Skip to main content

Σε τέσσερις ηγέτες τα «φώτα» του 2023

EPA/GIANLUIGI GUERCIA / POOL

Σε τέσσερις ηγέτες πέφτουν τα φώτα, τη νέα χρονιά: Λούλα ντα Σίλβα, Ναρέντρα Μόντι, Μπένζαμιν Νετανιάχου και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Το 2022 ήταν σίγουρα η χρονιά του Βλαντίμιρ Πούτιν και του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στη σκληρή σύγκρουση της Ουκρανίας. Και τη νέα χρονιά φυσικά θα κυριαρχήσουν, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα έχουν αναδειχθεί και αρκετές άλλες σημαντικές προσωπικότητες που θα παίξουν σημαντικό ρόλο: Για παράδειγμα, η Ιταλίδα πρωθυπουργός  Τζόρτζια Μελόνι, η πρώτη γυναίκα που ηγείται μιας κυβέρνησης στη Ρώμη, η οποία κατόρθωσε μέχρι στιγμής να αποτινάξει τη ρετσινιά της «μεταφασίστριας». Αλλά, και ο Βρετανός ομόλογός της, Ρίσι Σούνακ, ο ινδικής καταγωγής πρώτος «γιος της Αυτοκρατορίας» στην Ντάουνινγκ Στρητ.

Σε τέσσερις ηγέτες όμως πέφτουν αντικειμενικά τα φώτα, τη νέα χρονιά: Λούλα ντα Σίλβα, Ναρέντρα Μόντι, Μπένζαμιν Νετανιάχου και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η πρόκληση για τον Λούλα

Το 2023 ξεκινά με μια μεγάλη επιστροφή: του Λούλα ντα Σίλβα. Ο πρώην συνδικαλιστής, πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας από το 2003 έως το 2011, ορκίστηκε και πάλι πρόεδρος της χώρας, μετά την νίκη του επί του Ζαΐρ Μπολσονάρου στην κρίσιμη αναμέτρηση του περασμένου Οκτωβρίου.

Ο Λούλα επιστρέφει για να ηγηθεί μιας διχασμένης χώρας 215 εκατομμυρίων κατοίκων, που χαρακτηρίζεται από μεγάλες κοινωνικές εντάσεις, ανισότητες και τεράστια ενεργειακή κρίση.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Λούλα θα είναι το ταίριασμα των μεγάλων  φιλοδοξιών και προσδοκιών, με τη σκληρή πραγματικότητα.  Οι φιλοδοξίες του να φέρει ξανά τη Βραζιλία στο παγκόσμιο προσκήνιο επίσης, υπονομεύονται από το γεγονός ότι σχεδόν το 50% του πληθυσμού που ψήφισε Μπολσονάρου, θεωρεί τον Λούλα διεφθαρμένο.

Ο νέος πρόεδρος της Βραζιλίας θέλει να εφαρμόσει ένα οικονομικό μοντέλο  που να βασίζεται σε μεγάλες επενδύσεις, αύξηση των δημοσίων δαπανών για την ευημερία των πολιτών,την εκμετάλλευση των πρώτων υλών με περιβαλλοντικά πρότυπα και τον τερματισμό της αποψίλωσης του Αμαζονίου και το άνοιγμα σε αγορές όπως η Κίνα. Με απλά λόγια: Η Βραζιλία και ως χώρα μέλος των BRICS, θέλει να αναδειχθεί και πάλι ως μεγάλη δύναμη, αλλά κινδυνεύει να βρεθεί μπλεγμένη στον «Ψυχρό Πόλεμο 2.0», στη δίνη δηλαδή της  σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης.

Ο Μόντι και η «βιτρίνα» των G20

Στην ομάδα BRICS, ένας άλλος ηγέτης που θα απασχολήσει τον κόσμο την νέα χρονιά  θα είναι ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι . Στον τελευταίο, ολόκληρο χρόνο της δεύτερης θητείας του πριν από τις εκλογές του 2024, ο Ινδός εθνικιστής πρωθυπουργός θα προσπαθήσει να εδραιώσει τη θέση της χώρας του σε μια φάση μεγάλης παγκόσμιας προβολής: η Ινδία είναι πρόεδρος της G20 από την 1η Δεκεμβρίου και θα διοργανώσει την επόμενη Σύνοδο Κορυφής των 20 ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη στις 9-10 Σεπτεμβρίου 2023 στο Νέο Δελχί.

Για τον Μόντι, το 2023 θα είναι το έτος επιβεβαίωσης, στο οποίο θα πρέπει να ανταποκριθεί σε πολύ υψηλές προσδοκίες.

Στη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Σαμαρκάνδη, η Ινδία εμφανίστηκε ως ένα έθνος ικανό για πραγματικές σχέσεις με τη Ρωσία. Ακόμη και φίλη χώρα και με την ιστορική αντίπαλό της, την Κίνα. Εχοντας ολοένα και μεγαλύτερη πρόθεση να περιορίσει την επιρροή του Πεκίνου, ο Μόντι δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα αντίθετος με αμερικανικές  πρωτοβουλίες όπως ο συνασπισμός Aukus στον Ειρηνικό -την αμυντική συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Αυστραλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.Ταυτόχρονα, ο Ινδός πρωθυπουργός μετέχει ενεργά στην αναβίωση του λεγόμενου Quad : της σύμπραξης ΗΠΑ, Αυστραλίας, Ινδίας και η Ιαπωνίας που γεννήθηκε ως ιδέα το 2006 υπό το όραμα του Ινδο-Ειρηνικού ως ενιαίου στρατηγικού χώρου. Τα τέσσερα μέλη του Quad πίστευαν ότι η άνοδος της Κίνας και η εμβέλεια της Πρωτοβουλίας Belt and Road (BRI) θα αποτελούσαν απειλή για αυτά και την περιοχή.

Ειδικότερα, η συμμαχία AUKUS υπογραμμίζει ορισμένα από τα διλήμματα που αντιμετωπίζει η Ινδία όσον αφορά το Quad: εάν θα συμπράξει τελικά με τη Δύση για να συγκρατήσει την Κίνα στον Ινδο-Ειρηνικό ή θα φλερτάρει περισσότερο με τη Μόσχα και το Πεκίνο.

Σε κάθε περίπτωση, για τον Μόντι, το 2023 θα είναι γεμάτο δοκιμές πολιτικής ωριμότητας για τη χώρα του, συμπεριλαμβανομένων των εκλογών στο γειτονικό Πακιστάν και της διαχείρισης μιας διαδικασίας από την οποία το Νέο Δελχί ελπίζει ότι θα προκύψει ένας ηγέτης στο Ισλαμαμπάντ, ανοιχτός στην επίλυση των διμερών διαφορών.

Το δίλημμα του Νετανιάχου

Τη νέα χρονιά θα μας απασχολήσει πολύ ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου που επέστρεψε στην ηγεσία του Ισραήλ, σχηματίζοντας την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση στην ιστορία της χώρας .

Στη νέα κυβέρνηση του ηγέτη του Λικούντ, την 37η στην ιστορία του Ισραήλ, μετέχουν τρία εθνικο-συντηρητικά ακροδεξιά κόμματα, από την ψήφο των οποίων εξαρτάται και η επιβίωσή της στην Κνέσετ.

Ο ακροδεξιός Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, ηγείται μάλιστα ενός υπερ-υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας, που θα έχει άνευ προηγουμένου εξουσίες επί της ισραηλινής αστυνομίας. Η συμφωνία συνασπισμού μεταξύ Μπεν Γκβίρ και Νετανιάχου προβλέπει επίσης άμεση εποπτεία ολόκληρης της συνοριακής αστυνομίας, συμπεριλαμβανομένων των μονάδων της στη Δυτική Όχθη, οι οποίες μέχρι τώρα ήταν υπό την εξουσία του υπουργείου Άμυνας.

Η πρόκληση τώρα για τον Νετανιάχου θα είναι να συνδυάσει την κοσμική και εθνικιστική δεξιά του Λικούντ, με την υπερσυντηρητική ακροδεξιά του Μπεν Γκβίρ.

Η αντιμετώπιση περιφερειακών αντιπάλων του Ισραήλ, όπως το Ιράν και η μεγαλύτερη επίδειξη δύναμης  προς το Παλαιστινιακό ζήτημα, θα είναι μεταξύ των προκλήσεων της νέας κυβέρνησης. Για τον Νετανιάχου, ένας από τους στόχους είναι να τερματιστεί η εναντίον του δικαστική καταιγίδα και οι καταγγελίες για διαφθορά, προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία. Όπως συμβαίνει άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια, όπου ο «Μπίμπι» προσπαθεί να ρίξει άγκυρα στην εξουσία, που δεν έχει καμία πρόθεση να εγκαταλείψει.

Ο «κάβος» του Ερντογάν

Το 2023 θα βρει όμως και την Τουρκία στο επίκεντρο μεγάλων γεωπολιτικών σεναρίων, αλλά και της πιο κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης των τελευταίων 20 ετών.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θέλει μα γιορτάσει τα 100 χρόνια της Δημοκρατίας της Τουρκίας, κερδίζοντας και πάλι τις προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για τις 18 Ιουνίου .

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήρθε στην εξουσία πριν από 20 χρόνια με μια νέα πολιτική δύναμη νέο -Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Τότε είχε πει πώς «ξεκινά μια νέα εποχή στην Τουρκία. Με τη βοήθεια του Θεού, γυρίζουμε μια νέα, λευκή σελίδα στην ιστορία της χώρας. Θα ενισχύσουμε τους συνταγματικούς θεσμούς, θα επιταχύνουμε την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα προωθήσουμε την ένταξη της χώρας στην παγκόσμια οικονομία, με σεβασμό στον τρόπο ζωής όλων των πολιτών».

Δυο δεκαετίες μετά, αυτές οι υποσχέσεις φαίνονται σκέτη κοροϊδία. Ο Ερντογάν κυβερνά πλέον με αυταρχικό τρόπο ως «Σουλτάνος», συνεχίζει να κυνηγά με κάθε τρόπο τους πολιτικούς αντιπάλους του και όσους αμφισβητούν την εξουσία του, έχει βυθίσει στην άβυσσο την οικονομία με τον πληθωρισμό να τρέχει επισήμως με 85% και τη χώρα να «κινείται» χάρη στην βοήθεια του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας. Την ίδια ώρα η Ευρωπαϊκή προοπτική είναι μακρινό όνειρο και έχει δώσει τη θέση της σε μια νέο-Οθωμανική, εθνικιστική εξωτερική πολιτική . Μια πολιτική συνεχών στρατιωτικών επεμβάσεων σε γειτονικές χώρες και απειλών προς την Ελλάδα.

Ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί βέβαια να εμφανιστεί ως «επιτήδειος ουδέτερος» και  «μεσολαβητής»  μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, προβάλλοντας την Αγκυρα ως τον πιο απαραίτητο από τους εταίρους του ΝΑΤΟ. Για την Τουρκία του Ερντογάν δεν υπάρχουν σύμμαχοι ή εχθροί, υπάρχουν μόνο συμφέροντα. Και τα συμφέροντα δείχνουν προς την κατεύθυνση της λειτουργίας της χώρας ως ενεργειακού κόμβου και στη διαχείριση μεγάλων γεωπολιτικών έργων ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.

Θα καταφέρει ο Ερντογάν να περάσει τον τελευταίο πολιτικό κάβο της καριέρας του ως ηγέτης της Τουρκίας; Οι δημοσκοπήσεις το αμφισβητούν μέχρι τώρα, αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από τη συνεργασία των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης και κυρίως το πρόσωπο του κοινού υποψηφίου που θα στηρίξουν ως αντίπαλο του Ερντογάν.