Η αμερικανική κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν θα προμηθεύσει στην Ουκρανία για πρώτη φορά ρουκέτες με μεγαλύτερο βεληνεκές, καθώς και διάφορα είδη πυρομαχικών, όπλων και ανταλλακτικών, ως μέρος του νέου πακέτου στρατιωτικής βοήθειας ύψους 2 δισ. δολαρίων. Αυτό υποστηρίζουν διεθνή μέσα επικαλούμενα Αμερικανούς αξιωματούχους.
Το πακέτο ολοκληρώνεται καθώς η Ουκρανία προετοιμάζεται για μια νέα ρωσική επίθεση και προσπαθεί όχι μόνο να κρατήσει το έδαφος που έχει ανακαταληφθεί αλλά να εκμεταλλευτεί νέα πλεονεκτήματα στο πεδίο της μάχης.
Η νέα βοήθεια θα περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό ανταλλακτικά για συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας Patriot, πυρομαχικά ακριβείας και αντιαρματικούς πυραύλους Javelin. Ωστόσο, δεν θα περιλαμβάνει προηγμένα όπλα, όπως πύραυλους μεγάλου βεληνεκούς.
Αναλυτικότερα, το μεγαλύτερο μέρος του ποσού (1,7 δισεκ. δολάρια) θα προέλθει από κονδύλι που επιτρέπει στην κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν να προμηθεύεται είδη απευθείας από τη βιομηχανία, αντί να αντλεί από αποθέματα του αμερικανικού στρατού.
Θα διατεθεί ιδίως για την αγορά ρουκέτας νέου τύπου, της «εκτοξευόμενης από το έδαφος βόμβας μικρής διαμέτρου» (Ground Launched Small Diameter Bomb, GLSDB), που κατασκευάζουν από κοινού οι Boeing και Saab, με δραστικό βεληνεκές 150 χιλιομέτρων. Ως αυτό το στάδιο, η Ουάσιγκτον δεν ικανοποιεί το αίτημα του Κιέβου να σταλούν στον ουκρανικό στρατό πύραυλοι ATACMS, με βεληνεκές σχεδόν 300 χιλιομέτρων, που εκτοξεύονται από τα συστήματα HIMARS.
Ωστόσο, το βεληνεκές της GLSDB δυνητικά θα επιτρέψει στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις να επιτυγχάνουν την προσβολή στόχων ως τώρα εκτός εμβέλειας, στο πλαίσιο αντεπιθέσεων ή ενεργειών παρενόχλησης των ρωσικών στρατευμάτων πολύ πίσω από τις γραμμές των μετώπων.
Η ρουκέτα αυτή βασίζεται στον συνδυασμό της βόμβας GBU-39 και του κινητήρα ρουκετών M26. Και τα δύο είδη αυτά αφθονούν στις αποθήκες του αμερικανικού στρατού. Είναι κατευθυνόμενη με την αξιοποίηση του συστήματος GPS, υπερνικά συστήματα ηλεκτρονικής παρεμβολής, είναι παντός καιρού και μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς τεθωρακισμένα. Η GBU-39, η οποία είναι εφοδιασμένη με μικρά, αναδιπλούμενα πτερύγια, τα οποία επιτρέπουν να διανύει πάνω από 100 χιλιόμετρα όταν η ρίψη της γίνεται από αεροσκάφος, μπορεί να πλήττει στόχους με διάμετρο ακόμη κι ενός μέτρου.
Το πακέτο θα συμπεριλάβει επίσης μέρη για τα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας HAWK, συστήματα κατά UAVs, ραντάρ αντιπυροβολικού και επιτήρησης του εναέριου χώρου, εξοπλισμό επικοινωνιών, UAVs τύπου PUMA, καθώς και ανταλλακτικά για συστήματα όπως οι συστοιχίες αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας Patriot και τα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης Bradley.
Πέρα από το μέρος του πακέτου εξοπλισμών που θα αγοραστεί απευθείας από τη βιομηχανία, το άλλο, αξίας 400 και πλέον εκατ. δολαρίων, θα προέλθει από ειδικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του ο Αμερικανός πρόεδρος και του δίνει τη δυνατότητα να αντλεί από τα αποθέματα του στρατού των ΗΠΑ σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Στο πακέτο αυτό αναμένεται να συμπεριληφθούν οχήματα μεταφοράς προσωπικού ικανά να αντέξουν πλήγματα από νάρκες (MRAPs), συστήματα εκτόξευσης πολλαπλών κατευθυνόμενων ρουκετών (GMLRS) και διάφορα είδη πυρομαχικών.
Από τότε που ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε την εισβολή πριν από σχεδόν ένα χρόνο, οι ΗΠΑ και άλλοι σύμμαχοι προσπάθησαν να επιτύχουν μια ισορροπία, παρέχοντας στον ουκρανικό στρατό τον οπλισμό που χρειαζόταν για να αμυνθεί, αλλά όχι όπλα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ Ρωσία και ΝΑΤΟ.
Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, οι ΗΠΑ και η Γερμανία αντέστρεψαν την πολιτική τους σχετικά με τη μη προμήθεια αρμάτων μάχης. Ο Τζο Μπάιντεν πρόσφερε την περασμένη εβδομάδα 31 άρματα μάχης M1 Abrams. Αυτή η απόφαση ελήφθη αφού η Γερμανία αρνήθηκε να στείλει το άρμα μάχης της, το Leopard, εφόσον δεν στείλουν άρματα και οι υπόλοιποι σύμμαχοι.
«Κόκκινες γραμμές», ωστόσο, παραμένουν. Ο Μπάιντεν δήλωσε τη Δευτέρα ότι οι ΗΠΑ δεν θα στείλουν πολεμικά αεροσκάφη F-16 στην Ουκρανία, συμφωνώντας με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία που έχουν επίσης αποκλείσει το ενδεχόμενο προμήθειας μαχητικών αεροσκαφών.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters, Bloomberg