Μετά το διάταγμα του Κρεμλίνου για πληρωμές προμηθειών φυσικού αερίου σε ρούβλια , την ανακοίνωση της Gazprom ότι αποχωρεί από τη Γερμανία και τη βασική θυγατρική της Gazprom Germania, και το περασμα της τελευταίας υπόκρατική διαχείριση, αναβρασμός επικρατεί στο γερμανικό υπ. Οικονομίας ως προς την επόμενη μέρα και τα σενάρια για το μελλοντικό νομικό καθεστώς ρωσικών ενεργειακών κολοσσών.
Πέρα από τη θυγατρική της Gazprom – που με τη σειρά της διατηρεί σειρά μικρότερων θυγατρικών εταιρειών στη Γερμανία, οι οποίες καλύπτουν όλο το φάσμα της ροής φυσικού αερίου – στο τραπέζι τίθεται και το θέμα της πετρελαϊκής Rosneft Deutschland.
Koμβικής σημασίας για τη γερμανική οικονομία διυλιστήρια
Στο επίκεντρο των σεναρίων που εξετάζει ο υπ. Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ με στόχο την άμεση απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια βρίσκεται και το μέλλον των μεγάλων διυλιστηρίων πετρελαίου στο Σβεντ της ανατολικής Γερμανίας, όπου η Rosneft PCK κατέχει το 54% του μετοχικού κεφαλαίου – ενώ η βρετανο-oλλανδική Shell έχει ήδη ανακοινώσει την αποχώρησή της.
Το γερμανικό υπ. Οικονομίας φαίνεται ότι εξετάζει το ενδεδειγμένο μοντέλο διάσωσης, ενδεχομένως και της κρατικοποίησής της εξαιτίας της σημασίας των υποδομών της για την τροφοδοσία της γερμανικής αγοράς με πετρέλαιο και παράγωγά του.
Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Χάμπεκ το επιχειρηματικό μοντέλο της Rosneft στη Γερμανία βασίζεται στη φθηνή αγορά και διύλιση ρωσικού φυσικού αερίου, κάτι που πρέπει να επανεξετάσει άμεσα η Γερμανία στο πλαίσιο της απεξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο. «Κατά την άποψή μου, είναι πολιτικό καθήκον μας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Άλλη μια «κόκκινη γραμμή» σπάει
Την ίδια ώρα στο επίκεντρο των υπολογισμών του υπ. Οικονομίας βρίσκεται εδώ και μέρες και η Gazprom Germania, υπεύθυνη για τη διαχείριση, αποθήκευση και εμπορία φυσικού αερίου στη Γερμανία, η οποία είναι εξ ολοκλήρου ρωσικών συμφερόντων και κατέχει ιδιοκτησιακά κρίσιμες μονάδες και αγωγούς φυσικού αερίου επί γερμανικού εδάφους.
Για πρώτη φορά στα γερμανικά ενεργειακά χρονικά ένας όμιλος αποκλειστικά ξένων συμφερόντων υπάγεται σε κρατική διαχείριση, με διαχειρίστρια μέχρι τον Σεπτέμβριο την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων της Βόννης (Βundesnetzagentur), μετά από ενεργοποίηση του άρθρου 6 του Νόμου περί Εξωτερικού Εμπορίου.
Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Χάμπεκ η απόφαση για ανάθεση της διαχείρισης σε υπηρεσία που υπάγεται στο γερμανικό δημόσιο επιτάσσεται από λόγους «δημόσιας ασφάλειας και τάξης», κάτι που κρίνεται απαραίτητο για τη συνέχιση της διασφάλισης της ροής φυσικού αερίου.