Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να παρουσιάσει σήμερα στους «27» την πρότασή της για το έκτο -σε μόλις δύο μήνες-πακέτο κυρώσεων κατά της Μόσχας, μετά τη χθεσινή, έκτακτη συνεδρίαση των υπουργών Ενέργειας, στις Βρυξέλλες. Μια συνεδρίαση που τέθηκε για πρώτη φορά, επισήμως, η επιβολή εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, όχι όμως χωρίς αντιπαραθέσεις. Ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές τόνισαν μάλιστα στην «Ναυτεμπορική» ότι υπήρξε «αντιπαράθεση ανάμεσα στις χώρες που είναι εξαρτημένες από το ρωσικό πετρέλαιο και εκείνες που βλέπουν πως μπορεί να εξασφαλίσουν σύντομα, εναλλακτικές λύσεις».
Τον τόνο πάντως στη συνεδρίαση έθεσε η μεγαλύτερη δύναμη της ΕΕ-η Γερμανία- καθώς τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, αλλά σταδιακά. Η Γερμανία έτσι κι αλλιώς καλύπτει τώρα μόλις το 12% των αναγκών της σε πετρέλαιο από τη Ρωσία, ενώ στην αρχή του πολέμου η εξάρτηση ήταν ακόμα στο 35%. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο της γερμανικής Οικονομίας IW που εδρεύει στην Κολωνία, τα δύο τρίτα των εισαγωγών πετρελαίου στη Γερμανία από τη Ρωσία διακινούνται μέσω του αγωγού “Družba” (Φιλία) μέσω του δυιλιστηρίου στην πόλη Σβεντ της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Το διυλιστήριο στο Σβεντ ανήκει κατά πλειοψηφία στη ρωσική κρατική εταιρεία Rosneft, αλλά το Βερολίνο σκοπεύει να το απαλλοτριώσει,όπως έκανε τον περασμένο μήνα με τη γερμανική θυγατρική της ρωσικής κρατικής εταιρείας φυσικού αερίου Gazprom,με τον νέο νόμο για την ενεργειακή ασφάλεια. Εάν γίνει αλλαγή φορέα, το διυλιστήριο θα τροφοδοτείται με αργό πετρέλαιο που θα φτάνει με τανκερ στο λιμάνι του Ρόστοκ από τις αρχές Ιουνίου.
Στην αντίπερα όχθη, εμφανίστηκε η Ουγγαρία, που απείλησε με βέτο, στην όποια ευρωπαϊκή πρόταση οδηγεί σε περιορισμό των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία. Ο Ούγγρος υπουργός Γκεργκέλι Γκουλιάς είπε ότι η Βουδαπέστη δεν «θα στηρίξει ποτέ την επέκταση των κυρώσεων στον ενεργειακό τομέα». Η Ουγγαρία είναι άλλωστε, άκρως εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια, αλλά και ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, έχοντας μάλιστα αποδεχθεί την πληρωμή σε ρούβλια του ρωσικού φυσικού αερίου.
Σχετική απροθυμία εξέφρασαν χώρες, όπως η Ιταλία, η Αυστρία, η Ελλάδα και η Σλοβακία-σύμφωνα με την ισπανική El Pais-ζητώντας να επιτραπούν οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου μέχρι το φθινόπωρο ή ακόμη και τον χειμώνα, ώστε να μπορέσουν να εξασφαλίσουν εναλλακτικές πηγές, αλλά και να αντιμετωπίσουν μια νέα αύξηση των τιμών της ενέργειας, το επόμενο φθινόπωρο.
Πλαφόν στις τιμές
Το θέμα αναμένεται να κυριαρχήσει στην επόμενη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στα τέλη Μαΐου. Το διακύβευμα είναι άλλωστε τεράστιο. Μέχρι πέρυσι, η Ρωσία κάλυπτε περίπου το 25% του συνόλου των προμηθειών πετρελαίου της ΕΕ. Αυτή είναι μια ποσότητα ίση με περίπου το 5% του συνόλου των ετήσιων εξαγωγών στον κόσμο.Ένα εμπάργκο μεταξύ πρωταγωνιστών τέτοιου μεγέθους είναι ένα γεγονός με πλανητικές επιπτώσεις. Μόνο από τις σχετικές διαρροές την περασμένη εβδομάδα για επιβολή εμπάργκο, η τιμή του βαρελιού Brent αυξήθηκε από τα 99 στα 109 δολάρια.
Από διάφορες χώρες, όπως η Ιταλία, προτάθηκαν μάλιστα εναλλακτικές λύσεις στο εμπάργκο, όπως η θέσπιση ανώτατων ορίων στις τιμές για το ρωσικό πετρέλαιο. Το επιχείρημα που προβλήθηκε ήταν ότι έτσι η Μόσχα θα κερδίζει σημαντικά λιγότερα χρήματα από τις εξαγωγές ενέργειας, ενώ ταυτόχρονα θα είναι χαμηλότεροι οι κίνδυνοι για την ευρωπαϊκή οικονομία. Ωστόσο, προϋπόθεση για τη λειτουργία ενός τέτοιου σχεδίου θα ήταν και οι άλλες χώρες -εκτός ΕΕ-να συμφωνήσουν να μην αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο σε τιμές πάνω από τα ανώτατα όρια, που θα έχουν θεσπιστεί.
Όπως γράφει μάλιστα, η ιταλική Corriere della Sera, επικαλούμενη τρεις διαφορετικές πηγές που ζήτησαν ανωνυμία, στη συνεδρίαση των υπουργών Ενέργειας εκδηλώθηκε και «μια μικρή ρήξη – υπόγεια και σιωπηλή – με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η αμερικανική παρέμβαση
Η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν,στην πρόσφατη σύνοδο της G7, στην Ουάσιγκτον, είχε πάντως συμβουλεύσει τους Ευρωπαίους εταίρους της, αντί να επιβάλουν εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, να υποδείξουν στη Μόσχα ένα πλαφόν στην τιμή, πολύ κάτω από τις τρέχουσες τιμές. Αυτό -σύμφωνα με την Γέλεν- θα επέτρεπε στις ευρωπαϊκές οικονομίες τη μείωση του ενεργειακού κόστους και, ταυτόχρονα, πτώση των εσόδων της Μόσχας χωρίς περικοπή των προμηθειών. Η πρόταση της Γέλεν αμφισβητήθηκε πάντως από κάποιους Ευρωπαίους, καθώς το ρωσικό αργό πετρέλαιο μεταφέρεται σε όλο τον κόσμο με δεξαμενόπλοια και έτσι η Μόσχα μπορεί πάντα να το πουλήσει σε κανονικές τιμές στην Ασία, τη Λατινική Αμερική ή ακόμα και την Αφρική. Σε μια τέτοια εξέλιξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχανε τον βασικό προμηθευτή της, ενώ η Ρωσία θα μπορούσε να συνεχίσει να διαθέτει το πετρέλαιό της σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Ακόμη και με κάποια έκπτωση, για να «τιμωρήσει» την ΕΕ. Η Ουάσιγκτον προσφέρθηκε πάντως να προσφέρει στους Ευρωπαίους ειδική υποστήριξη: οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υιοθετήσουν το ίδιο ανώτατο όριο στην τιμή του ρωσικού αργού που θα καθορίσει η Ευρώπη. Ταυτόχρονα, θα υπήρξε προειδοποίηση σε όλον τον κόσμο ότι η αγορά πετρελαίου από τη Μόσχα σε τιμές υψηλότερες από αυτές που υποδεικνύονται στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή κυρώσεων και τον αποκλεισμό από την αμερικανική αγορά. Την αμερικανική πρόταση δεν φαίνεται πάντως να αποδέχονται οι Ευρωπαίοι, με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ να εκφράζει έντονες αμφιβολίες για την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να δράσουν απειλούν με κυρώσεις οποιονδήποτε στον κόσμο δεν σέβεται τους εμπορικούς όρους που υποδεικνύονται από την Ευρώπη ή την Ουάσιγκτον. «Το να παίζει η Αμερική τον ρόλο της “αστυνομίας του κόσμου”, στην υπηρεσία της ΕΕ, συνεπάγεται υψηλό πολιτικό κόστος, για την Ευρώπη», γράφει χαρακτηριστικά η Corriere della Sera.
Η όποια απάντηση της Ευρώπης στον πόλεμο στην Ουκρανία, διαμορφώνεται άλλωστε από ένα κρίσιμο ερώτημα: Τι θα συμβεί εάν η Ρωσία-η οποία προμηθεύει το 40% του φυσικού αερίου της Ευρώπης- αποφασίσει να κλείσει τις βάνες;
Οι χειρότεροι φόβοι επιβεβαιώθηκαν όταν η Ρωσία διέκοψε τις προμήθειες φυσικού αερίου στη Βουλγαρία και την Πολωνίας, επειδή αρνήθηκαν να πληρώσουν σε ρούβλια. Η απόφαση του Κρεμλίνου έχει ταράξει τους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι τώρα προσπαθούν να καθορίσουν ποιος θα μπορούσε να είναι ο άτυχος, επόμενος στόχος του Κρεμλίνου. Όπως λέει ο Νίκος Τσάφος, ειδικός σε θέματα ενέργειας στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών, στην Ευρώπη κυριαρχεί πλέον μια αγωνία: «Δεν ξέρουμε ποιος. Δεν ξέρουμε πότε».