Όταν παραμονές της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, στρατεύματα της Μόσχας είχαν συγκεντρωθεί κοντά στα σύνορα των δύο χωρών, λίγοι έβλεπαν ως πιθανό το σενάριο του πολέμου. Και από αυτούς τους λίγους που έπεσαν μέσα, είναι εντυπωσιακό ότι οι περισσότεροι εκτιμούσαν ότι θα δούμε ένα πόλεμο- αστραπή. Επομένως η διάρκειας εννιά μηνών σύγκρουση που βλέπουμε στην Ουκρανία ήταν ένα ακραίο σενάριο στο οποίο λίγοι θα στοιχημάτιζαν.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν ζει για χρόνια σε μια «φούσκα πληροφόρησης» η οποία μικραίνει όλο και περισσότερο, αναφέρει ο καθηγητής Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών Μαρκ Γκαλεότι στο βιβλίο του «Οι πόλεμου του Πούτιν: Από την Τσετσενία μέχρι την Ουκρανία», στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί όσοι βρίσκονταν έξω από τον χορό μπορούσαν να δουν με την οπτική της κοινής λογικής τα πράγματα ενώ ο Πούτιν όχι, και άρα προχώρησε με την ακραία εναλλακτική.
Ο Ρώσος πρόεδρος βασίζει όλο και περισσότερο την κρίση του στον γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, Νικολάι Πατρούσεφ, και στα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών. Αυτοί, με τη σειρά τους, έχουν μάθει ότι για να έχουν την εύνοια του προέδρου, πρέπει να του μεταφέρουν αυτό που έχει ανάγκη να ακούσει, αναφέρει.
Γιατί λείπει η διάθεση για διαπραγματεύσεις
Λίγη σημασία έχει όμως πώς φτάσαμε ως εδώ. Πλέον η προσοχή στρέφεται στο πώς θα τελειώσει ο πόλεμος. Εδώ διακρίνονται τρεις προσεγγίσεις, αυτή που θέλει ξεκάθαρη στρατιωτική ήττα της Ρωσίας, αυτή που θέλει διαπραγματεύσεις και άμεσες παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές και μια τρίτη που θέλει ισχυροποίηση της Ουκρανίας στο πεδίο σήμερα ώστε να διαπραγματευθεί από όσο το δυνατό καλύτερη θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όταν αυτό στρωθεί.
Σε αυτή την τρίτη κατηγορία φαίνεται ότι ανήκει ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος βλέπει το τέλος του πολέμου να γράφεται σε ένα τραπέζι. «Αλλά αυτό που συμβαίνει γύρω από αυτό το τραπέζι των διαπραγματεύσεων συνδέεται θεμελιωδώς με την κατάσταση στο πεδίο της μάχης. Έτσι, ο καλύτερος τρόπος για να μεγιστοποιήσουμε την πιθανότητα ενός αποδεκτού αποτελέσματος για την Ουκρανία είναι να την υποστηρίξουμε στρατιωτικά», έχει πει.
Πότε θα στρωθεί επομένως αυτό το τραπέζι των διαπραγματεύσεων; Όχι σύντομα, απαντάει ο Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Κρίστοφερ Μπλάτμαν. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πόλεμος δεν αναμένεται να λήξει σύντομα γιατί δεν μπορεί να επιτευχθεί κάποιο είδος συμβιβασμού.
Και αυτό οφείλεται:
- Στη δυναμική που δημιουργεί το τρίπτυχο:
- όταν οι ηγέτες πιστεύουν ότι η ήττα απειλεί την ίδια τους την επιβίωση
- όταν οι ηγέτες δεν έχουν ξεκάθαρη αίσθηση της δύναμής τους, ούτε του εχθρού τους, και
- όταν οι ηγέτες φοβούνται ότι ο αντίπαλός τους θα ισχυροποιηθεί στο μέλλον.
- Στο γεγονός ότι ο Πούτιν αρνείται την εγκυρότητα της ουκρανικής ταυτότητας και του ίδιου του ουκρανικού κράτους. «Βασικά, αυτός ο πόλεμος έχει επίσης τις ρίζες του στην ιδεολογία», λέει χαρακτηριστικά.
- Στο γεγονός ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι απλώς το πιο πρόσφατο παράδειγμα μιας μάχης που συνεχίζεται όχι μόνο λόγω στρατηγικών διλημμάτων, αλλά επειδή και οι δύο πλευρές βρίσκουν αποκρουστική την ιδέα του συμβιβασμού».
Γιατί έχουν διάρκεια οι συγκρούσεις
Οι πόλεμοι αποκτούν μεγάλη διάρκεια όταν οι ηγέτες πιστεύουν ότι μπορούν να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα πολεμώντας και όχι μέσω της διπλωματίας, αναφέρει ο Μπλάτμαν σε άρθρο του για το Foreign Affairs, όπου εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι χώρες που βρίσκονται σε σύγκρουση καταλήγουν να μάχονται σε μακροχρόνιους πολέμους:
Πρώτον, οι κυβερνώντες που φοβούνται για την επιβίωσή τους, μένουν στο πεδίο της μάχης. Εάν ο Πούτιν πιστεύει ότι η ήττα θα μπορούσε να τερματίσει το καθεστώς του, έχει ένα κίνητρο να συνεχίσει να αγωνίζεται, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες για τους Ρώσους.
Δεύτερον, η αβεβαιότητα επιμηκύνει τον πόλεμο. Για παράδειγμα, όταν και οι δύο πλευρές έχουν μόνο μια ασαφή αίσθηση της σχετικής τους δύναμης ή όταν υποτιμούν τις καταστροφικές συνέπειες της σύγκρουσης. Σε πολλές περιπτώσεις, λίγοι μήνες μαχών διαλύουν αυτή την ασάφεια. Οι μάχες στο πεδίο αποκαλύπτουν τη δύναμη και την αποφασιστικότητα κάθε πλευράς και ξεκαθαρίζουν τις εσφαλμένες αντιλήψεις, και οι αντίπαλοι με τη σειρά τους βρίσκουν έναν τρόπο να τερματίσουν τον πόλεμο καταλήγοντας σε μια συμφωνία που αντανακλά την ορατή πλέον ισορροπία δυνάμεων. Στην Ουκρανία όμως δεν είναι τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα στο πεδίο.
Τέλος, ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες και ιστορικοί υποστηρίζουν ότι κάθε πόλεμος με μεγάλη διάρκεια συνοδεύεται από ένα «πρόβλημα δέσμευσης» (και άρα αξιοπιστίας), την αδυναμία δηλαδή εκ μέρους της μιας πλευράς, ή και των δύο, να δεσμευτούν αξιόπιστα σε μια ειρηνευτική συμφωνία λόγω των αναμενόμενων αλλαγών στην ισορροπία εξουσίας. Σε αυτό καταλήξαμε λόγω αυτού που κάποιοι αποκαλούν η «παγίδα του Θουκυδίδη», ένας προληπτικός δηλαδή πόλεμος με τη μία πλευρά να εξαπολύει επίθεση για να «κλειδώσει» την τρέχουσα ισορροπία δυνάμεων.
Μεγάλος Πέτρος ή Νικόλαος Β΄;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται να είναι γεμάτος προβλήματα δέσμευσης, σχολιάζει ο Μπλάτμαν διακρίνοντας απροθυμία για συνομιλίες και συμβιβασμούς και από τις δύο πλευρές. «Δεν υπάρχει επικείμενη συμφωνία γιατί και οι δύο πλευρές προτιμούν τη μάχη από τις παραχωρήσεις», λέει χαρακτηριστικά.
Διακρίνει μάλιστα στην στάση των Ουκρανών μια τάση που επαναλαμβάνεται στην ιστορία όταν καταπιεσμένοι λαοί αποφασίζουν να πολεμήσουν για την ελευθερία τους ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. Την στάση αυτή ερμηνεύει επίσης υπό το πρίσμα της έννοιας του «αδιαιρέτου» που χρησιμοποιείται στη μελέτη του πολέμου: ένα αντικείμενο, ένα μέρος ή ένα σύνολο αρχών που οι άνθρωποι πείθουν τους εαυτούς τους ότι δεν μπορούν να διαιρεθούν ή να συμβιβαστούν με κανέναν τρόπο.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Γκαλεότι, το πραγματικό ερώτημα είναι άλλο: Για πόσο καιρό και με ποιο κόστος είναι πρόθυμη η Μόσχα να συνεχίσει αυτό τον πόλεμο. «Ο Πούτιν ίσως να μην μπορέσει ποτέ να παραδεχθεί ήττα, πολύ περισσότερο εφόσον αυτή θα είναι η τελευταία και καθοριστική του πράξη ως ηγέτης», υποστηρίζει σημειώνοντας ότι το τίμημα θα είναι υψηλό, ειδικά στο εσωτερικό της χώρας. «Ό,τι χρήμα ξοδεύεται στη Μαριούπολη ή τη Χερσώνα, δεν ξοδεύεται για τη Μόσχα ή Καλίνινγκραντ, ή για την διαχείριση της ανεργίας, την αντιμετώπιση των ανατιμήσεων και της διεθνούς απομόνωσης».
Μπορεί να έχει παρομοιάσει τον εαυτό του με τον Μεγάλο Πέτρο, ωστόσο, ο Πούτιν έχει καταλήξει να μοιάζει περισσότερο με τον Νικόλαο Β΄ της Ρωσίας, λέει ο Γκαλεότι, «τον τελευταίο τσάρο που νόμιζε ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια ευκαιρία να νομιμοποιήσει τον εαυτό του και το καθεστώς του, καταλήγοντας να οδηγήσει τη χώρα του σε ένα πόλεμο που δεν μπορούσε να νικήσει. Στο μεταξύ καταδίκασε τον ίδιο και τη δυναστεία του». Για τον Γκαλεότι είναι πιθανό η δύσκολη απόφαση για τον τερματισμό του πολέμου να παρθεί από τον διάδοχο του Πούτιν «όποιος είναι αυτός, και όποτε αναλάβει».