Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
«Ανάγκα και οι Θεοί πείθονται»: Η γνωστή ρήση του Πιττακού του Μυτιληναίου- ενός από τους επτά σοφούς του αρχαίου κόσμου- εξηγεί σε βάθος την είδηση: Δύο ευρωπαϊκοί ενεργειακοί κολοσσοί-η ιταλική Eni και η ισπανική Repsol έλαβαν ειδική άδεια από την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν να εξάγουν πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα.
«Η Αμερικανική κυβέρνηση δεν θα έχει αντίρρηση αν η Eni και η Repsol συνεχίσουν να εργάζονται για την πώληση του πετρελαίου της Βενεζουέλας στην Ευρώπη», αναφέρει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε επιστολή που έστειλε στα κεντρικά γραφεία των δύο εταιρειών, στο Μιλάνο και τη Μαδρίτη. Η παραχώρηση – η οποία παρεκκλίνει από τις αμερικανικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί εδώ και χρόνια κατά του καθεστώτος του Νικολά Μαδούρο – περιλαμβάνει μόνο μία προϋπόθεση: το πετρέλαιο της Βενεζουέλας θα πρέπει να εξυπηρετεί αποκλειστικά την Ευρώπη και έχει στόχο να βοηθηθεί η ΕΕ να ανεξαρτητοποιηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν εργάζεται μεθοδικά από τον περασμένο Μάρτιο από κοινού με την κυβέρνηση της Βενεζουέλας για την αξιοποίηση του πετρελαίου της χώρας, που είναι και ο μεγαλύτερος παραγωγός αργού στη Νότια Αμερική.
«Το πολιτικό μήνυμα είναι σαφές και μπορεί να έχει τρεις συγκεκριμένες εξελίξεις: πρώτον, την άμεση αύξηση του αργού πετρελαίου στην Ευρώπη. Δεύτερον, το άνοιγμα των προμηθειών από τη χώρα που έχει τα μεγαλύτερα εκτιμώμενα αποθέματα στον κόσμο. Τρίτον, η μείωση των παραδόσεων στην Κίνα, η οποία έχει γίνει αποδέκτης του 70% του πετρελαίου της Βενεζουέλας», γράφει η ιταλική La Repubblica. Οι ποσότητες του πετρελαίου που θα μπορούν να εξάγουν η Eni και η Repsol θα είναι περιορισμένες και ενδεχομένως να μην αλλάζουν σημαντικά την αγορά πετρελαίου. Ωστόσο, η κίνηση της κυβέρνησης Μπάιντεν- έστω και συμβολικά – δείχνει ότι η Ουάσιγκτον είναι διατεθειμένη να εμπλακεί για να κρατήσει τις τιμές του πετρελαίου όσο γίνεται πιο χαμηλά. Όχι μόνο για να βοηθήσει την Ευρώπη να διαφοροποιηθεί από τη Ρωσία, αλλά και να μειώσει τον αντίκτυπο που έχουν οι υψηλές τιμές των καυσίμων στους Αμερικανούς καταναλωτές (οι οποίοι τον προσεχή Νοέμβριο θα ψηφίσουν στις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του Κογκρέσου)
Αλλαξαν τα γεωπολιτικά συμφέροντα
Παρά το γεγονός ότι τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες,όσο και η Ευρωπαϊκή Ενωση καταγγέλουν το καθεστώς Μαδούρο ως «ανελεύθερο», η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άλλαξε ριζικά τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων. Η Ουάσιγκτον θα προτιμούσε βέβαια να ήταν στην εξουσία στο Καράκας,ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, Χουάν Γκουαϊδό, αλλά η απαγόρευση του ρωσικού πετρελαίου και η στέρηση του Κρεμλίνου από τα χρήματα με τα οποία χρηματοδοτεί τον πόλεμο, είναι πλέον πιο σημαντική για την Ουάσιγκτον, από την ανατροπή του Μαδούρο.
Η Βενεζουέλα έχει μεγάλα αποθέματα υδρογοναθράκων και άλλων ορυκτών στη λεκάνη του ποταμού Ορινόκο. Η Ρωσία επένδυσε περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια πριν από μερικά χρόνια. Η Μόσχα έχει συμφέροντα σε μια περιοχή άνω των 100.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων όπου υπάρχουν περίπου 7.000 τόνοι χρυσού, χαλκού, διαμαντιών, σιδήρου, βωξίτη και άλλων μετάλλων. Η παραγωγή πετρελαίου στη Βενεζουέλα έχει πάντως μειωθεί τα τελευταία χρόνια από 3,3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα σε λιγότερο από 700.000 βαρέλια, λόγω κακοδιαχείρισης και έλλειψης επενδύσεων. Ο Μαδούρο κατόρθωσε μέχρι τώρα να αντιμετωπίσει τις αμερικανικές κυρώσεις με την υποστήριξη της Ρωσίας, της Κούβας, της Κίνας και του Ιράν. Λέγεται μάλιστα ότι η κυβέρνηση της Βενεζουέλας χρησιμοποιούσε το ρωσικό τραπεζικό σύστημα για να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις και να συνεχίσει να εξάγει πετρέλαιο και μεγάλες ποσότητες χρυσού.
Μυστικές συνομιλίες
Τον περασμένο Μάρτιο, ξεκίνησαν μάλιστα συνομιλίες υψηλού επιπέδου μεταξύ Καράκας και Ουάσιγκτον, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση δύο συλληφθέντων Αμερικανών πολιτών. Στη συνέχεια, το καθεστώς Μαδούρο δεσμεύτηκε να συνεχίσει τις συνομιλίες με την αντιπολίτευση για τη διεξαγωγή εκλογών. Παλιότερα, η Αμερικανική κυβέρνηση είχε επιτρέψει πάντως σε ορισμένες ενεργειακές εταιρείες να εισάγουν πετρέλαιο της Βενεζουέλας στο πλαίσιο του συστήματος «πετρέλαιο έναντι χρέους»: Οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιρναν αργό από το Καράκας, αλλά δεν το πλήρωσαν σε μετρητά, απλά η συναλλαγή χρησίμευε στη μείωση των χρεών που είχε το καθεστώς Μαδούρο. Η συναλλαγή αυτή διακόπηκε όμως από τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τη γραμμή της μέγιστης πίεσης, προς τη Βενεζουέλα. Πριν ένα μήνα πάντως, η Ουάσιγκτον αποφάσισε να χαλαρώσει ορισμένες από τις βαριές κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας , εξουσιοδοτώντας τη Chevron να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία με την PDVSA- την κρατική εταιρεία πετρελαίου-στο Καράκας.
Σαουδική Αραβία και Ιράν;
Μετά την Βενεζουέλα, ο Λευκός Οίκος προσπαθεί επίσης να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία- την οποία είχε επικρίνει ο Μπάιντεν από την εποχή της προεδρικής εκστρατείας, για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και για τη δολοφονία του αντικαθεστωτικού Τζαμάλ Κασόγκι.
Η Σαουδική Αραβία ήταν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες στενός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά μετά τις κατηγορίες του Μπάιντεν, οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν επιδεινωθεί. Αντίθετα, έχουν βελτιωθεί πολύ οι σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με την Κίνα αλλά και την Ρωσία, η οποία μετέχει πλέον στο διευρυμένο καρτέλ πετρελαίου OPEC+. «Ο αγώνας του Τζο Μπάιντεν για δημοκρατία και για τα ανθρώπινα δικαιώματα υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη μείωσης της τιμής του πετρελαίου», γράφει η ιταλική La Repoubblica. O Αμερικανός πρόεδρος επρόκειτο μάλιστα να επισκεφθεί το Ριάντ στο τέλος του μήνα, αλλά το ταξίδι αναβλήθηκε για τον Ιούλιο. Αν ξανανοίξει τον διάλογο με τη Σαουδική Αραβία, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να επιτύχει τέσσερα αποτελέσματα: να απομονώσει τον Πούτιν, να αντικαταστήσει το ρωσικό πετρέλαιο, ίσως να φέρει το Ριάντ στις «Συμφωνίες του Αβράαμ» για την προσέγγιση του Ισραήλ με τις χώρες του Κόλπου, αλλά και να επαναφέρει σε τροχιά την ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Ο Μάικ Μίλερ, επικεφαλής του οίκου Vitol Group στην Ασία, δεν αποκλείει μάλιστα η Ουάσιγκτον να κάνει τα στραβά μάτια και στην επανέναρξη των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου, αν η άνοδος της τιμής των καυσίμων κυριαρχήσει στη συζήτηση ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου.