Ερντογάν δεν μοιάζει στο ύφος και στην ένταση με προηγούμενες προεκλογικές εκστρατείες ακριβώς γιατί διότι αυτό που καταλαβαίνει ένας κυνικά πραγματιστής αρχηγός και συνάμα προεκλογικός ηγέτης είναι το γεγονός ότι η κοινωνία άλλαξε δραματικά και οι αντιλήψεις της για το πρόσωπο του Ερντογάν ειδικά από το 2015-2016 και μετά, ιδιαίτερα από την ένταση της οικονομικής κρίσης που γίνεται αισθητή ιδιαίτερα μετά το 2018 και μετά. Υπάρχουν λοιπόν επομένως δείγματα που σε αυτό που προηγουμένως εκλαμβανόταν ως η απόλυτη του ηγεμονία. Το ύφος που προς το παρόν διατηρεί ο Κιλιτσντάρογλου δίνει σε εμάς το μήνυμα ότι πρόκειται για έναν αντίπαλο που εκφράζει ό,τι ακριβώς δεν εκφράζει ο Ερντογάν. Και φαίνεται πως ένα πολύ μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας έχει κουραστεί από την τεχνητή κατασκευή της πόλωσης η οποία τουλάχιστον επικρατεί στην κορυφή που την έχει εξουσία την τελευταία δεκαετία.
Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε και έναν άλλον μεγάλο παράγοντα που συνήθως δεν είναι μέρος της γενικότερης πολιτικής συζήτησης για την Τουρκία και η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στον πυρήνα της εκλογικής βάσης του ίδιου του AKP. Πρέπει να θέσουμε στο προσκήνιο τους μισθωτούς εργαζόμενους, η εργατική τάξη της Τουρκίας, η οποία κατά συντριπτική πλειοψηφία αν τα προηγούμενα χρόνια στήριζε τον κυβερνητικό συνασπισμό, όμως αυτή τη στιγμή, ήδη από τις δημοτικές εκλογές του 2019. φαίνονται αρκετές μετακινήσεις είτε προς την αποχή, είτε προς την αντιπολίτευση κάτι που κινητοποιεί και τα ένστικτα της κυβερνητικής εξουσίας για μια εκλογή διαχείριση της τουρκικής οικονομίας τους τελευταίους μήνες ενόψει εκλογών», αναφέρει διεξοδικά ο κ. Μούδουρος.
«Μυθολογίες» και ανησυχητικά ερωτήματα γύρω από το μέλλον Ερντογάν
Τα στοιχεία που διαμορφώνουν την ιδιαιτερότητα αυτών των εκλογών είναι αρχικά το εμφανές γεγονός ότι η τουρκική κοινωνία και η διεθνής κοινότητα συζητά για πρώτη φορά σοβαρά πραγματικό το ενδεχόμενο αλλαγής της κυβέρνησης. «Κοιτάζοντας αυτό το αναλυτικά καταστρέφεται σταδιακά και πολύ αργά η “μυθολογία” γύρω από το αήττητο και ανίκητο του μεγάλου ηγέτη που επικράτησε την προηγούμενη εικοσαετία στη χώρα. Το 2015 ήταν μια πρώτη πραγματική ρήξη στην μυθολογία του «ανίκητου Ερντογάν». Τον Ιούνιο του 2015 για πρώτη φορά δεν είχε καταφέρει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ακολούθησε τότε ένα μικρό χάος με ένοπλες συρράξεις και ένα εμφυλιακό κλίμα για να οδηγηθεί η Τουρκία ξανά στην μονοκομματική κυβέρνηση του AKP τον Νοέμβριο του 2015. Ένα δεύτερο στοιχείο που κάνει ιδιαίτερες αυτές τις εκλογές είναι ότι ουσιαστικός υπάρχει ένας δημοψηφισματικός χαρακτήρας σε αυτές τις εκλογές σε σχέση με το προεδρικό σύστημα ή την επιστροφή σε ένα πιο ενισχυμένο, πιο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα που ζούσε η τουρκική κοινωνία τουλάχιστον μέχρι και το 2018 που έγινε η στροφή στο προεδρικό σύστημα. Αυτό σχετίζεται και με την συμπλήρωση εκατό ετών από την ίδρυση του τουρκικού κράτους. Συνεπώς αντιπαρατίθενται δύο πολύ μεγάλες σχολές σκέψεις περί του τι είναι ο ρεπουμπλικανισμός στην Τουρκία, δίνοντας ένα υπαρξιακό χαρακτήρα στις επερχόμενες εκλογές», δηλώνει ο κ. Μούδουρος.
Τραύματα της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 υπάρχουν ακόμη. Τραύματα στην κρατική αρχιτεκτονική, τη διάταξη των δομών του κράτους, πληγές που έχουν επηρεάσει ιδιαίτερα και τους προσανατολισμούς της εξωτερικής, της περιφερειακής πολιτικής, αλλά και εσωτερικά. Από το 2016 και μετά υπάρχει η επισημοποίηση ενός μπλοκ εξουσίας με σαφέστατα πιο ακροδεξιούς και εθνικιστικούς προσανατολισμούς. Παράλληλα, υπάρχει μια προτεραιοποίηση της σκληρής ισχύος του τουρκικού κράτους η οποία εκφράζεται περιφερειακά όπως με τις τρεις στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία, σε ό,τι συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά εκφράζεται και στο εσωτερικό της Τουρκίας με την άνοδο της πόλωσης, τη δαιμονοποίηση της αντιπολίτευσης σχεδόν σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην «κληρονομιά» που άφησε η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 είναι το νέο μπλοκ εξουσίας και ο χαρακτήρας του με την είσοδο σε πιο επίσημη μορφή του κόμματος Εθνικιστικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί και εσχάτως πιο μικρών ομάδων του τουρκικού ισλαμισμού και του κουρδικού ισλαμισμού, των πιο συντηρητικών τμημάτων της κουρδικής κοινότητας.
Αν και ο Κιλιτσντάρογλου τηρεί χαμηλούς τόνους, ο Ερκάν Μπας που στηρίζει τον Κιλιντσάρογλου στις προεδρικές εκλογές είπε πως αν κερδίσουν τις εκλογές, το ίδιο βράδυ των εκλογών θα κλείσει τα σύνορα και τον εναέριο χώρο για να “μην φύγουν οι κλέφτες”. Αν λάβουμε υπόψη και τις ενστάσεις στην εκλογική αρχή που κατέθεσε το Deva και το Iyi περί αντισυνταγματικότητας της υποψηφιότητας Ερντογάν για μια τρίτη ενδεχόμενη προεδρική θητεία του, βλέπουμε να γεννιέται ένα ερώτημα – αν και πρόωρο – για το πολιτικό μέλλον Ερντογάν στην περίπτωση που χάσει τις εκλογές.
Αυτό έχει ένα ιστορικό βάθος στην Τουρκία με την έννοια της πολιτικής εκδίκησης, μεταξύ μιας εξουσίας που αναλαμβάνει και μιας εξουσίας που περνά στην αντιπολίτευση, χωρίς αυτό να αποτελεί τουρκικό ιδίωμα, καθώς κάτι τέτοιο παρατηρείται και σε άλλες χώρες.
«Στην περίπτωση της Τουρκίας εμπλέκεται στο ζήτημα της πολιτικής ή κοινωνικής εκδίκησης και το ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας. Εισέρχεται και πάνω από την οικονομική κατάσταση και της εκδίκησης μεταξύ κοσμικών και θρησκευομένων ή το αντίθετο. Υπάρχουν εδώ δύο διαφορετικοί άξονες χειρισμού. Από την μια η κυβέρνηση θέλει να καλλιεργήσει έναν τεχνητό και ελεγχόμενο πανικό στα στρώματα των συντηρητικών της ψηφοφόρων, μεταδίδοντας ουσιαστικά το μήνυμα ότι μια πιθανή απομάκρυνση της εξουσίας Ερντογάν θα σημαίνει και το τέλος των προνομίων που έχουν αποκτήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια. Από την άλλη η Αριστερά προτιμά μια πολύ πιο αυστηρή ρητορική από την “mainstream” αντιπολίτευση, ο ίδιος ο Κιλιτσντάρογλου και η Άκσενερ. Εκείνο που θα προωθηθεί στην τελική ευθεία είναι μια πιο μετριοπαθής της πολιτικής γραμμής Κιλιτσντάρογλου ο οποίος είναι πρόθυμος να κυνηγήσει πολλά κέντρα εντός του κράτους, νομικά, ίσως και ορισμένα υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος», τονίζει ο κος Μούδουρος.
Όμως στιγμής, δεν έχει γίνει καμία τέτοια αναφορά από τον ίδιο τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τουλάχιστον προς το πρόσωπο του Ερντογάν. Και υπάρχει πολιτική εξήγηση για αυτό, διότι, κατά τα ψέματα, τουλάχιστον τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει καθιερωθεί ως ένα είδος εντός πολλών εισαγωγικών “σωτήρα” και “απελευθερωτή” από μέρος της τουρκικής κοινωνίας που ένιωθε είτε τεχνητά είτε στην πραγματικότητα, περιθωριοποιημένο από την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της χώρας τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ωστόσο υπάρχει ανοιχτό στον κόσμο της αντιπολίτευσης το ζήτημα το κατά πόσον θα διερευνηθούν τα σκάνδαλο πρωτύτερων κυβερνήσεων Ερντογάν θα διερευνηθούν με αρμόζοντα τρόπο, και εκείνοι που εμπλέκονται θα οδηγηθούν στην Δικαιοσύνη. Το “μοντέλο” όμως που έχει επικρατήσει μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει επικρατήσει από την αντιπολίτευση, αλλά αυτό που έχει επικρατήσει είναι αυτό της ίδιας κυβέρνησης με τρόπο αντιφατικό. Με αφορμή τους σεισμούς, ο ίδιος Ερντογάν μπαίνει στη διαδικασία να κυνηγήσει, τρόπον τινά, κάποιους επιχειρηματικούς κύκλους, για να εκθέσει μόνο την μία πλευρά σκανάλων γύρω από τον κατασκευαστικό τομέα. Ο τελευταίος είναι η μία πτυχή σκανδάλων οικονομικής φύσεως. Άλλα σκάνδαλα είναι οι διασυνδέσεις του εντός του κράτους. Συνεπώς, οι διασυνδέσεις εντός του κράτους μένουν προς το παρόν στο απυρόβλητο και “στόχοι” είναι κάποιων πολύ συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Ο (άγνωστος) παράγοντας Κούρδοι
Μετά από δεκαετίες στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής, οι Κούρδοι διαφαίνεται πως θα διαδραματίσουν έναν ρόλο ρυθμιστή. Ακόμη και υπό άλλη κομματική ομπρέλα, αν τελικά η Δικαιοσύνη απαγορεύσει το HDP. Το ίδιο το HDP έχει ανακοινώσει προς το παρόν πως δεν κατεβάζει δικό του υποψήφιο πρόεδρο και περιμένει από τον Κιλιντσάρογλου να τους φωνάξει να συνομιλήσουν.
Όντως η πτυχή του κουρδικού κινήματος που συνδέεται με την μεγάλη συμμαχία της Αριστεράς όπως αυτή επικρατεί τουλάχιστον από το 2015 – 2016, είχε συγκεκριμένα κέρδη ιδεολογικά περισσότερα τα οποία βασίζονται και στο τί είχε συμβεί στη βόρεια Συρία, όταν πρώτη φορά είχαμε, έστω και πολύ μικρό και σχετικά σύντομης χρονικής διάρκειας πείραμα της αυτονόμησης περιοχών με κουρδική πλειοψηφία πληθυσμού. Στην Τουρκία, η κουρδική μειονότητα πολιτικοποιείται με μεγαλύτερη σαφήνεια στον άξονα της εθνοτικής της ταυτότητας. Είναι πλέον πολύ δύσκολο πλέον για τον Ερντογάν να κερδίσει ψήφους από την συγκεκριμένη τάση της κουρδικής κοινωνίας, εξ’ ου και η λογική της συμμαχίας του Τούρκου προέδρου να συμμαχήσει με ό,τι πιο συντηρητικό υπάρχει έναντι των Κούρδων. Λόγω της πολιτικής στρατηγικής σημασίας που φέρεται από δημοσκοπήσεις να κερδίζει το 10% έως 13% των ψήφων, είναι δυνατό να υπάρξει το ενδεχόμενο μιας καλύτερης διαπραγμάτευσης εντός της νέας Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης που θα προκύψει από τις κοινοβουλευτικές εκλογές σε σχέση με τις θέσεις του φιλοκουρδικού κόμματος. Διαφαίνεται πλέον μια καλύτερη επαφή και αντιμετώπιση από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα προς κάποια από τα αιτήματα του κόμματος Δημοκρατίας των Λαών, εκείνο που απομένει να φανεί είναι ο βαθμός αντίδρασης από το IYI και την ηγέτιδα του Άκσενερ σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης της αντιπολίτευσης.
Οικονομικά μοντέλα
Η άρνηση του πρώην τσάρου της τουρκικής οικονομίας Μεχμέτ Σιμσέκ να επιστρέψει στην πολιτική σκηνή, οδήγησε το AKP να προσπαθεί να ανοικοδομήσει την οικονομική του αξιοπιστία. Ορισμένα μέλη του AKP ήθελαν ο Σιμσέκ να υποστηρίξει την τελευταία ρητορική στροφή του κόμματος σε περισσότερο ορθόδοξες οικονομικές πολιτικές ελεύθερης αγοράς, καίτοι επί σειρά ετών ο Ερντογάν ακολουθούσε το δικό του δόγμα που είχε ως απότοκο τον να εξευτελιστεί η λίρα και ο πληθωρισμός να εκτιναχθεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Από την άλλη o Μπιλγκέ Γιλμάζ, ο οποίος θεωρείται από αναλυτές ως ισχυρότερος υποψήφιος για να γίνει ο επόμενος τσάρος της οικονομίας της Τουρκίας αν το μπλοκ της αντιπολίτευσης επικρατήσει στις εκλογές, είπε σε συνέντευξή του ότι θα κληρονομήσουν «τα συντρίμμια του αιώνα».
«Στο κομμάτι της Οικονομίας βρίσκεται η μεγάλη ουσία μιας πτυχής και της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά και των γενικότερων προσανατολισμών του τουρκικού κράτους. Αυτό που ονομάζεται ως “ανορθόδοξη” οικονομική πολιτική του Ερντογάν οδήγησε τελικά στην ολοκλήρωση ενός νέου οικονομικού μοντέλου το οποίο φαίνεται όμως να νοσεί σε πάρα πολλά στοιχεία, ένα μοντέλο το οποίο δυσλειτουργεί επιπλέον και λόγω των συνεπειών που άφησε πίσω του ο σεισμός. Η βασική λογική αυτού του νέου οικονομικού μοντέλου μας οδηγεί να μαντέψουμε ή να κατανοήσουμε περισσότερο τους κοινωνικούς πρωταγωνιστές. Η μεγάλη φιλοσοφία ήταν η εξής: Θα υποτιμηθεί η τουρκική λίρα, θα κρατηθεί η τουρκική λίρα σε βιώσιμα, αλλά σταθερά υποτιμημένα επίπεδα, με σκοπό ώστε να ευνοηθεί μέρος του εξαγωγικού εμπορίου της χώρας και μέσα από το εξαγωγικό εμπόριο θα μπορούσε το τουρκικό κράτος να καλυφθούν κάποια ελλείμματα του προϋπολογισμού, κάποια ισοζύγια και ανισορροπίες στο εμπορικό ισοζύγιο, αλλά κυρίως να κρατηθεί σε πολύ πιο σταθερά επίπεδα τα ποσοστά της ανεργίας και αντίστοιχα της εργοδότησης.
Υπό αυτό το μοντέλο, αυτή τη λογική ουσιαστικά είχαν ευνοηθεί οι μικρότερης κλίμακας επιχειρηματίες οι οποίοι έχουν απόλυτα συνδεδεμένα τα συμφέροντά τους με την εξουσία Ερντογάν. Αυτούς που μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει ισλαμιστές επιχειρηματίες ή ισλαμικό κεφάλαιο. Από την άλλη πλευρά το πρόγραμμα της αντιπολίτευσης φαίνεται να “νοσταλγεί” την περίοδο 2002-2007 όταν η τουρκική οικονομία είχε ως βασικό άξονα ανάπτυξης τη σχέση της με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το πρόγραμμα π.χ. ΔΝΤ και Παγκόσμιας Τράπεζας. Να ακολουθήσει περισσότερο την οικονομική ενσωμάτωση σε παγκόσμιο επίπεδο δια μέσου τέτοιου είδους προγραμμάτων. Φαίνεται όμως ότι θα υπάρξει προεκλογικά μια αντιπαράθεση καθώς προφανώς η παγκόσμια οικονομία δεν είναι στα ίδια επίπεδα, ούτε έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την περίοδο αρχών του 21ου αιώνα. Αλλά πολλά ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και επιχειρηματικές τάξεις της Τουρκίας φαίνεται να έχουν φτάσει στα όρια της ανοχής τους έναντι της οικονομικής πολιτικής του Τούρκου προέδρου, ίσως και αυτό το μήνυμα ήταν τόσο ισχυρό που οδήγησε τον Ερντογάν να καλοβλέπει μια επιλογή Μεχμέτ Σιμσέκ, που δεν έχει μέχρι στιγμής ευοδωθεί.