«Αναγνωρίζουμε και ζητάμε συγγνώμη για το γεγονός ότι ο ιδρυτής μας και όσοι τον χρηματοδότησαν αντλούσαν τον πλούτο τους από μια πρακτική που ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Με αυτήν την φράση η Katharine Viner, αρχισυντάκτρια του Guardian News & Media, απολογήθηκε για τον ρόλο που διαδραμάτισε στο διατλαντικό δουλεμπόριο, ο ιδρυτής της και οι συνεργάτες του.
«Καθώς εισερχόμαστε στον τρίτο αιώνα μας ως ειδησεογραφικός οργανισμός, αυτή η απαίσια ιστορία πρέπει να ενισχύσει την αποφασιστικότητά μας να χρησιμοποιήσουμε τη δημοσιογραφία μας για να αποκαλύψουμε τον ρατσισμό, την αδικία και την ανισότητα και να θέσουμε τους ισχυρούς προ των ευθυνών τους» επισήμανε η Viner.
H ιδιοκτήτρια εταιρεία του Guardian εκτός από την συγγνώμη ανακοίνωσε κι ένα δεκαετές πρόγραμμα αποκατάστασης της δικαιοσύνης.
Η Scott Trust δήλωσε ότι αναμένεται να επενδύσει περισσότερα από 10 εκατομμύρια λίρες (12,3 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) ειδικά σε κοινότητες των απογόνων των σκλάβων που συνδέθηκαν με τον John Edward Taylor, δημοσιογράφο και έμπορο βαμβακιού που ίδρυσε την εφημερίδα το 1821, και άλλων επιχειρηματιών του Μάντσεστερ που χρηματοδότησαν τη δημιουργία της.
Προηγουμένως ο Guardian, πραγματοποίησε ανεξάρτητη ακαδημαϊκή έρευνα το 2020 για να επιβεβαιωθεί η ιστορική σχέση μεταξύ της δουλείας και του Taylor.
Η έκθεση Scott Trust Legacies of Enslavement, που δημοσιεύθηκε την Τρίτη, αποκάλυψε ότι ο Taylor και τουλάχιστον εννέα από τους 11 χρηματοδότες του – του δάνεισαν από 100 λίρες ο καθένας για να ιδρύσει τον Manchester Guardian- είχαν διασυνδέσεις με τη δουλεία, κυρίως μέσω της κλωστοϋφαντουργίας.
Ο ιδρυτής του Guardian, είχε πολλαπλούς δεσμούς μέσω συνεργασιών, με την εταιρεία παραγωγής βαμβακιού Oakden & Taylor και την εταιρεία εμπορίας βαμβακιού Shuttleworth, Taylor & Co, η οποία εισήγαγε τεράστιες ποσότητες ακατέργαστου βαμβακιού που παρήγαγαν σκλάβοι στην Αμερική.
Οι ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Νότιγχαμ και του Χαλ κατάφεραν να εντοπίσουν τους δεσμούς του Taylor με τις φυτείες στα νησιά κατά μήκος των ακτών της Νότιας Καρολίνας και της Τζόρτζια, αφού εξέτασαν βιβλία τιμολογίων που έδειχνε ότι η Shuttleworth, Taylor & Co λάμβανε βαμβάκι από την περιοχή, το οποίο περιείχε τα αρχικά και τα ονόματα των ιδιοκτητών φυτειών αλλά και των σκλάβων.
Ένας άλλος από τους πρώτους χρηματοδότες της Guardian, ο Sir George Philips, ήταν συνιδιοκτήτης της φυτείας ζάχαρης Success στην Τζαμάικα.
Μάλιστα, προσπάθησε ανεπιτυχώς να διεκδικήσει αποζημίωση από τη βρετανική κυβέρνηση το 1835, ενώ είχε ήδη καταργηθεί το καθεστώς της δουλείας, από το 1933, για αυτό που θεωρούσε απώλεια της ανθρώπινης περιουσίας του, και απαριθμούσε 108 σκλάβους.
Ο συνεταίρος του, ωστόσο, διεκδίκησε με επιτυχία αποζημίωση που, σύμφωνα με την πιο συντηρητική εκτίμηση, αξίζει σήμερα περίπου 200.000 στερλίνες.
Παράλληλα με τη συγγνώμη “προς τις πληγείσες κοινότητες που εντοπίστηκαν στην έρευνα και τους επιζώντες απογόνους των σκλαβωμένων για το ρόλο που διαδραμάτισαν ο Guardian και οι ιδρυτές του σε αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας”, η εταιρεία ζήτησε επίσης συγγνώμη για τις πρώϊμες δημοσιογραφικές θέσεις της που υποστήριζαν τη βιομηχανία βαμβακιού και, επομένως, την εκμετάλλευση των σκλάβων.
Το ταμείο αποκατάστασης της δικαιοσύνης θα στηρίξει έργα στην περιοχή Gullah Geechee και την Τζαμάικα κατά την επόμενη δεκαετία μετά από διαβούλευση με εμπειρογνώμονες σε θέματα αποζημιώσεων και κοινοτικές ομάδες.
Ο Guardian ανακοίνωσε ότι θα επεκτείνει την έρευνά του και στις κοινότητες των μαύρων στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, την Καραϊβική, τη Νότια Αμερική και την Αφρική, με σχέδια για τη δημιουργία 12 νέων δημοσιογραφικών θέσεων από μαύρους.
Το Scott Trust θα χρηματοδοτήσει επίσης ένα νέο παγκόσμιο πρόγραμμα υποτροφιών για μαύρους δημοσιογράφους στα μέσα της καριέρας τους και θα επεκτείνει το πρόγραμμα υποτροφιών κατάρτισης του Ιδρύματος Guardian.
naftemporiki.gr