Skip to main content

Γερμανία: Αντιδράσεις από εργοδότες. επιφυλάξεις από οικονομολόγους για την αύξηση του κατώτατου μισθού

Είναι γεγονός: Από την 1η Οκτωβρίου το ελάχιστο ωρομίσθιο στη Γερμανία αυξάνεται στα 12 ευρώ (μεικτά). Σήμερα κυμαίνεται μόλις στα 9,82 ευρώ την ώρα ή 1.621 ευρώ τον μήνα, σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Η αισθητή αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν μία από τις κύριες υποσχέσεις που είχε δώσει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στον προεκλογικό αγώνα του 2021, ενώ  περιλαμβάνεται και στην κοινή προγραμματική συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού που συνυπέγραψαν μετεκλογικά οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι (FDP). «Οι εργαζόμενοι στη Γερμανία αξίζουν μία τέτοια νομοθεσία», δηλώνει χαρακτηριστικά σε τηλεοπτική συνέντευξή του ο υπουργός Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ.

Όταν καθιερώθηκε για πρώτη φορά το κατώτατο ωρομίσθιο το 2015 είχε υπολογιστεί σε 8,5 ευρώ. Εργοδοτικές οργανώσεις, κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και η ίδια η καγκελάριος εξέφραζαν ωστόσο σοβαρές επιφυλάξεις. Η Άνγκελα Μέρκελ υποστήριζε ότι η νομοθετική κατοχύρωση ενός κατώτατου μισθού «θέτει σε κίνδυνο θέσεις εργασίας».  Όμως τα προηγούμενα χρόνια είχε διευρυνθεί σημαντικά το ποσοστό των «χαμηλά αμειβόμενων» εργαζομένων, ιδιαίτερα σε απλές χειρωνακτικές δουλειές ή εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφερόταν την εποχή εκείνη μία καθαρίστρια σε ξενοδοχεία, η οποία εργαζόταν ως «ανεξάρτητη επιχειρηματίας» εν είδει υπεργολαβίας και πολλές φορές εισέπραττε λιγότερα από έξι ευρώ την ώρα, οπότε αναγκαζόταν να αναζητήσει δεύτερη και τρίτη δουλειά. «Όποιος εργάζεται με πλήρες ωράριο, θα πρέπει αν μη τι άλλο να μπορεί να ζει από την εργασία του και όχι να λαμβάνει έναν μισθό που θυμίζει κοινωνικό επίδομα», έλεγε το 2007 ο τότε πρόεδρος του SPD Κουρτ Μπεκ.  

 

Αύξηση αποδοχών και για τις «μίνι δουλειές»

Η κυβέρνηση Σολτς θεωρεί ότι από τη νέα νομοθεσία επωφελούνται περισσότεροι από έξι εκατομμύρια εργαζόμενοι, οι οποίοι θα εξακολουθούν να λαμβάνουν χαμηλές αποδοχές, αλλά τουλάχιστον θα μπορούν να καλύπτουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους με αξιοπρέπεια. Άλυτο παραμένει ωστόσο το πρόβλημα των χαμηλών συνταξιοδοτικών εισφορών. Αυτό σημαίνει ότι για τους ανθρώπους αυτούς η απειλή της φτώχειας δεν εκλείπει, αλλά απλώς μετατίθεται στο μέλλον και συγκεκριμένα τη στιγμή που θα βγουν στη σύνταξη.

Παράλληλα το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε την Τετάρτη μία αύξηση για τις αποκαλούμενες «μίνι δουλειές» (mini jobs), από τα 450 στα 520 ευρώ τον μήνα. Πρόκειται για θέσεις μερικής απασχόλησης και χαμηλής εξειδίκευσης, οι οποίες συνήθως ελκύουν φοιτητές, συνταξιούχους, ημιαπασχολούμενους ή όσους αναζητούν απλώς ένα πρόσθετο εισόδημα. Το μεγάλο πλεονέκτημά τους είναι ότι το εισόδημα δεν φορολογείται. Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν τα mini jobs με κριτική διάθεση, επισημαίνοντας ότι συχνά οι εργαζόμενοι εγκλωβίζονται για περισσότερα χρόνια σε καθεστώς μερικής απασχόλησης με πενιχρές αποδοχές και δύσκολα μπορούν να αναζητήσουν κάτι καλύτερο.

 

Οι επιφυλάξεις παραμένουν

Αλλά και για την αύξηση του κατώτατου μισθού οι επιφυλάξεις των ειδικών παραμένουν. Το Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας (IfW) με έδρα το Κίελο επισημαίνει τον κίνδυνο «μείωσης της απασχόλησης». Αλλά τί ακριβώς σημαίνει αυτό; Όπως επισημαίνει ο ερευνητής του Ινστιτούτου Ντομινίκ Γκρολ στο πρακτορείο ειδήσεων EPD «η αύξηση του κατώτατου μισθού δύσκολα θα συμβάλει στην καταπολέμηση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων». Ο ίδιος επισημαίνει ότι, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, η καθιέρωση του κατώτατου μισθού το 2015 «οδήγησε μεν σε αύξηση του ωρομισθίου, αλλά ταυτόχρονα και σε μείωση των ωρών απασχόλησης για πολλούς εργαζόμενους, κατά συνέπεια ο μισθός τους τελικά δεν αυξήθηκε». Την αντίθεσή της στην αύξηση του κατώτατου μισθού με νομοθετική πρωτοβουλία εκφράζει και η Συνομοσπονδία Γερμανών Εργοδοτών (BDA), υποστηρίζοντας ότι έτσι καταστρατηγείται η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων.

Συνολικά σε 21 από τις 27 χώρες της ΕΕ έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά, μέχρι σήμερα, ο κατώτατος μισθός. Ο υψηλότερος προβλέπεται στο Λουξεμβούργο (2.257 ευρώ μηνιαίως) και ο χαμηλότερος στη Βουλγαρία (332 ευρώ). Στην Ελλάδα κυμαίνεται στα 774 ευρώ. Κατώτατος μισθός δεν προβλέπεται στη Δανία, τη Φινλανδία, την Ιταλία, την Αυστρία, τη Σουηδία και την Κύπρο.