Δύο χρόνια συμπληρώνονται σήμερα στην Μιανμάρ από το στρατιωτικό πραξικόπημα, και οι ακτιβιστές υπέρ της Δημοκρατίας διαδηλώνουν «σιωπηλά».
Πριν από δύο χρόνια, η χούντα ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκλεγμένη ηγέτη Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία αργότερα καταδικάστηκε σε 33 χρόνια φυλάκιση σε αμφιλεγόμενες δίκες, κατέστειλε τις διαδηλώσεις κατά του πραξικοπήματος, συνέλαβε δημοσιογράφους και πολιτικούς κρατούμενους και εκτέλεσε αρκετούς ακτιβιστές υπέρ της δημοκρατίας, προκαλώντας την καταδίκη των Ηνωμένων Εθνών και των οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και κυρώσεις από την Δύση.
Οι κυρώσεις της Δύσης ενισχύθηκαν χθες, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Αυστραλίας και του Καναδά, να επιβάλουν περαιτέρω κυρώσεις με περιορισμούς σε αξιωματούχους της ενέργειας και μέλη της χούντας, μεταξύ άλλων.
Δύο χρόνια μετά, η χώρα βρίσκεται στο χάος. Η οικονομία έχει καταρρεύσει, με ελλείψεις να καταγράφονται σε βασικά προϊόντα, όπως τρόφιμα και καύσιμα. Την ίδια ώρα το κίνημα αντίστασης με ομάδες ανταρτών, που έχουν ξεφυτρώσει σε ολόκληρη τη χώρα συμμαχώντας με τοπικές πολιτοφυλακές, συγκρούονται με τον στρατό σε πολλαπλά μέτωπα. Ανάμεσά τους είναι πολλοί έφηβοι και νεαροί πτυχιούχοι, των οποίων οι ζωές και οι φιλοδοξίες έχουν ανατραπεί από έναν πόλεμο χωρίς τέλος.
Μέχρι σήμερα περίπου 1,2 εκατ. άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί και περισσότεροι από 70.000 έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία έχουν κατηγορήσει τον στρατό για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Οι διαδηλώσεις σήμερα ήταν «σιωπηλές», με τους ακτιβιστές της δημοκρατίας να έχουν καλέσει τον κόσμο να μην βγαίνει στους δρόμους μεταξύ 10 π.μ. και 3 μ.μ. Φωτογραφίες από τις πόλεις Γιανγκόν και Μανταλέι, που δημοσιεύθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δείχνουν έρημους δρόμους σε αυτό που ονομάζουν σιωπηλή διαμαρτυρία κατά της χούντας.
Όχι όπως την πρώτη φάση του πραξικοπήματος. Για μήνες μετά το πραξικόπημα, εκατομμύρια πολίτες σε όλη τη Μιανμάρ συμμετείχαν σε διαδηλώσεις, απεργίες και άλλες μορφές πολιτικής ανυπακοής, απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις ελευθερίες που είχαν κατακτηθεί πολύ πρόσφατα. Η Μιανμάρ δεν είχε προλάβει να ξεμουδιάσει από δεκαετίες βίαιης στρατιωτικής διακυβέρνησης όταν ο στρατός πήρε και πάλι την εξουσία, ακυρώνοντας τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που είχαν προηγηθεί.
Εκείνες οι διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματοκύλισμα. Σύμφωνα με την οργάνωση Assistance Assistance for Political Prisoners (AAPP), από το πραξικόπημα, τουλάχιστον 2.900 άνθρωποι στη Μιανμάρ έχουν χάσει τη ζωή τους από τα στρατεύματα της χούντας και περισσότεροι από 17.500 έχουν συλληφθεί, η πλειονότητα των οποίων εξακολουθεί να βρίσκεται υπό κράτηση.
Καθώς εκατομμύρια άμαχοι στη Μιανμάρ παλεύουν με τη ζοφερή πραγματικότητα μετά το πραξικόπημα, μεγάλο μέρος του κόσμου δεν φαίνεται να ακούει την «σιωπηλή» φωνή τους. Μιλώντας στην Clara Ferreira Marques του Bloomberg, λίγους μήνες μετά την εισβολή της Ρωσίας, μία Ουκρανή αξιωματούχος της είχε αποκαλύψει την μεγαλύτερη ανησυχία της. «Ότι θα μας ξεχάσουν».
Αυτό πρέπει να είναι πολύ οικείο συναίσθημα σε αυτούς που είναι κατά του βάναυσου καθεστώτος χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Μιανμάρ, σχολιάζει η Clara Ferreira Marques σε άρθρο της στο Bloomberg Opinion.
«Δύο χρόνια μετά, το πραξικόπημα είναι όλο και περισσότερο μακριά από τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς τύπου, και ένα από τα φτωχότερα έθνη της Νοτιοανατολικής Ασίας έχει διολισθήσει σε έναν δυσεπίλυτο εμφύλιο πόλεμο. Ανακοινώνοντας σχέδια για εκλογές αργότερα αυτό το έτος – με τους δικούς του όρους, φυσικά – ο στρατός τζογάρει, και μπορεί να αποφασίσει να προχωρήσει με κάποια επίφαση νομιμότητας για να μειώσει την εξωτερική πίεση. Η ευρύτερη περιοχή και η Δύση πρέπει αντ ‘αυτού να το ανατρέψουν», συμπληρώνει εξηγώντας πως είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κερδίσει ένα κόμμα που υποστηρίζεται από τον στρατό.
«Δεν υπάρχει σχεδόν καμία πιθανότητα η ψηφοφορία να είναι ελεύθερη ή δίκαιη, όπως έχουν ήδη σημειώσει τα Ηνωμένα Έθνη. Βέβαιη είναι όμως η αύξηση της βίας». Για την ίδια είναι επιτακτικής ανάγκης να διατηρηθεί η πίεση στην στρατιωτική ηγεσία της χώρας.
Σήμερα πάντως το συμβούλιο ασφαλείας που υποστηρίζεται από τον στρατό πρόκειται να προχωρήσει σε δήλωση που ενδέχεται να αναφέρει εάν θα παραταθεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενόψει των εκλογών, την διεξαγωγή των οποίων φέτος έχει υποσχεθεί ο στρατός. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης κηρύχθηκε για ένα χρόνο τον Φεβρουάριο του 2021. Τότε ο στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ που κατέβαλε με τη βία την εξουσία είχε κάνει λόγο για μια νόμιμη εκστρατεία κατά των «τρομοκρατών». Έκτοτε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει ανανεωθεί δύο φορές για έξι μήνες, με την τελευταία φάση να λήγει σήμερα.