Είναι και οι δύο στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας αυτό το διάστημα. Και παρόλο που αυτοπροσδιορίζονται σε πολύ διαφορετική θέση στο πολιτικό φάσμα και οι δύο οδηγήθηκαν στην επιτυχία με παρόμοιο τρόπο, ενώ και οι δύο έχουν περιπέσει σε ανυποληψία για παρόμοιους λόγους. Αυτό είναι το σχόλιο της Wall Street Journal για τον ιδρυτή της FTX, Σαμ Μπάνκμαν Φριντ (SBF) και τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Η αρθρογράφος, Αλίσια Φίνλεϊ, εξηγεί πως και οι δύο άνδρες έγιναν διάσημοι με κινήσεις ρίσκου, επιθετικό μάρκετινγκ, φροντίζοντας να κάνουν φιλίες με τους κατάλληλους σελέμπριτις και παρουσιάζοντας πειστικά το όραμά τους για μία εποχή επιτυχίας. Και οι δύο εκμεταλλεύθηκαν τις πολιτικές προδιαθέσεις των υποστηρικών τους: ο Τραμπ τη δυσφορία των συντηρητικών απέναντι στη φιλελεύθερη άρχουσα τάξη της Αμερικής και ο SBF τις πνευματικές ματαιδοξίες των προοδευτικών.
Ο 30χρονος βίγκαν δεν ήταν μόνο ο δεύτερος μεγαλύτερος χορηγός των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές. Αρεσκόταν στο να προωθεί σκοπούς και κινήματα – περισσότερο ως μόδα παρά ως ουσία. Μιλούσε για ουδετερότητα του άνθρακα, «συμπεριληπτικό καπιταλισμό» και «αποτελεσματικό αλτρουισμό». Είχε επιστρατεύσει ακόμη και το top model, Ζιζέλ Μπούντχεν, ως σύμβουλο περιβαλλοντικών και κοινωνικών πρωτοβουλιών της FTX. «Όταν ο Σαμ ξεκαθάρισε πόσο αφοσιωμένος ήταν στο να προσφέρει στην κοινωνία, μου ζήτησε να τον βοηθήσω να καταλάβει τι θα είχε τον μεγαλύτερο αντίκτυπο» είχε δηλώσει η Ζιζέλ στο Forbes τον περασμένο Απρίλιο.
Για τον SBF τα κρυπτονομίσματα ήταν ένα μέσο για να καταστήσει πιο «συμπεριληπτικό» τον χρηματοοικονομικό κόσμο. «Ένα από τα μεγαλύτερα οφέλη των crypto είναι η ισότιμη πρόσβαση» είχε πει στην ίδια συνέντευξη στο Forbes. Όλααυτά βέβαια στη θεωρία, γιατί στην πράξη για τον ίδιο τα κρυπτονομίσματα ήταν πρωτίστως εργαλείο πλουτισμού.
Οι δύο «σωτήρες»
Ντόναλντ Τραμπ και SBF μοιράζονται και άλλο κοινό στοιχείο. Είχαν παρουσιαστεί ως σωτήρες- ο Τραμπ της εργατικής τάξης των ΗΠΑ και ο SBF των crypto εταιρειών που κινδύνευαν με κατάρρευση – δαπανώντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για τη διάσωση μερικών τον τελευταίο χρόνο. «Και οι δύο τελικά πρόδωσαν τους υποστηρικτές τους» σημειώνει η αρθρογράφος.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ θέλησε να πουλήσει το ψευδές αφήγημα ότι του «έκλεψαν» τις προεδρικές εκλογές του 2020. Στη συνέχεια στήριξε υποψηφίους των Ρεπουμπλικάνων που παρέμεναν «ανοιχτοί» σε αυτό το αφήγημα. Σχεδόν όλοι έχασαν στις ενδιάμεσες εκλογές. Η σαρωτική νίκη, το μεγάλο «κόκκινο κύμα» που περίμεναν οι Ρεπουμπλικάνοι δεν ήρθε.
Ο SBF από την πλευρά του είχε διαβεβαιώσει τους πελάτες πως το ανταλλακτήριό του θα θωράκιζε τις καταθέσεις τους. Αντ’αυτού δάνεισε περισσότερο από το ήμισυ εξ αυτών στην επενδυτική Alameda Research, προκειμένου η τελευταία να χρηματοδοτήσει στοιχήματα υψηλού ρίσκου. Πολλοί πελάτες που προσπάθησαν να αποσύρουν τα χρήματά τους το προηγούμενο διάστημα, δεν μπόρεσαν να το κάνουν, ακριβώς επειδή αυτά είχαν μεταφερθεί από την FTX στην Alameda.
Κανείς από τους δύο δεν επί της ουσίας απολογηθεί για τα ψέματα και τις ψευδαισθήσεις. Ο Ντόναλντ Τραμπ ακόμη και σήμερα ισχυρίζεται ότι το 2020 νοθεύτηκε το αποτέλεσμα της κάλπης, ενώ επιρρίπτει την ευθύνη για την ήττα σε έδρες – κλειδιά της Γερουσίας, στον Μιτς Μακόνελ. Ο SBF έχει επιρρίψει την ευθύνη για την κατάρρευση της FTX όχι σε δικές του αποφάσεις, αλλά σε «χαώδη λογιστικά» και στις τακτικές της Καρολάιν Έλισον, στην οποία ο ίδιος είχε αναθέσει τα ηνία της Alameda.
Και η πτώση
Και οι δύο είναι τώρα δύο ήρωες σε πτώση, που επιζητούν την κάθαρση και τη λύτρωση. Ο Τραμπ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για τις προεδρικές εκλογές του 2024. Ο Σαμ Μπάνκμαν Φριντ ανακοίνωσε ότι εξετάζει ένα bailout για τη χρεοκοπημένη επιχείρησή του.
Παρόλα αυτά υπάρχει μία μεγάλη διαφορά. Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι δεν πείστηκαν από τα εκλογικά ψεύδη του Ντόναλντ Τραμπ και δεν αμφισβήτησαν το αποτέλεσμα του 2020. Οι εξαπατηθέντες από τον SBF ήταν μάλλον περισσότεροι. Ωστόσο όταν οι υποστηρικτές του έχασαν τελικά την εμπιστοσύνη, ο SBF κατέρρευσε. «Ίσως αυτός να είναι τελικά ο τρόπος με τον οποίο ο Τραμπ θα καταρρεύσει επίσης» καταλήγει η Αλίσια Φίνλεϊ.