Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Τι ακολουθεί μετά την κίνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν να αναγνωρίσει τις δύο ρωσόφωνες «λαϊκές δημοκρατίες» , στην ανατολική Ουκρανία; Πότε και πώς θα αντιδράσει έμπρακτα η Δύση;
Ο Πούτιν διέβη τον Ρουβίκωνα εκδίδοντας διάταγμα με το οποίο διέταξε την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Ουκρανία – ένα déjà vu. Αυτό συνέβη και το 2008, όταν στον πόλεμο Ρωσίας και Γεωργίας ακολούθησε η αναγνώριση από το Κρεμλίνο της ανεξαρτησίας δύο περιοχών της Γεωργίας: της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας και η ανάπτυξη ρωσικών στρατευμάτων. Τα ρωσικά στρατεύματα εξακολουθούν να σταθμεύουν μέχρι σήμερα και στις δύο αυτές περιοχές.
Δύο ερμηνείες υπάρχουν για τις ενέργειες του Πούτιν: Αναγνωρίζει τις δύο «λαϊκές δημοκρατίες» και μπορεί έτσι να παρουσιάσει μια αίσθηση επιτευγμάτων στο εσωτερικό της Ρωσίας. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να σώσει τα προσχήματα, χωρίς να ξεκινήσει πόλεμο. Η άλλη ερμηνεία: Ο Πούτιν λέει ότι οι «λαϊκές δημοκρατίες» διεκδικούν ολόκληρη την περιοχή γύρω από το Ντόνετσκ και το Λουχάνσκ – συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων που επί του παρόντος ελέγχονται ακόμη από την Ουκρανία. Με αυτό το πρόσχημα, οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» θα μπορούσαν πλέον να ξεκινήσουν επίθεση σε αυτές τις περιοχές. Είναι επίσης αναμενόμενο ότι αυτά τα «κράτη» θα ζητήσουν να ενταχθούν στη Ρωσική Ομοσπονδία. Τότε η Ρωσία θα μπορούσε να αποφασίσει να προσαρτήσει αυτές τις περιοχές.
Υπάρχει φυσικά η προϊστορία: Το 2014 και το 2015 επίσης, η Μόσχα εξαπέλυσε περιορισμένης έκτασης επιθέσεις στην ανατολική Ουκρανία που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Κριμαίας και την ίδρυση «αυτόνομων» ρωσόφωνων περιοχών, αναγκάζοντας το Κίεβο να δεχτεί κατάπαυση του πυρός. Αλλά αυτές οι εκστρατείες δεν ήταν αρκετές για να δώσουν στη Ρωσία την επιρροή που ήθελε στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας. Αντίθετα, ώθησαν το Κίεβο να προσεγγίσει ακόμη περισσότερο τη Δύση.
Θα επεκτείνουν τα σύνορα;
Σήμερα όμως ,διακυβεύονται πολλά περισσότερα για τον Πούτιν.Ο υπουργός Εσωτερικών της Ρωσίας Βλαντιμίρ Κολοκόλτσεφ πρότεινε να αναγνωριστούν οι δύο «λαϊκές δημοκρατίες» του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ εντός των «ιστορικών τους συνόρων», δηλαδή εντός των συνόρων του 2014 και επομένως πριν από το ξέσπασμα της στρατιωτικής σύγκρουσης. Σήμερα όμως, το Κίεβο ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών Λουγκάνσκ και Ντόνετσκ. Μετά από ένα «δημοψήφισμα» το 2014, οι Ρωσόφωνοι αυτονομιστές θεώρησαν ότι τα σύνορα των «λαϊκών δημοκρατιών» πρέπει να είναι τα ίδια με εκείνα των περιοχών με το ίδιο όνομα. Οι αυτονομιστές ενέκριναν επίσης «νόμους» το 2019 που ορίζουν επίσης ότι «το απαραβίαστο αυτών των συνόρων θα πρέπει επίσης να επιβληθεί με στρατιωτικά μέσα εάν είναι απαραίτητο». Με απλή γλώσσα, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ξεσπάσει σύντομα πόλεμος μεγάλης κλίμακας στην Ουκρανία, αν ο Πούτιν διατάξει τα στρατεύματά του να προχωρήσουν προς αυτά τα σύνορα. Ουδείς φυσικά θέλει καν να φανταστεί τις συνέπειες μιας τέτοιας επιχείρησης, ειδικά για τον άμαχο πληθυσμό στην Ουκρανία.
Ανεξάρτητα βέβαια από το τι θα συμβεί στη συνέχεια, είναι νεκρές πλέον οι συμφωνίες που υπογράφηκαν στο Μινσκ το 2014 και 2015 με μεσολάβηση Γερμανίας και Γαλλίας , για την ειρήνευση στην ανατολική Ουκρανία. «Εργαλείο» για μια πολιτική λύση δεν υπάρχει και πλέον δεν είναι σαφές από πού μπορούν τώρα να ξεκινήσουν οι διπλωματικές προσπάθειες. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης σαφές ότι οι απειλές σε συνδυασμό με τις προσπάθειες κατευνασμού δεν επαρκούν, πλέον.
Η αντίδραση του Μπάιντεν
Ο Πούτιν έχει περάσει «την κόκκινη γραμμή» , για τις Ηνωμένες Πολιτείες.Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν κατήγγειλε στο Twitter τις «κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου» από τη Ρωσία. Ο Λευκός Οίκος αντέδρασε αστραπιαία τη Δευτέρα. Η εκπρόσωπος του Μπάιντεν , Τζεν Ψάκι, ανέφερε: «Περιμέναμε μια τέτοια κίνηση από τους Ρώσους και είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε αμέσως. Ο πρόεδρος επέβαλε κυρώσεις με διάταγμα. Στοχεύουν σε οποιονδήποτε δραστηριοποιείται ή εμπορεύεται στις δύο αυτονομιστικές περιοχές ή με αυτές». Η αμερικανική κυβέρνηση έχει αρνηθεί μέχρι στιγμής να περιγράψει τα πρόσφατα γεγονότα ως ρωσική εισβολή στην Ουκρανία
Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Μπάιντεν, Τζόναθαν Φάινερ, απέφυγε μάλιστα επανειλημμένα το ερώτημα εάν αυτή η επιχείρηση είναι η ήδη ανακοινωθείσα εισβολή. Οι πράξεις του καθενός δεν θα εξαρτηθούν από το τι ανακοινώνει η Ρωσία, αλλά από το τι πραγματικά συμβαίνει. «Η Ρωσία έχει πλέον καταλάβει τμήματα της Ουκρανίας εδώ και οκτώ χρόνια, επεσήμανε ο Φάινερ. Ανταποκρίνεται στην «πραγματικότητα» ότι τα ρωσικά στρατεύματα αναπτύσσονται στο Ντονμπάς.
Η Αμερικανίδα πρέσβης στον ΟΗΕ, Λίντα Τόμας- Γκρινφιλντ ήταν η πιο ξεκάθαρη: Μιλώντας στην έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, είπε για την τελευταία κίνηση του Πούτιν ότι «αποτελούσε ξεκάθαρα τη βάση για την προσπάθεια της Ρωσίας να δημιουργήσει πρόσχημα για μια ακόμη εισβολή στην Ουκρανία». Η Μόσχα κάνει λόγο για «ειρηνευτικά στρατεύματα», αλλά αυτό είναι «πλήρη ανοησία» – «ξέρουμε τι είναι πραγματικά».
Η ΕΕ θα αποφασίσει κυρώσεις το απόγευμα
Την ίδια ώρα στην Ευρώπη, ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, τόνισε ότι η Ενωση θέλει να αποφασίσει για τις πρώτες κυρώσεις κατά της Ρωσίας το απόγευμα. «Φυσικά, η απάντησή μας θα έχει τη μορφή κυρώσεων», δήλωσε ο Μπορέλ στο Παρίσι, πριν την συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των «27». Πήραμε μία πρώτη γεύση με την απόφαση της Γερμανίας να παγώσει τον Nord Stream 2.
Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος ενός μεγάλου πολέμου δεν έχει αποφευχθεί. Πολλοί στρατιώτες και ο πολύς εξοπλισμός είναι ακόμα στα σύνορα. Η Ουκρανία έχει ακρωτηριαστεί περαιτέρω. Έτσι, η ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας έχει καταρρεύσει.
Η δυτική διπλωματία απέτυχε. Όλες οι ομιλίες, οι επισκέψεις, οι συνεντεύξεις δεν έχουν ωφελήσει. Ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν δεν φαίνεται να εντυπωσιάζεται από τις κυρώσεις που απειλούν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη. Όπως φαίνεται είναι αποφασισμένος να πετύχει τους στόχους του ούτως ή άλλως. Αν και οι κυρώσεις θα προκαλούσαν τεράστια ζημιά στην οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας, αν ο Πούτιν δει μια ιστορική αποστολή να αναθεωρήσει την αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη που προέκυψε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τότε οι κυρώσεις δεν θα πρέπει να τον σοκάρουν.
Οι Ευρωπαίοι πάντως, αν θέλουν να διατηρήσουν τη σταθερότητα της Ευρώπης, να προστατεύσουν την ασφάλεια των πολιτών τους και να προστατεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στον κόσμο, θα πρέπει να καθορίσουν γρήγορα μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας . Και κυρίως να δώσουν μια ειλικρινή απάντηση στο ερώτημα τι είναι πραγματικά προς το ευρωπαϊκό συμφέρον – και τι όχι .