Την προηγούμενη Δευτέρα 24 Οκτωβρίου συμπληρώθηκαν οκτώ μήνες ανελέητων δραματικών συγκρούσεων από την παράνομη εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, που σηματοδότησε, μετά από δεκαετίες ειρήνης και σταθερότητας, την επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη.
Τριάντα χρόνια μετά τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, σχεδόν πενήντα χρόνια από την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και περίπου εξήντα και εβδομήντα χρόνια αντίστοιχα από τη Σοβιετική εισβολή στην Πράγα και την Βουδαπέστη.
Ένας πόλεμος που δεν προέκυψε ως θέμα ασφάλειας, αλλά κυρίως ως μέγιστο ζήτημα προάσπισης της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, των θεμελιωδών ευρωπαϊκών αρχών και αξιών.
Η μαύρη αυτή σελίδα ήρθε να προστεθεί στην αλυσίδα των διαδοχικών πολυκρίσεων που βιώσαμε στην Ευρώπη από το 2009 και έπειτα με την κρίση χρέους, το Προσφυγικό και την Πανδημία.
Σε αυτή τη νέα αβέβαιη πολιτική πραγματικότητα, της «μόνιμη-κρίσης», ποτέ άλλοτε τα διακυβεύματα δεν ήταν μεγαλύτερα για την αταλάντευτη δέσμευσή μας να αποδεικνύουμε έμπρακτα και καθημερινά την αξία και τη δύναμη της Ευρώπης σε σχεδόν μισό δις. πολίτες της ΕΕ αλλά και σε εκατομμύρια ακόμη πολίτες που φιλοδοξούν να γίνουν μέλη της ευρωπαϊκής μας οικογένειας.
Από την πρώτη στιγμή της Ουκρανικής κρίσης, όταν οι Κασσάνδρες έσπευσαν αμέσως να στοιχηματίσουν και πάλι στην αποδυνάμωση και την κατάρρευση της Ευρώπης, η ΕΕ απάντησε με ενότητα και αποφασιστικότητα.
Η Ευρώπη είναι αυτή που, για πρώτη φορά στην ιστορία, προχώρησε στη μαζική αγορά και παράδοση όπλων στην Ουκρανία. Τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι αυτά που συμφωνούν σε πολλαπλές και εντεινόμενες κυρώσεις κατά της Ρωσίας που πλήττουν καίρια τη ρωσική οικονομία. Η ΕΕ είναι αυτή που ενεργοποίησε, για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια, την Κοινοτική Οδηγία για την προσωρινή προστασία, παρέχοντας μια «ασπίδα» ανθρωπιάς και ανθρώπινης προστασίας για τον δοκιμαζόμενο Ουκρανικό λαό.
Σε αυτή την πολυτάραχη περίοδο, αποδεικνύεται περίτρανα ότι οι κρίσεις μας κάνουν δυνατότερους και ισχυρότερους ως Ευρωπαίους, ενώ ο εφησυχασμός και η στασιμότητα αναδεικνύονται ως οι μεγαλύτεροι εχθροί της Ευρώπης.
Τους τελευταίους μήνες, με αφορμή τον πόλεμο στην πόρτα μας, έγιναν άλματα προόδου στον τομέα της Ευρωπαϊκής Άμυνας και Ασφάλειας, μετά από δεκαετίες απραξίας. Το ίδιο συνέβη και με την ευρωπαϊκή απάντηση στην πανδημία, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υλοποίησε, εξ ονόματος των «27», το μεγαλύτερο πρόγραμμα εμβολιασμών στον κόσμο. Χάρη στο ευρωπαϊκό πιστοποιητικό κινητικότητας, που αποτέλεσε στη συνέχεια παγκόσμιο πρότυπο, πήραμε τη ζωή μας πίσω. Θεσπίσαμε το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο στην ευρωπαϊκή ιστορία Πρόγραμμα Ανάκαμψης, διασφαλίζοντας την ανθεκτικότητα των οικονομιών μας. Ένα μεγαλεπήβολο και χωρίς προηγούμενο Σχέδιο που εφαρμόζεται με κοινό δανεισμό από τον ευρωπαϊκό κουμπαρά, χωρίς να επιβαρύνονται οι εθνικοί προϋπολογισμοί.
Είναι όμως όλα αυτά τα τόσο σημαντικά, αρκετά;
Η απάντηση είναι προφανής: Δεν είναι!
Για υπερβολικά πάρα πολύ καιρό, πιστεύαμε, αθώα, αν όχι αφελώς – ότι αρκεί το οικονομικό βάρος της ΕΕ, οι ιστορικοί και πολιτιστικοί της δεσμοί με τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και η διευρυνόμενη διπλωματική της επιρροή για να καταστεί η Ευρώπη δύναμη πειθούς και πόλος σταθερότητας σε έναν κατά τα άλλα όλο και πιο ασταθή κόσμο.
Το να είναι όμως απλά μια δύναμη του καλού στον κόσμο –όπως είναι και πρέπει να συνεχίσει να είναι η ΕΕ– δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιορίζεται στον άχαρο ρόλο του κατευναστή.
Σήμερα διαπιστώνουμε εμφατικά πόσο λανθασμένη ήταν αυτή η πεποίθηση.
Η Εποχή της αφέλειας και της αθωότητας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τώρα είναι ώρα για ευρωπαϊκή ωριμότητα, ευρωπαϊκή αυτοπεποίθηση, ευρωπαϊκή διεκδικητικότητα.
Κάνοντας χρήση όλων των διαθέσιμων εργαλείων και μηχανισμών που προβλέπονται από τις Συνθήκες της ΕΕ. Τολμώντας χωρίς περιττές αμφιταλαντεύσεις, ώστε να δρούμε αποφασιστικά για την προστασία και προάσπιση των συμφερόντων της ΕΕ και την προώθηση του Ευρωπαϊκού Τρόπου Ζωής, που αποτελεί ανάχωμα στις επιθέσεις που δεχόμαστε. Αναδεικνύοντας το ασυναγώνιστο ειδικό μας βάρος ως Ευρώπη, κάτι που επιτυγχάνεται μόνο όταν προχωράμε συλλογικά ως «27», μαζί και ενωμένοι.
Αυτή θα πρέπει να είναι η απάντησή μας στους κάθε λογής αυταρχικούς ηγέτες που με ποικίλες μεθόδους εργαλειοποίησης και «οπλοποίησης» της ενέργειας, του Προσφυγικού και των τροφίμων, αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνο στο να κλονίσουν τις κοινωνίες μας, να τραυματίσουν τις δημοκρατίες μας.
Δεν θα το επιτρέψουμε. Με πυξίδα όλα όσα μας χαρακτηρίζουν ως Ευρώπη. Τη Δημοκρατία, την Ελευθερία, τα Θεμελιώδη Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η ισχυρή ευρωπαϊκή απάντηση θα επικεντρωθεί σε τρία κύρια εργοτάξια.
Πρώτον, στην ενέργεια, όπου πλησιάζει η «εμβολιαστική στιγμή» της Ευρώπης με την εφαρμογή αποφασιστικών δράσεων που θα θωρακίσουν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Δεύτερον, στην αξιοποίηση του μοναδικού πλούτου που αντιπροσωπεύει η ευρωπαϊκή Νεολαία και η οποία θα είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος στην χάραξη των ευρωπαϊκών πολιτικών. Μετά το 2022 και το Ευρωπαϊκό Έτος Νεολαίας ακολουθεί το 2023 και το Ευρωπαϊκό Έτος Δεξιοτήτων.
Και τρίτον, στην επικείμενη αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία μακριά από τυφλούς και ξεπερασμένους στόχους, θα διασφαλίσει την απαραίτητη ευελιξία στην άσκηση των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών και στη διαμόρφωση συνεκτικών και χωρίς διακρίσεις κοινωνιών.
Τώρα είναι η ώρα για μια Ευρώπη όχι απλά αρεστή , αλλά υπολογίσιμη. Όχι απλά δημοφιλή, αλλά αναγκαία. Και φυσικά όχι δεδομένη, αλλά άξια σεβασμού από όλους.