«Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι το κέντρο της τρομοκρατίας»! Όχι δεν πρόκειται για άποψη της Χεζμπολλάχ, της Χαμάς ή κάποιων άλλων ακραίων ισλαμικών οργανώσεων που διαγωνίζονται στον αντιαμερικανισμό. Είναι η γνώμη που δημοσιεύεται στην Yeni Safak,την πιο φιλο-Ερντογανική εφημερίδα της Τουρκίας. «Επικεφαλής του κέντρου της τρομοκρατίας, είναι αποκλειστικά ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών», γράφει ο γνωστός αρθρογράφος της εφημερίδας, Νεντρέτ Ερσανέλ. Και δεν είναι ο μόνος. Μια ματιά στο σύνολο σχεδόν του Τουρκικού Τύπου εκπλήσσει τον δυτικό αναγνώστη. Τα «στοιχεία» που παρουσίασαν οι τουρκικές αρχές για τη φερόμενη ως δράστη της βομβιστικής επίθεσης στην Ιστικλάλ, είναι χαρακτηριστικά: από τα χαρτονομίσματα των δολαρίων στο διαμέρισμα της ύποπτης για την επίθεση μέχρι το «Νεοϋρκέζικο» πουλόβερ που της φόρεσαν για να την παρουσιάσουν στον Τύπο.
Οι σοβαρές κατηγορίες της Τουρκίας κατά της Δύσης για «υπεράσπιση της τρομοκρατίας», ειδικά μετά την βομβιστική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, δείχνουν πλέον ότι η Αγκυρα δεν καλλιεργεί απλά τη δυσπιστία προς τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ. Αλλά μίσος και έχθρα. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν οι συνεχείς επιθέσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και προς την Ελλάδα, ότι «θα έλθουν κάποια νύχτα».
Αναμφίβολα, η εκλογική εκμετάλλευση της επίθεσης από τον Ερντογάν, κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Η επίθεση της 13ης Νοεμβρίου ουσιαστικά εγκαινίασε την εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου 2023. Μια εκστρατεία, που αναμένεται να είναι βίαιη, όχι μόνο με ρητορικούς όρους, και θα έχει κυρίαρχη γεωπολιτική διάσταση. Η εθνικιστική υστερία που καλλιεργείται στη Γείτονα, δεν έχει απλά στόχο να ενισχύσει τον Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ ενόψει των προγραμματισμένων για τον προσεχή Ιούνιο εκλογών.
Στρατηγική στροφή
Πρόκειται για πλέον για στρατηγική αλλαγή στην γεωπολιτική γραμμή της Αγκυρας, που χαρακτηρίζεται από έντονο και επιθετικό αντι-αμερικανισμό. Η απόρριψη από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Σουλειμάν Σοϊλού των συλλυπητηρίων για την επίθεση από την αμερικανική πρεσβεία στην Αγκυρα, είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς συμβαίνει σε μια φάση κατά την οποία –υποτίθεται- ότι οι σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον, βελτιώνονταν.
Οπως άλλωστε προσπάθησε να δείξει ο Ερντογάν κατά την 20λεπτη συνάντηση που είχε με τον πρόεδρο Μπάιντεν, στο περιθώριο της συνόδου των G20 στο Μπαλί της Ινδονησίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Τούρκος πρόεδρος προσπάθησε να εξασφαλίσει το πράσινο φως από τον Αμερικανό ομόλογό του για να διατάξει, νέα, μεγάλης έκτασης εισβολή στη βορειοανατολική Συρία.
Με στόχο τις κουρδικές περιοχές στο Ταλ Ριφάατ, στο Μανμπίτζ και στο Κομπάνι, δήθεν για την εξουδετέρωση των θέσεων του ΡΚΚ και της συρο-κουρδικής πολιτοφυλακής YPG. Υπάρχει όμως και ένα άλλο σενάριο. Η Άγκυρα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την εισβολή στη Συρία όχι για να επεκτείνει περαιτέρω την ουδέτερη ζώνη πέρα από τα σύνορα, αλλά και για να αναζωπυρώσει τις σχέσεις με το καθεστώς Ασσαντ. Ωθώντας τη Δαμασκό και τους προστάτες της (Ρωσία και Ιράν) να αυξήσουν τη στρατιωτική πίεση στο PKK – άρα και στους Αμερικανούς. Χωρίς να εκτίθεται άμεσα η Αγκυρα.
Τρεις στόχοι
Ο Ερντογάν προσπαθεί άλλωστε να πιέσει τις ΗΠΑ να τερματίσουν τη συνεργασία τους με τους Κούρδους της Συρίας, να παραδώσουν στην Αγκυρα τα μαχητικά αεροσκάφη F-16 , αλλά και εκδώσουν τον ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος ζει στην πολιτεία της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ και τον οποίο ο Ερντογάν θεωρεί υπεύθυνο για την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016.
Από τουρκικής σκοπιάς, κανένα από αυτά τα αιτήματα δεν προχωρά. Αφού οι Δημοκρατικοί υπερασπίστηκαν την πλειοψηφία τους στη Γερουσία στις εκλογές για το Κογκρέσο, είναι ακόμα δύσκολο για την Τουρκία να λάβει πολιτική υποστήριξη στην Ουάσιγκτον για μια ανατροπή στην πολιτική στη Συρία ή στην παράδοση των F-16 .
Η Ουάσιγκτον μπορεί να αποστρέφεται τον Ερντογάν καθώς δεν τον θεωρεί αξιόπιστο εταίρο, αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει τη σημασία της Τουρκίας στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ, ειδικά μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία.
Στο θέμα των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας πάντως, η Αγκυρα βρέθηκε στο πλευρό της Μόσχας. Όχι μόνο δεν συμμετέχει σε αυτή την εκστρατεία επιβολής κυρώσεων, αλλά αντιθέτως στηρίζει τη Ρωσία δίνοντας μια διέξοδο για τα προϊόντα της. Η Τουρκία επίσης φιλοξενεί και σώζει τα γιοτ και τις καταθέσεις των Ρώσων «ολιγαρχών», έχοντας μετατραπεί σε καταφύγιο για τους υποστηρικτές του Πούτιν.
Στην εξουσία με κάθε τρόπο
Για την Ουάσιγκτον πάντως, είναι προφανές ότι η Τουρκία πρέπει να αξιολογηθεί σε δύο διαφορετικές κλίμακες: βραχυπρόθεσμα και κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης Ρωσίας-Δύσης, θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για να παραμείνει η Αγκυρα τουλάχιστον «ουδέτερη». Επισήμως, η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ παρόλο που χρησιμοποιεί ρωσικό αμυντικό σύστημα. Το ΝΑΤΟ επί του παρόντος δεν μπορεί να διακινδυνεύσει να χάσει την Τουρκία από τον Πούτιν, και ως εκ τούτου κλείνει τα μάτια του σε αυτό που συμβαίνει.
Μακροπρόθεσμα, όμως, η κατάσταση έχει άλλο νόημα: Δεν μπορεί να αγνοεί κανείς τι συμβαίνει στην Τουρκία σε σχέση με τις αντιδημοκρατικές πρακτικές, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις τον πρωτοφανή αυταρχισμό του καθεστώτος. Ούτε το γεγονός ότι ο Ερντογάν σκοπεύει να παραμείνει στην εξουσία με κάθε κόστος. Εχοντας ως μοναδικό σύμμαχο και εταίρο τον ακροδεξιό Ντεβλέτ Μπαχτσελί.