Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Το μεγάλο πολιτικό γεγονός της Κίνας κάθε πέντε χρόνια -το Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος -άνοιξε από χθες τις εργασίες του στο Πεκίνο. Στο 20ο συνέδριο δεν υπάρχουν στοιχήματα: Ο πρόεδρος Σι Τζιπινγκ θα επανεκλεγεί ηγέτης του κόμματος και κατ’επέκταση και της χώρας για άλλα πέντε χρόνια. Η εκλογή του θα ολοκληρωθεί σε έξι ημέρες με την ανακοίνωση της σύνθεσης των ανώτατων οργάνων της εξουσίας.
Ο κινέζος συγγραφέας Χου Μιντζί έγραψε ένα ποίημα για το 20ο Εθνικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος. «Περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι περιμένουν τον άνεμο», λέει. «Τα κυβερνητικά στελέχη περιμένουν, οι επιχειρηματίες και οι απλοί άνθρωποι περιμένουν επίσης. Δεν έχουμε ιδέα αν θα πνέει άνεμος από ανατολικά ή δυτικά. Είτε αν ο άνεμος θα φυσάει προς τα εμπρός ή προς τα πίσω.»
Στο προηγούμενο, 19ο συνέδριο του κόμματος,η ομιλία του Σι διήρκεσε τρεις ώρες και 23 λεπτά. Ο ηγέτης της Κίνας κήρυξε την έναρξη μιας «νέας εποχής» και ανακοίνωσε ότι η χώρα «θα προχωρήσει πιο κοντά στο κέντρο του κόσμου». Αυτές ήταν οι φιλοδοξίες του Σι στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική.
Ο 69 χρονος Σι στην ομιλία του, που σηματοδότησε την έναρξη του συνεδρίου στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού, ενώπιον περίπου 2.300 αντιπροσώπων του κόμματος, έστειλε ξεκάθαρα μηνύματα για τις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές που θα ακολουθήσει η Κίνα τα επόμενα χρόνια. « Να οικοδομήσουμε μια σύγχρονη σοσιαλιστική χώρα από όλες τις απόψεις, και πρέπει, πρώτα και κύρια, να επιδιώξουμε ανάπτυξη υψηλής ποιότητας», είπε ο Κινέζος προέδρος.
Ο Σι βρίσκεται στο τιμόνι μιας Κίνας που είναι πιο πλούσια και ισχυρότερη σήμερα από ό,τι ήταν πριν από 10 χρόνια, όταν είχε πρωτοεκλεγεί ηγέτης του κόμματος και της χώρας. Η άνοδός είναι παράλληλη με αυτή της υπερδύναμης και της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον πλανήτη στη γεωπολιτική σκηνή. Η Κίνα έφτασε στη Σελήνη, έθεσε δορυφόρους σε τροχιά, έφτασε στον Άρη. Κατασκεύασε πάνω από 40.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών υψηλής ταχύτητας αυτή τη δεκαετία – περισσότερα από τον υπόλοιπο κόσμο μαζί. Δημιούργησε τον νέο «δρόμο του μεταξιού»- την πρωτοβουλία One belt one road-διαθέτοντας σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για υποδομές σε δεκάδες χώρες.
Μετά από δεκαετίες ανάπτυξης με υψηλούς ρυθμούς στην ιστορία, η Κίνα σήμερα είναι αναμφισβήτητα μια παγκόσμια δύναμη.
Τρεις στόχοι
«Ο Σι έχει βασικά τρεις μεγάλους στόχους για το Συνέδριο», λέει ο Κρίστοφερ Τζόνσον, πρόεδρος της China Strategies Group και συνεργάτης στο Κέντρο Ανάλυσης της Κίνας του Asia Society Policy Institute: Θα ορίσει την θητεία του για τουλάχιστον άλλα πέντε χρόνια -«ίσως και περισσότερα». Θα εξασφαλίσει επίσης τον προσωπικό χειρισμό των μεγάλων αποφάσεων και «θα ενισχύσει περαιτέρω τη θέση του» στον πολύ επιλεγμένο χώρο που προορίζεται για τους μεγάλους άντρες του κόμματος. Ανυψώνοντας την ιδεολογία του στο επίπεδο του Μάο και πιθανώς λαμβάνοντας «κάποιες νέες τιμές», υποστηρίζει ο Αμερικανός ειδικός. «Φαίνεται να είναι σε καλό δρόμο για την επίτευξη των περισσότερων από αυτούς τους στόχους», προσθέτει ο Τζόνσον.
Τορπίλη Μπάιντεν
Παραμονές του Συνεδρίου όμως ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν φρόντισε να εκτοξεύσει μια «τορπίλη», ανακοινώνοντας ένα πολύ σκληρό μέτρο κατά της Κίνας για να προσπαθήσει να σταματήσει την τεχνολογική της ανάπτυξη. Όπως αναφέρεται στη στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα από την κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν, ο ασιατικός γίγαντας «είναι η μόνη χώρα που έχει την πρόθεση να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη και, όλο και περισσότερο, την οικονομική δύναμη». Και η νέα αμερικανική επίθεση στην Κίνα περνά από τα μικρό τσιπ. Ο Μπάιντεν ενέκρινε διάταξη που απαγορεύει τις πωλήσεις στο Πεκίνο των πιο εξελιγμένων ημιαγωγών, της βασικής πρώτης ύλης του 21ου αιώνα. Από εδώ και στο εξής, τα μικροτσιπ που πωλούνται στην Κίνα, όπου κι αν παράγονται, θα πρέπει να περάσουν από το μικροσκόπιο των Αμερικανικών αρχών. Θα μπορούν λοιπόν, να απαγορεύουν την πώληση των πιο προηγμένων τεχνολογικά ημιαγωγών, εκείνων που προορίζονται για στρατιωτικές τεχνολογίες και με βασικό στόχο τους κβαντικούς υπερυπολογιστές για την τεχνητή νοημοσύνη. Το εμπάργκο αναμένεται να επηρεάσει τη συντριπτική πλειοψηφία της παραγωγής, ζωτικής σημασίας για την κινεζική οικονομία, η οποία καταναλώνει τα τρία τέταρτα των μικροτσιπ που κατασκευάζονται στον κόσμο (556 δισεκατομμύρια δολάρια) αλλά παράγει μόνο το 15%.
Η κίνηση του Μπάιντεν απειλεί να κάνει πολύ κακό στον κόκκινο γίγαντα, ο οποίος, σύμφωνα με έκθεση της Citi, θα πρέπει να διαθέσει τουλάχιστον ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για να επιτύχει τεχνολογική ανεξαρτησία στο μέτωπο των ημιαγωγών.
Το Πεκίνο φυσικά δεν θα σταθεί νς παρακολουθεί αδρανές την τορπίλη που έφτασε από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με όσα είπε ο Σι στο συνέδριο, θα πρέπει να επιταχυνθεί η κούρσα προς τον «κινεζικό αιώνα», μια απειλή την οποία η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα και ανησυχία. Πολύ περισσότερο από την πρόκληση με τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν, που έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό.
Αλλά η κίνηση του Μπάιντεν, που την ίδια στιγμή,έχει ήδη εγκρίνει εξαγωγές ημιαγωγών της Samsung, της Hynix και της Ταϊβανέζικης Tsmc, σηματοδοτεί ένα ποιοτικό άλμα στην μονομαχία με τον κίτρινο γίγαντα. Η Ουάσιγκτον δεν κρύβει άλλωστε τη φιλοδοξία της να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των Κινέζων ολιγαρχών προς την νομενκλατούρα.
Αγκάθι η οικονομία
Η αμερικανική επίθεση δεν είναι το μόνο αγκάθι στο κόκκινο στέμμα του «αυτοκράτορα» της δεύτερης δύναμης στον πλανήτη. Ο απολογισμός του προέδρου Σι είναι πολύ λιγότερο κολακευτικός από ό,τι αναμενόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Η οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3% ή λίγο περισσότερο λόγω των lockdowns. Την ίδια ώρα αυξάνεται η πίεση για αποκατάσταση του ελέγχου της οικονομίας υπό την ηγεσία του κράτους,στο όνομα της πολιτικής της «κοινής ευημερίας».
Ο τομέας των ακινήτων επίσης, που αντιπροσωπεύει το 30% του ΑΕΠ, έχει εισέλθει σε βαθιά κρίση, αντιμετωπίζοντας έναν ανεμοστρόβιλο χρεοκοπιών που έχει προκαλέσει το πάγωμα της δραστηριότητας: Ηδη,χιλιάδες κτίρια παραμένουν ημιτελή, καθώς εταιρείες και πολίτες έχουν επενδύσει πολλά χρήματα στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος τώρα απειλείται με κατάρρευση. Για τους Κινέζους, τα ακίνητα είναι η πιο σημαντική επενδυτική επιλογή. Επιπλέον, οι δήμοι και οι τοπικές τράπεζες της Κίνας είναι πολύ υπερχρεωμένες. Η κοινωνική ειρήνη απειλείται επίσης από την ανεργία των νέων που επισήμως, είναι ήδη στο 20%. Αυτή τη φορά βέβαια, τον κινεζικό πληθυσμό απασχολεί πρωτίστως ένα ερώτημα: πότε θα χαλαρώσει η αυστηρή πολιτική μηδενικού Covid.
Δυο οικονομικοί στόχοι
Οι δύο οικονομικοί στόχοι που θέτει ο Σι είναι πιθανό να είναι δύσκολο να επιτευχθούν προς το παρόν: Πρώτον η «δημιουργία γενικής ευημερίας», που θα ισοδυναμούσε με ένα πρόγραμμα αναδιανομής για να εξομαλύνει τις τεράστιες εισοδηματικές διαφορές της Κίνας. Και δεύτερον, η επιθυμητή αυτάρκεια των αλυσίδων εφοδιασμού. Με πολύ μικρή οικονομική ανάπτυξη, δημιουργούνται πολύ λίγες θέσεις εργασίας για τους πολλούς νέους ανέργους. Και: η κοινωνία της Κίνας γερνά ταχέως – αυτό θα κάνει επίσης την ανάπτυξη όλο και πιο δύσκολη.
Οι σχέσεις με την ΕΕ
Την ίδια ώρα, η στροφή του Σι Τζινπίνγκ προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν απομακρύνει όλο και περσσσότερο πολιτικά την Κίνα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κυρώσεις από την ΕΕ και άλλα κράτη κατά περιφερειακών στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος λόγω παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ,έχει επιδεινώσει τις σχέσεις Η Κίνα και η Ευρώπη εξακολουθούν πάντως να είναι αλληλένδετες αγορές. Στις αρχές Νοεμβρίου, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς θα είναι ο πρώτος αρχηγός κυβέρνησης που θα γίνει δεκτός από τον Σι Τζινπίνγκ μετά το συνέδριο του κόμματος. Αλλά η επίσκεψη δείχνει επίσης ότι η Ευρώπη δεν έχει ακόμη μια ενιαία στρατηγική για την Κίνα. Έχει ήδη ασκηθεί κριτική ότι ο Σολτς λειτουργεί μόνο για να εξυπηρετήσει τα γερμανικά συμφέροντα.
Από την πλευρά του, ο Σι θα ήθελε να αποσπάσει τους Ευρωπαίους από τη γεωπολιτική τροχιά των ΗΠΑ.
Οι Ευρωπαίοι ελπίζουν επίσης ότι ο κινέζος ηγέτης θα μπορούσε να πείσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Σι απέφυγε πρόσφατα να συγχαρεί τον Πούτιν για τα 70ά του γενέθλια, κάτι που ερμηνεύτηκε ως πιθανή αποστασιοποίηση από το Κρεμλίνο.