Ο Ισπανός Paco Rabanne, που έφυγε σήμερα από την ζωή στα 88 του χρόνια, εισέβαλε στον χώρο της μόδας ως προβοκάτορας. H Κοκό Σανέλ τον απέρριψε λέγοντας ότι δεν ήταν σχεδιαστής, αλλά μεταλλουργός. O ίδιος δεν ξεχνούσε ότι η πρώτη του αγάπη του ήταν η αρχιτεκτονική.
Τα δώδεκα «Αφόρετα Φορέματα», στην πρωτοποριακή επίδειξή του το 1966, φτιαγμένα από πλέγμα μεταλλικών και πλαστικών κρίκων, προκάλεσαν τις αντιδράσεις των παραδοσιακών της Haute Couture, και σαφέστατα δεν φτιάχτηκαν για να αγαπηθούν από το κοινό λόγω των υλικών τους, Αλλά εισήγαγαν στη μόδα, έννοιες στενά συνδεδεμένες με τον βιομηχανικό σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική της εποχής . Ήταν δοκίμια, με την αυθεντική έννοια του όρου, όπως γράφει η El Pais, που ήρθαν σε ρήξη με τη λατρεία του υφάσματος από την προηγούμενη γενιά σχεδιαστών, του Dior, του Balenciaga και, σε μικρότερο βαθμό, του Yves Saint Laurent.
Ο Rabanne, όπως ο Courrèges και ο Pierre Cardin, ανήκε στην ομάδα σχεδιαστών που θαμπώθηκαν από τον ανταγωνισμό του διαστήματος, ένα από τα σύμβολα του Ψυχρού Πολέμου. Λίγη σημασία είχε το γεγονός ότι οι καινοτομίες του έμοιαζαν ανέφικτες: στη δεκαετία που κορυφώθηκε με την άφιξη του ανθρώπου στο φεγγάρι, τα όρια κατέρρεαν.
Σε κάθε περίπτωση, ήταν ένας νεαρός άνδρας που την δεκαετία του ’60 «γαλλοποίησε» το επώνυμό του προκειμένου να βρει το δρόμο του στους κύκλους της μόδας στο Παρίσι, την αδιαμφισβήτητη τότε παγκόσμια πρωτεύουσα της μόδας.
from architecture to shaping space age fashion — rest in peace, paco rabanne (1934-2023) pic.twitter.com/USU0dVdVG6
— N (@maigosia) February 3, 2023
Ο Francisco Rabaneda Cuervo γεννήθηκε στην παραθαλάσσια Πασάια το 1934 και δεν είχε εύκολη παιδική ηλικία. Ο Ανδαλουσιανός πατέρας του ήταν στρατηγός πιστός στη Δημοκρατία. Η Βάσκα μητέρα του, ήταν αγωνίστρια και μέλος της ηγεσίας του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCE).
Μετά την εκτέλεση του πατέρα το 1937, η οικογένεια μετακόμισε στη Γαλλία όταν ο μελλοντικός σχεδιαστής ήταν μόλις πέντε ετών. Εκεί, σπούδασε αρχιτεκτονική στην Ecole Nationale Supérieure des Beaux-Arts και άρχισε να φτιάχνει κοσμήματα με Rhodoïd, ένα νέο διαφανές υλικό, τα κομμάτια του οποίου συνέδεε με κρίκους ή αλυσίδες.
Οι δημιουργίες του, του άνοιξαν τις πόρτες σε ατελιέ κύρους, όπως αυτά των Dior, Givenchy και Balenciaga, με τους οποίους η μητέρα του είχε συνεργαστεί στο Σαν Σεμπαστιάν πριν από τον εμφύλιο πόλεμο.
Η παρουσίαση των πρώτων συλλογών του συνέπεσε με την μετάβαση της μόδας, από την Υψηλή Ραπτική, κυρίαρχο μοντέλο μέχρι τότε, στο Prêt à Porter.
Το «ανθολόγιο» της Barbarella
Η μόδα, για πρώτη φορά, μπορούσε να πειραματιστεί με το ανεπίτρεπτο. Μετουσιώθηκε στις φαντασιώσεις του Saint Laurent και του Valentino, εξέφρασε τις εμμονές της νεολαίας – μίνι φούστα, ροκ, ανδρόγυνο στιλ- και έγινε οπαδός των τεχνολογικών εξελίξεων της εποχής.
Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις πιο ριζοσπαστικές δημιουργίες του Rabanne ήταν τα κοστούμια για την ταινία Barbarella (1968), την ερωτική κωμωδία επιστημονικής φαντασίας που σκηνοθέτησε ο Roger Vadim.
Στην ταινία η Jane Fonda υποδυόταν μια ηρωΐδα που στο τέλος κάθε περιπέτειας έχανε τα ρούχα της, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να αλλάζει συνεχώς κοστούμια, που μπήκαν στο ανθολόγιο της αισθητικής του Rabanne: Φουτουριστικά, αλλά και αισθησιακά, ασεβή και rock ‘n’ roll.
Οι επόμενες συλλογές του, ακολούθησαν την ίδια πορεία.. Οι ταινίες της εποχής αποτυπώνουν την τόλμη των μοντέλων του, ντυμένων σαν μονομάχων με στενά ρούχα, και φούστες με μεταλλικές λεπτομέρειες που λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής.
Παράλληλα πειραματίστηκε με ασυνήθιστα υλικά και προκαλούσε με δηλώσεις, κάτι που στήριξε τη φήμη του ως το «τρομερό παιδί» της μόδας κερδίζοντας έτσι τη συμπάθεια των εκκεντρικών της εποχής, όπως ο Σαλβαδόρ Νταλί.
Το άρωμα του χρήματος
Αν η μόδα του Rabanne ήταν τροφή για τον Τύπο και την τηλεόραση – αλλά όχι τόσο για το κοινό, το οποίο προτιμούσε λιγότερο πειραματικές φόρμουλες – η οικονομική μηχανή της επιχείρησης ήταν το τμήμα αρωμάτων.
Τη δεκαετία του 1960, ο Antonio και ο Mariano Puig, η δεύτερη γενιά της οικογένειας στο τιμόνι της γνωστής εταιρείας αρωματοποιίας, υπέγραψαν συνεργασία με τον Rabanne που οδήγησε σε καινοτόμα αρώματα όπως το Calandre (1969), ένα άρωμα “ερωτικής συνεύρεσης στο καπό ενός αυτοκινήτου σε ένα μεσογειακό δάσος.”…
Το 1973 ακολούθησε το Paco Rabanne Pour Homme, του οποίου το εμβληματικό πευκοπράσινο μπουκάλι αποτελεί σταθερή αξία για γενιές ανδρών. Σε μια αγορά που κυριαρχείται από αρώματα με διάθεση φινέτσας, ο νεωτερισμός και η επαναστατικότητα του Rabanne ανοίγει το δρόμο για λιγότερο αυστηρές φόρμουλες.
Η επιτυχία του ήταν τέτοια που το 1986 η Puig εξαγόρασε το σύνολο της επιχείρησης του σχεδιαστή η οποία στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα και μέσα στον εικοστό πρώτο αιώνα υπέγραψε πολλές κολόνιες που έγιναν best sellers
https://www.youtube.com/watch?v=j5tcgeKcPwg
O σχεδιαστής συνέχισε να παρουσιάζει συλλογές υψηλής ραπτικής μέχρι το 1999, όταν οικος Puig επέλεξε να τερματίσει αυτή τη δραστηριότητα λόγω του υψηλού κόστους. Ο Rabanne κράτησε την επίβλεψη των ρούχων Pret a Porter.
Οι…προφητείες
Ο Rabanne είχε έφεση στον μυστικισμό και τον εσωτερισμό. Μίλησε και έγραψε εκτενώς για τις «προηγούμενες ζωές του» και το ταξίδι του στη Γη από τον πλανήτη Altair, για να οργανώσει τον πολιτισμό πριν από 78.000 χρόνια».
Το 1999 προέβλεψε στο βιβλίο του “Fire From Heaven” (Φωτιά από τον ουρανό) ότι το Παρίσι θα καταστρεφόταν αργότερα εκείνη τη χρονιά όταν ο ρωσικός διαστημικός σταθμός Mir θα έπεφτε στη Γη – ένας ισχυρισμός που προήλθε από την ανάγνωση του Γάλλου «προφήτη» Νοστράδαμου του 16ου αιώνα.
Αλλά αν έχει αποδειχθεί προφητική φιγούρα, αυτό δεν οφείλεται στις αστρολογικές του συνωμοσίες, αλλά στην ικανότητά του να προβλέπει τις αλλαγές στον τομέα της μόδας, που παραδόξως κατέληξε να υιοθετήσει πολλές από τις αρχές που υπερασπιζόταν ο Ισπανός σχεδιαστής την ιδεαλιστική δεκαετία του ’60 . Εξελίχθηκε σε πρακτική, τεχνοκρατική, τολμηρή και κομψή αλλά όχι από… κομψότητα. Από ελεύθερη έκφραση.
naftemporiki.gr