«Ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν ξέρει να εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος όσο κανένας τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και ελίσσεται επιδέξια μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας» γράφει η γερμανική εφημερίδα Die Welt . «Το τελευταίο του επίτευγμα: η συμφιλίωση με τον Σύρο δικτάτορα Άσαντ -με τις ευλογίες του Πούτιν και κατά της Δύσης», προσθέτει.
Η γερμανική εφημερίδα σημειώνει ότι κυβέρνηση Ερντογάν ακολουθεί μια επαμφοτερίζουσα πολιτική μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που προκαλεί συνεχώς διλήμματα στο ΝΑΤΟ, καθώς η Τουρκία έχει πολύ μεγάλη γεωστρατηγική σημασία, κάτι που γνωρίζει και ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος.
Η Welt εστιάζει ειδικότερα στο τελευταίο «επίτευγμα» του Τούρκου Προέδρου, τη συμφιλίωση με τον μέχρι πρότινος άσπονδο εχθρό του, τον δικτάτορα της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, τον οποίο επί 12 χρόνια χαρακτήριζε δολοφόνο και τρομοκράτη, ενώ από την πλευρά του ο Σύρος Πρόεδρος κατηγορούσε τον Ερντογάν για κλοπή ξένης γης, λόγω της κατάληψης συριακού εδάφους από τον τουρκικό στρατό, και ότι υποστηρίζει τρομοκράτες.
Πλέον όμως, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 14 Μαΐου, σημειώνεται στροφή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, με τις ευλογίες του Πούτιν και αντίθετα προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Όπως εξηγεί ο Σονέρ Τσαγκαπτάι, από το Washington Institute for Near East Policy, ο Ρώσος Πρόεδρος θέλει να δώσει τέλος στον πόλεμο στη Συρία, και στο πλαίσιο αυτό η συνεργασία Ερντογάν και Άσαντ μειώνει τη δυναμική σύγκρουσης στην περιοχή.
Η Welt αναφέρεται στον κοινό στόχο που συνδέει τους Προέδρους της Τουρκίας, της Συρίας και της Ρωσίας, δηλαδή την αποδυνάμωση της αυτόνομης κουρδικής διοίκησης στη Βορειοανατολική Συρία. Σημειώνει ότι οι εξελίξεις έχουν προκαλέσει συναγερμό στην Ουάσιγκτον, καθώς, σύμφωνα με τον Σονέρ Τσαγκαπτάι, οι ΗΠΑ θα είναι μεταξύ των ηττημένων, λόγω της αποδυνάμωσης της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή.
Ωστόσο δεν είναι μόνο οι διαφορετικές θέσεις ως προς τη Συρία που επιβαρύνουν τις σχέσεις Ουάσιγκτον και Άγκυρας, συνεχίζει η εφημερίδα , αλλά και η αντιδημοκρατική πολιτική του Τούρκου Προέδρου, όπως επίσης η στενή σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία: μετά και την απόκτηση του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 από την Τουρκία, η Ουάσιγκτον διέκοψε το πρόγραμμα πώλησης των F-35, ενώ η Άγκυρα πλέον επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό του στόλου των μαχητικών αεροσκαφών F-16, κάτι που υποστηρίζει μεν ο Πρόεδρος Μπάιντεν, ενώ το Κογκρέσο είναι αντίθετο.
Επιπλέον, αναφορά γίνεται στα εμπόδια που εγείρει η Άγκυρα στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και σχολιάζεται ότι οι δυτικοί του σύμμαχοι θεωρούν ότι ο Ερντογάν αποδυναμώνει την ενότητα του ΝΑΤΟ σε μια κρίσιμη συγκυρία. Παρόλα αυτά, η κριτική σε βάρος του Τούρκου Προέδρου είναι αξιοσημείωτα ήπια, εξαιτίας του ότι ο Ερντογάν κατάφερε εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία να ενισχύσει τη θέση του στη διεθνή σκηνή και να εμφανιστεί ως διαμεσολαβητής, ενώ προμηθεύει με όπλα την Ουκρανία, την ώρα που ενισχύει και τις οικονομικές του σχέσεις με τη Ρωσία.