Θεωρείται ο πιο ισχυρός ηγέτης μετά τον ιδρυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας Μάο Τσετούνγκ, εξασφαλίζοντας την παντοδυναμία στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος του Νοεμβρίου, αλλά εγκλωβίστηκε στην ενορχηστρωμένη από τον ίδιο πολιτική του «μηδενικού Covid».
Το κόστος που πληρώνει σήμερα ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, είναι μια οικονομία η οποία αναμένεται να παρουσιάσει φέτος την πιο χαμηλή ανάπτυξη εδώ και τέσσερις δεκαετίες και το μεγαλύτερο κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας από την Πλατεία Τιενανμέν το 1989.
Ήδη, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη είχε αισθανθεί το βάρος των αλλεπάλληλων lockdowns καθώς οδήγησαν σε συρρίκνωση της κατανάλωσης και διατάραξαν την παραγωγή εργοστασίων και κατά προέκταση της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Έτσι το «σλόγκαν του αναδυόμενου μεγαλείου της Κίνας», στο οποίο αναδείχθηκε η πολιτική του «μηδενικού Covid», αυτοαναιρέθηκε με τις βίαιες διαδηλώσεις να αναγκάζουν το Πεκίνο σε χαλάρωση των πανδημικών μέτρων, πυροδοτώντας ωστόσο νέο κύμα έξαρσης του κορονοϊού, που επιμελώς μετονομάστηκε σε ιό γρίπης, για να αποκλειστεί η όποια κυβερνητική αποτυχία.
Ο Σι Τζινπίνγκ εξασφάλισε στις 23 Νοεμβρίου το χρίσμα για την τρίτη θητεία του στην ηγεσία της χώρας στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στο οποίο ο 69χρονος ηγέτης ενίσχυσε περαιτέρω την εξουσία εδραιώνοντας το απόλυτο δόγμα: «ένα όραμα, ένας ηγέτης, ένα κόμμα» και περιστοιχιζόμενος πλέον μόνο από συμμάχους. Κατά την άποψη του Σι, η Κίνα είναι πιο κοντά από ποτέ στην επίτευξη του ονείρου της για «εθνική αναζωογόνηση», αλλά το μονοπάτι που ακολουθεί περιβάλλεται επίσης από «δυνατούς ανέμους, ασταθή νερά ή ακόμα και επικίνδυνες καταιγίδες» – μια σκοτεινή προειδοποίηση που έκανε ο Σι στο συνέδριο. Και όπως φάνηκε, η απάντηση του Σι σε αυτή τη σκοτεινή προοπτική είναι να εντείνει τη σκληρή υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων και της ασφάλειας της Κίνας έναντι όλων των αντιληπτών απειλών.
Αυτό αποτυπώνεται στην πιο ανοικτή θέση της Κίνας στον συστημικό ανταγωνισμό με τη Δύση – μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, πιο απροκάλυπτα ιδεολογικά εχθρικές θέσεις, περισσότερες προσπάθειες να οικοδομήσει δικούς της αντισυνασπισμούς και μεγαλύτερη ώθηση για να στηρίξει τη θέση της Κίνας στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Από την πρώτη στιγμή στην επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, κράτησε χαμηλούς τόνους, αποφεύγοντας να καταδικάσει την ενέργεια της Μόσχας και αγοράζοντας σταθερά ρωσική ενέργεια. Πολύ περισσότερο, το Πεκίνο φέρεται να ήξερε για τη ρωσική επίθεση ζητώντας από τον Πούτιν να την καθυστερήσει έως ότου ολοκληρωθούν οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνου.
Ταϊβάν και ΗΠΑ
Το θέμα της Ταϊβάν ανέβασε επικίνδυνα τους τόνους στα τέλη του καλοκαιριού, με αποκορύφωμα την επίσκεψη της πρώην προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι στο νησί, η οποία εξόργισε την Κίνα απαντώντας με δοκιμαστικές εκτοξεύσεις βαλλιστικών πυραύλων πάνω από την πρωτεύουσα Ταϊπέι και με απειλές προς την Ουάσιγκτον. Η Ταϊβάν είναι αυτοδιοικούμενο νησί, αλλά διεκδικείται από την Κίνα, η οποία τη βλέπει ως αποσχισμένη επαρχία. Το θέμα συζητήθηκε και στη συνάντηση που είχε με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στο πλαίσιο μιας πολιτικής εξωστρέφειας που ακολούθησε τους τελευταίους μήνες του έτους με επισκέψεις σε ΗΠΑ, Ε.Ε. αλλά και Σαουδική Αραβία, που σηματοδότησε τη μεγαλύτερη διπλωματική πρωτοβουλία στον αραβικό κόσμο.
Παρά τη διπλωματία με την Ουάσιγκτον, οι σχέσεις παραμένουν συγκρουσιακές, τουλάχιστον σε επίπεδο εμπορικής πολιτικής, με τις συνεχιζόμενες κυρώσεις σε βάρος κολοσσών, όπως η Huawei και τελευταία με την προσπάθεια να αποκοπεί η Κίνα από την πρόσβαση σε υψηλής τεχνολογίας τσιπ.
Στην εσωτερική πολιτική του, ο Σι έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική ευημερία του συνόλου, στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης προσπάθειας να δοθεί η εικόνα ότι το κόμμα νοιάζεται για τις ανάγκες των πολιτών, αλλά και ενός αυστηρότερου πολιτικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου πατάχθηκε η διαφθορά και η συγκέντρωση πλούτου σε λίγα πρόσωπα του τεχνολογικού τομέα.