Παρά τις αντιρρήσεις των Ρεπουμπλικάνων, η Βουλή των Αντιπροσώπων υπερψήφισε το νομοσχέδιο, ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, που έχει ως στόχο να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα και να δοθεί ώθηση στη βιομηχανία των ημιαγωγών.
Σε αυτό το νέο επεισόδιο του «πολέμου» μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, η Βουλή ενέκρινε, με ψήφους 222 υπέρ έναντι 210 κατά, το νομοσχέδιο για την παραγωγή των ημιαγωγών (τσιπ) σε αμερικανικό έδαφος.
Τα ηλεκτρονικά τσιπάκια είναι απαραίτητα για την παραγωγή κινητών τηλεφώνων, αυτοκινήτων και άλλων ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, ακόμη και για τη λειτουργία των συσκευών παροχής οξυγόνου στα νοσοκομεία. Με την πανδημία, οι βιομηχανίες είδαν τα αποθέματά τους να μειώνονται σε ανησυχητικό επίπεδο.
Κατά τύχη, το νομοσχέδιο αυτό πέρασε από τη Βουλή λίγες μόλις ώρες μετά την έναρξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, τους οποίους οι ΗΠΑ μποϊκοτάρουν σε διπλωματικό επίπεδο. Το νομοσχέδιο «America COMPETES act» προβλέπει τη χορήγηση 52 δισεκ. δολαρίων για την αναζωογόνηση της αμερικανικής βιομηχανίας ημιαγωγών, που σήμερα κατασκευάζονται σχεδόν αποκλειστικά στην Ασία.
Ένα παρόμοιο κείμενο είχε υιοθετηθεί τον Ιούνιο από τη Γερουσία, όπου ψηφίστηκε και από τα δύο κόμματα. Όμως τα δύο νομοσχέδια θα πρέπει να εναρμονιστούν, κάτι που σημαίνει ότι προβλέπονται μακρές διαπραγματεύσεις στον λόφο του Καπιτωλίου.
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι η έλλειψη ημιαγωγών ευθύνεται εν μέρει για τον πληθωρισμό που καλπάζει στις ΗΠΑ και απειλεί τα αμερικανικά νοικοκυριά, αλλά και τη δημοτικότητα του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Το νομοσχέδιο της Βουλής προβλέπει επίσης την επένδυση 45 δισεκ. δολαρίων για την ενίσχυση της αλυσίδας ανεφοδιασμού. Είναι «επιτακτική ανάγκη» για την οικονομία και την εθνική ασφάλεια «να στηρίξουμε τη βιομηχανία και τους Αμερικανούς εργαζομένους», δήλωσε νωρίτερα η πρόεδρος της Βουλής, Νάνσι Πελόζι. Οι ΗΠΑ δεν θα βρίσκονται πλέον «στο έλεος άλλων χωρών», υποστήριξε στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε.
Οι Ρεπουμπλικάνοι διαφώνησαν με το κείμενο με το σκεπτικό ότι δεν αναγκάζει το Πεκίνο να δώσει λογαριασμό για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, επιπροσθέτως, προβλέπει υπερβολικές επενδύσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Η Κίνα, που βρίσκεται σε «οικονομικό πόλεμο» με τις ΗΠΑ από την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα από τα ελάχιστα θέματα στα οποία ο νυν Δημοκρατικός πρόεδρος συνεχίζει την πολιτική του Ρεπουμπλικάνου προκατόχου του. Το Πεκίνο κατηγορεί από την πλευρά του την Ουάσινγκτον ότι «υπερβάλλει» σε ό,τι αφορά τη λεγόμενη κινεζική απειλή.
Ο Μπάιντεν επισήμανε τον Ιανουάριο τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες που κρύβονται στα τσιπάκια, δίνοντας ως παράδειγμα τα αυτοκίνητα, το 4% των συστατικών μερών των οποίων σήμερα αποτελείται από ημιαγωγούς. Το 2030, το ποσοστό αυτό θα ανέλθει στο 20%. Για αυτό πιέζει τις βιομηχανίες να επαναφέρουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ. Η εταιρεία Intel ανακοίνωσε ήδη ότι από τα τέλη του έτους θα κατασκευάσει δύο εργοστάσια ημιαγωγών στο Οχάιο, την παλιά «πρωτεύουσα» του χάλυβα.
Πηγές: ΑΜΠΕ, AFP, Reuters