Της Ιωάννας Βαρδαλαχάκη
[email protected]
«Ακόμη και από τη φυλακή βλέπω να αυξάνεται η αντίθεση στον πόλεμο του Πούτιν», σημειώνει σε άρθρο του ο Ρώσος Βλάντιμιρ Κάρα-Μούρζα, ο οποίος έχει τεθεί υπό κράτηση, στο πλαίσιο μιας έρευνας για «ψευδείς πληροφορίες» σχετικά με τις επιχειρήσεις του στρατού στην Ουκρανία.
Ο επικριτής του Κρεμλίνου κάνει λόγο για μια «υπόκωφη» εναντίωση μεγάλης μερίδας των Ρώσων στον πόλεμο του Πούτιν, η οποία- θεωρεί- ότι επιβεβαιώνεται από διαρροή μιας δημοσκόπησης σχετικά με τις επιχειρήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μερικές φορές το Κρεμλίνο θέλει πραγματικά να μάθει τι πιστεύει η ρωσική κοινωνία- σημειώνει- και αυτός είναι ο λόγος που πρόσφατα ανέθεσε μια έρευνα για τον πόλεμο στο κρατικό Ρωσικό Κέντρο Έρευνας της Κοινής Γνώμης. Η ερώτηση διατυπώθηκε προσεκτικά ζητώντας από τους ερωτηθέντες να επιλέξουν την «προτιμώμενη επιλογή» μεταξύ της συνέχισης του πολέμου και της έναρξης ειρηνευτικών συνομιλιών με την Ουκρανία.
Τα αποτελέσματα δεν προορίζονταν για δημόσια κατανάλωση, αλλά διέρρευσαν και δημοσιεύτηκαν από το Bell, ένα ανεξάρτητο διαδικτυακό περιοδικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η εισβολή στην Ουκρανία δίχασε τη ρωσική κοινωνία: Οι επιλογές συνέχισης του πολέμου και έναρξης ειρηνευτικών συνομιλιών έλαβαν ποσοστό 44% η καθεμία (με ένα επιπλέον 12% να «αρνείται να απαντήσει»). Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών τόσο στη Μόσχα όσο και στην Αγία Πετρούπολη επέλεξε τις ειρηνευτικές συνομιλίες. Το ίδιο επέλεξε και η μεγάλη πλειοψηφία όλων των Ρώσων κάτω των 35 ετών, αναφέρει.
Την ίδια ώρα η δεξαμενή σκέψης Carnegie Endowment for International Peace σε ανάλυσή της υποστηρίζει ότι ο πόλεμος έχει αποσταθεροποιήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Καθώς η σύγκρουση παρατείνεται, οι ελίτ αναγκάζονται να σκεφτούν το μέλλον τους και προσπαθούν να βρουν τη θέση τους μέσα σε αυτό, σημειώνει προσθέτοντας ότι παρόλο που ο Πούτιν δεν φαίνεται πρόθυμος να παραιτηθεί,υποβιβάζεται η θέση του όλο και περισσότερο.
«Οι ελίτ και οι πιθανοί διάδοχοι παρακολουθούν κάθε στρατιωτική του κίνηση, αλλά μπορούν ήδη να δουν ότι δεν έχει θέση στο μεταπολεμικό τους όραμα για το μέλλον. Η μόνη εναπομείνασα λειτουργία του στην αντίληψή τους για τη νέα εποχή ειρήνης θα είναι να ορίσει έναν διάδοχο και να εγκαταλείψει τη σκηνή», αναφέρει η ανάλυση, υπογραμμίζοντας ότι ο πόλεμος έχει δρομολογήσει μια δημόσια κούρσα των διαδόχων του.
«Είναι σαν να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια ενεργή προεκλογική εκστρατεία, με γραφειοκράτες και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος να κάνουν ό,τι μπορούν για να μπουν στο προσκήνιο και μάλιστα να επιτίθενται ο ένας στον άλλο», σημειώνει η δεξαμενή σκέψης, τονίζοντας ότι μέχρι πρόσφατα τέτοιες συμπεριφορές ήταν σχεδόν αδιανόητες. Κάνει μάλιστα λόγο για δύο στρατηγικές, αυτής που κάνει θόρυβο και της σιωπηλής, και δίνει ως παράδειγμα για την πρώτη τον πρώην πρόεδρο της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ και τον Σεργκέι Κιριένκο, στον οποίο ανατέθηκε η ευθύνη για την επίβλεψη των αποσχισμένων δημοκρατιών στο Ντονμπάς, ενώ για τη δεύτερη αναφέρει τον πρωθυπουργό Μιχαήλ Μισούστιν και τον δήμαρχο της Μόσχας Σεργκέι Σομπιάνιν.
Πάντως ο ειδικός στη ρωσική πολιτική και πολιτική, Μαρκ Γκαλεότι, εκφράζει την δυσπιστία του. «Νομίζω ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο και δεν είμαι πεπεισμένος ότι πολλοί από τους πιθανούς διαδόχους που αναφέρονται είναι βιώσιμοι. Αντίθετα, νομίζω ότι αυτό είναι περισσότερο μια αντίδραση στους απρόβλεπτους και μεταβαλλόμενους πολιτικούς καιρούς», αναφέρει.
«Κανείς δεν ξέρει πραγματικά πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, και ως εκ τούτου υπάρχουν τεχνοκράτες που κρατούν χαμηλό προφίλ, γεράκια που δράττονται της ευκαιρίας όσο μπορούν και πρώην υποτιθέμενα περιστέρια όπως ο Μεντβέντεφ που προσπαθούν να εξελιχθούν στα υπέρτατα γεράκια τριγύρω», συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι ειδικά ο Μεντβέντεφ θεωρεί ότι έχει γίνει τόσο δραστήριος όχι από φιλοδοξία αλλά από απόγνωση.
Αντίστοιχη κατάσταση βλέπει στον Ρώσο υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού. «Αφού κράτησε χαμηλό προφίλ, σχεδόν προσπαθώντας να αποστασιοποιηθεί από τον πόλεμο που έκανε το υπουργείο του, ο Σοϊγκού είναι πλέον πολύ πιο δραστήριος στις δηλώσεις του, ζητώντας μάλιστα να πραγματοποιηθεί και μια ‘’Διεθνής Αντιφασιστική Διάσκεψη’’».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, ο Σοϊγκού έχει αποδεχθεί ότι αυτό είναι το νέο φυσιολογικό, «χωρίς αλλαγή -στην πολιτική ή την ηγεσία- στον ορίζοντα, επομένως κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: Δημόσιες Σχέσεις», σηματοδοτώντας επίσης μια συμφιλίωση με τον Πούτιν μετά από μερικούς μήνες ψυχρού κλίματος.
Τελικά- τονίζει ο Γκαλεότι- ο Πούτιν φαίνεται πολύ πιο ασφαλής σήμερα από ό,τι ήταν την περίοδο του Φεβρουαρίου- Μαρτίου, και όλα όσα γίνονται είναι «διαφορετικοί τρόποι προσπάθειας να εντυπωσιαστεί ο τσάρος: από την ειλικρινή ρητορική μέχρι την τεχνοκρατική ικανότητα στην εργασία».