Του Άγγελου Κοντογιάννη-Μάνδρου
Έχοντας διαμορφώσει ένα αρραγές μέτωπο υπέρ του Κιέβου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αμερικανική διπλωματία ακολουθεί τους τελευταίους μήνες μια επιθετικότερη πολιτική ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Σε περιοχές, δηλαδή, όπου η Ρωσία διατηρεί ισχυρά διπλωματικά και οικονομικά ερείσματα. Ο κύριος στόχος των Αμερικανών είναι η απεξάρτηση από τη ρωσική αγορά ενέργειας, αλλά κυρίως τα εξοπλιστικά συμβόλαια της Μόσχας και οι δραστηριότητες της παραστρατιωτικής Ομάδας Βάγκνερ, η οποία θεωρείται Δούρειος Ίππος του Κρεμλίνου σε μια σειρά από χώρες, όπως το Μάλι, η Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία και η Λιβύη.
Διόλου τυχαία, το θέμα Βάγκνερ βρέθηκε στο επίκεντρο της πρόσφατης επίσκεψης του διευθυντή της CIA, Ρίτσαρντ Μπερνς, στη Λιβύη, καθώς και στις επαφές του Άντονι Μπλίνκεν με την αιγυπτιακή πλευρά. Ο αμερικανικός παράγοντας δεν περιορίστηκε, όμως, στη σκιώδη διπλωματία. Στα τέλη Φεβρουαρίου, ο Λευκός Οίκος διοργάνωσε στην Ουάσιγκτον μια σύσκεψη για τη Λιβύη με αντιπροσωπείες από την Αίγυπτο, την Τουρκία, το Κατάρ, τα Εμιράτα, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Αγγλία. Όλων δηλαδή των δυνάμεων που δραστηριοποιούνται ενεργά στην περιοχή πλην Ρωσίας. Στη διάσκεψη αυτή παρευρέθηκε και ο Αμπντουλάγι Μπατίλι, ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Λιβύη. Το βασικό ζήτημα που συζητήθηκε ήταν η επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ των δύο αντίπαλων κυβερνήσεων που εδρεύουν σε Τρίπολη και Σύρτη, καθώς και η διαμόρφωση ενός οδικού χάρτη για την διενέργεια εθνικών εκλογών στα τέλη του 2023. Αυτό θεωρείται ως αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλοποίηση της πολιτικής κατάστασης και την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων (Βάγκνερ, στρατιωτικοί σύμβουλοι, κλπ), οι οποίες αυτή τη στιγμή έχουν εδραιωμένη παρουσία στα ανατολικά της χώρας, αποτελώντας βασικό στήριγμα του Λιβυκού Εθνικού Στρατού.
Ενδεικτικό της κινητικότητας που επικρατεί είναι το γεγονός ότι πέντε μέρες μετά τη σύσκεψη στην Ουάσιγκτον, ο Μπατίλι παρουσίασε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ την πρότασή του για τον νέο οδικό χάρτη. Στην ομιλία του δε υπερθεμάτισε υπέρ της ανάγκης εύρεσης κοινού τόπου όχι μόνο μεταξύ των πολιτικών αλλά και των στρατιωτικών δυνάμεων της Λιβύης, δηλαδή του Λιβυκού Εθνικού Στρατού του στρατηγού Χαφτάρ και των αντιπάλων του που στηρίζουν την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης. Το εάν και κατά πόσο θα τελεσφορήσει αυτή η προσπάθεια μένει να φανεί. Είναι σαφές πάντως ότι η κυβέρνηση της Ανατολικής Λιβύης και ο Χαφτάρ θα δεχθούν ισχυρές πιέσεις για εξομάλυνση των σχέσεων με την Τρίπολη και διακοπή των στενών σχέσεων με το Κρεμλίνο, η παρουσία του οποίου στη Λιβύη στοχοποιείται πολύ εντονότερα από εκείνη άλλων δυνάμεων, όπως η Τουρκία.
Με δεδομένη την ύπαρξη του Τουρκολυβικού μνημονίου για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών νοτίως της Κρήτης, οι εξελίξεις αυτές αφορούν άμεσα και την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση παραμένει αποκλεισμένη από τις σχετικές διεργασίες (διάσκεψη του Βερολίνου, σύσκεψη στην Ουάσιγκτον κλπ). Εάν ο δυτικός παράγοντας εστιάσει μονοσήμαντα στην απεμπλοκή της Μόσχας από το Λιβυκό, υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος ή ήδη εδραιωμένη επιρροή της Άγκυρας να ενισχυθεί έτι περαιτέρω. Η Αίγυπτος και τα Εμιράτα αποτελούν βεβαίως σημαντικά αντίβαρα στις τουρκικές επιδιώξεις, η υποστήριξη που παρέχουν όμως στην κυβέρνηση της Σύρτης είναι ως επί τω πλείστων διπλωματική και οικονομική. Υπό αυτή την έννοια, μια δυνητική αποχώρηση της Μόσχας μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα και να εξασθενίσει τόσο τον Λιβυκό Εθνικό Στρατό, όσο και την Κυβέρνηση Εθνικής Σταθερότητας με την οποία συνομιλεί η Αθήνα.