Του Πλάμεν Τόντσεφ*
Οι πληροφορίες για το τί ακριβώς συνέβη στο Καζαχστάν τις πρώτες μέρες του έτους ήταν αρχικά είτε αλληλοσυγκρουόμενες είτε ελλιπείς, αλλά σταδιακά συμπληρώνεται το puzzle των δραματικών εξελίξεων. Κυρίως, αποσαφηνίζονται οι λόγοι για το άνευ προηγουμένου αίτημα της εθνικής κυβέρνησης να αποσταλούν ξένα στρατεύματα από τον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (ΟΣΣΑ), έναν συνασπισμό με επικεφαλής την Ρωσία. Πώς φτάσαμε στις εκτεταμένες αναταραχές σε ένα κράτος που φαινόταν να είναι από τα πιο σταθερά στον κόσμο; Ολα δείχνουν ότι τρεις παράγοντες συνέβαλαν σ’αυτήν την έκρηξη βίας στην χώρα.
Οι δέκα μέρες που συντάραξαν το Καζαχστάν
Πρώτον,ο διπλασιασμός των τιμών υγραερίου, το οποίο είναι βασικό καύσιμο για πολλά οχήματα στο Καζαχστάν, ήταν μόνον η σπίθα σε ένα εύφλεκτο υπόστρωμα. Υπήρχαν πολλές προϋποθέσεις για το ξέσπασμα οργής, με κυριότερη την ψαλίδα ανάμεσα στο βιωτικό επίπεδο μιας πάμπλουτης ελίτ και την εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, παρά την – ονομαστική – οικονομική ανάπτυξη του Καζαχστάν τα τελευταία χρόνια. Γύρω από το Αλμάτι, την μεγαλύτερη πόλη της χώρας και επίκεντρο των συγκρούσεων, έχουν σχηματιστεί φαβέλες με εσωτερικούς μετανάστες από την αγροτική ύπαιθρο του Καζαχστάν. Στις κοινωνικές ανισότητες προστίθεται και η κόπωση από το προσωποπαγές καθεστώς και την οικογενειοκρατία του Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ. Είναι κοινό μυστικό ότι ο επί τρεις δεκαετίες πρόεδρος του Καζαχστάν , γνωστός με τον τιμητικό τίτλο Ελμπασί (“ηγέτης του έθνους”), προωθούσε μέχρι πρότινος την κόρη του Νταριγκά Ναζαρμπάγιεβα ως διάδοχό του. Πολλές ενστάσεις υπάρχουν και για το κατ’ουσίαν μονοκομματικό σύστημα της χώρας. Το κυβερνών κόμμα Nur Otan (“το φως της πατρίδας”) κατέχει 76 από τις 98 έδρες στο Mazhilis (Κοινοβούλιο) μετά τις τελευταίες εκλογές του 2021, ενώ το 2007 είχε καταλάβει όλες τις έδρες ανεξαιρέτως. Η αντιπολίτευση αποτυγχάνει σταθερά να υπερβεί το όριο του 7% για εκπροσώπηση στην Βουλή, ενώ αντίθετα εισέρχονται κόμματα φίλα προσκείμενα στην κυβέρνηση.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια είχε διαφανεί κι άλλες φορές στο παρελθόν – τουλάχιστον άλλες τρεις φορές την τελευταία δεκαετία. Το 2011 στην πόλη Zhanaozen του δυτικού Καζαχστάν ξεσηκώθηκαν εργαζόμενοι που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και η επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας κατέληξε σε μακελειό. Το 2016 σημειώθηκε κύμα διαμαρτυριών με αφορμή ένα αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο για την εκμίσθωση αγροτικών γαιών σε ξένους, το οποίο τελικά αποσύρθηκε και ο τότε πρωθυπουργός Καρίμ Μασίμοφ αποπέμφθηκε. Το 2019 η αγανάκτηση που προκλήθηκε μετά τον τραγικό θάνατο πέντε παιδιών σε πυρκαγιά στην πρωτεύουσα Αστανά (μετέπειτα Νουρσουλτάν) οδήγησε στην παραίτηση του Ναζαρμπάγιεφ και την παράδοση μέρους των εξουσιών του στον Κασίμ-Ζοκάρτ Τοκάγιεφ.
Ο δεύτερος παράγοντας για τις πρόσφατες αναταραχές σχετίζεται με την πιθανή διείσδυση ταραχοποιών και εγκληματιών στα πλήθη των διαδηλωτών, κάτι που ενέτεινε τις λεηλασίες και τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας, με πολλά ανθρώπινα θύματα. Υπάρχουν ενδείξεις για σκόπιμη όξυνση της έντασης, αν και δεν τεκμαίρεται κατά τρόπο πειστικό πως επιχειρήθηκε ανατροπή της κυβέρνησης από το εξωτερικό βάσει σχεδίου – είτε από κάποια ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση, είτε από κάποιο δυτικό κέντρο. Πάντως, το αφήγημα για υποκίνηση από ξένες δυνάμεις προβλήθηκε εκτενώς από τα μέλη του ΟΣΣΑ και κυρίως από τα ρωσικά ΜΜΕ για δύο λόγους. Αφενός μεν, γιατί είναι γνωστή η απέχθεια της Μόσχας για “χρωματιστές επαναστάσεις” σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, όπως συνέβη στην Γεωργία (2003), Ουκρανία (2004 και 2014) και τρεις φορές στο Κιργιστάν (2005, 2010 και 2020). Αφετέρου δε το άρθρο 4 του ΟΣΣΑ προβλέπει στρατιωτική συνδρομή σε περίπτωση “εξωτερικής απειλής”, συνεπώς η επίκληση εχθρών του Καζακστάν στο εξωτερικό εξασφάλιζε την απαραίτητη νομιμοποίηση της απόφασης για αποστολή ενόπλων δυνάμεων από άλλες χώρες του συνασπισμού.
Ο τρίτος – και κάθε άλλο παρά ήσσονος σημασίας – παράγοντας ήταν ο αδυσώπητος υπόγειος πόλεμος ανάμεσα σε φατρίες εντός της πολιτικής ελίτ της χώρας. Οι ρωγμές στην κρατική μηχανή και ειδικότερα στις δυνάμεις ασφαλείας αποδεικνύονται από το γεγονός ότι καθαιρέθηκε ο πρώην πρωθυπουργός Καρίμ Μασίμοφ από την θέση του στην Επιτροπή Εθνικής Ασφαλείας και κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία. Στην συνέχεια, ο Τοκάγιεφ ανέλαβε αυτοπροσώπως ως επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, αντικαθιστώντας τον πρώην πρόεδρο Ναζαρμπάγιεφ. Είναι ολοφάνερο ότι δεν επιτεύχθηκε ομαλή μετάβαση από την προηγούμενη ηγεσία στον νυν Τοκάγιεφ, ο οποίος αποφάσισε να αφοπλίσει τους πιστούς του Ναζαρμπάγιεφ, λαμβάνοντας υπόψη του και την οργή των πολιτών κατά του ίδιου του Ελμπασί.
Η επόμενη μέρα
Τώρα που η κατάσταση δείχνει να εξομαλύνεται και οι δυνάμεις των συμμάχων του ΟΣΣΑ έχουν σχεδόν αποχωρήσει, το Καζαχστάν καλείται να ξαναβρεί τον βηματισμό του στην νέα εποχή. Το πιθανότερο είναι η Μόσχα να εξαργυρώσει την διάσωση του Τοκάγιεφ με αυξημένη επιρροή και έχει κάθε λόγο να επιχαίρει γι’αυτό. Η Ρωσία παραμένει εξαρτημένη από το κοσμοδρόμιο του Μπαϊκονούρ, παρότι έχει κατασκευάσει to δικό της σταθμό Vostochny στην Απω Ανατολή – λειτουργικό μετά το 2016, αλλά με λίγες εκτοξεύσεις μέχρι τώρα. Στενή είναι και η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, π.χ. στην περιοχή Sary-Shagan του Καζαχστάν η διαστημική δύναμη της Ρωσίας διεξάγει δοκιμές στρατηγικών πυραύλων. Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η ως επί το πλείστον μουσουλμανική Κεντρική Ασία πάντα αποτελούσε το μαλακό υπογάστριο της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και της σημερινής Ρωσίας, κάτι που ισχύει έτι περισσότερο μετά την επάνοδο των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Εξίσου ισχυρό είναι το κίνητρο της Μόσχας να αναχαιτίσει την τάση απορωσοποίησης του Καζαχστάν , μια διαδικασία που εξελίσσεται χρόνια τώρα στο πλαίσιο δημιουργίας εθνικού κράτους.
Σημαντικά οφέλη προσδοκά η Μόσχα και στις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών: το 2019 η αξία του διμερούς εμπορίου ανήλθε σε 20 δισ. δολάρια περίπου, με το εμπορικό έλλειμμα του Καζαχστάν να ξεπερνά τα $8 δισ. Θεωρείται βέβαιο ότι η Ρωσία θα προωθήσει μετ’επιτάσεως τα σχέδια για την κατασκευή πυρηνικού σταθμού στην χώρα με ρωσική τεχνογνωσία. Επιπλέον, η Μόσχα ενδιαφέρεται να έχει λόγο για τις τιμές των υδρογονανθράκων που πουλάει το Καζακστάν στην Κίνα, καθώς και η ίδια διεξάγει διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο για τιμές του ρωσικού φυσικού αερίου προς τον ασιατικό γίγαντα. Μεγάλη σημασία για την Ρωσία έχουν κι άλλοι φυσικοί πόροι, δεδομένου λόγου χάρη ότι στο Καζακστάν εξορύσσεται περίπου το 40% του ουρανίου παγκοσμίως.
Σε ό,τι αφορά τις σινορωσικές σχέσεις, η ανάμειξη του ΟΣΣΑ στο Καζαχστάν επιβεβαιώνει μια άγραφη διευθέτηση στην Κεντρική Ασία, με την Ρωσία να κρατά το “πιστόλι” και η Κίνα το “πορτοφόλι”, δηλαδή η Μόσχα να διατηρεί το προβάδισμα στην περιοχή σε θέματα ασφαλείας, ενώ η Κίνα δραστηριοποιείται κυρίως οικονομικά. Επιπροσθέτως, στην συγκεκριμένη συγκυρία το Πεκίνο βολεύεται το πολιτικό κόστος της επέμβασης στο Καζακστάν να το επωμίζεται η Ρωσία, καθώς η Κίνα είναι ιδιαίτερα προσεκτική εν όψει των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων που ξεκινούν στις 4 Φεβρουαρίου. Πάντως, το Πεκίνο παρακολουθεί προσεκτικά όσα συμβαίνουν στο Καζακστάν: αυτήν την περίοδο στην χώρα υλοποιούνται από κινεζικές εταιρείες επενδυτικά σχέδια συνολικής αξίας $24,5 δισ, ενώ τον Νοέμβριο του 2021 η αξία του ετήσιου διμερούς εμπορίου ανήλθε σε $23 δισ.
Ενας πρόσθετος λόγος για το ενδιαφέρον του Πεκίνου σχετίζεται με την στρατηγική θέση του Καζαχστάν στον χερσαίο διάδρομο του νέου Δρόμου του Μεταξιού. To 2021 μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας μεταφέρθηκαν εμπορεύματα με συνολικό όγκο 1,5 εκατ. TEU (twenty-foot container equivalent units). Το μερίδιο των θαλασσίων μεταφορών μεταξύ Ευρώπης και Ασίας είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο, π.χ. μόνο το λιμάνι του Πειραιά χειρίζεται περί τα 5,5 εκατ. TEU ετησίως. Ωστόσο, η αύξηση κατά 29% των φορτίων που διαμετακομίστηκαν στον χερσαίο διάδρομο πέρυσι, σε σύγκριση με το 2020, καταδεικνύει την δυναμική των σιδηροδρομικών μεταφορών στην Ευρασία και την σημασία του Καζακστάν.
Η αυξημένη ρωσική επιρροή στην χώρα αποδυναμώνει κατά τι την θέση των Ευρωπαίων, παρά το γεγονός ότι το 2021 η αξία του εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και του Καζακστάν ανήλθε στα 20 δισ. ευρώ ή περίπου 23 δισ. δολάρια, στο ίδιο επίπεδο της Κίνας. Στους χαμένους συγκαταλέγονται και οι ΗΠΑ, καθώς συρρικνώνεται κι άλλο το ειδικό τους βάρος στο Καζαχστάν και περιορίζεται στην παρουσία των πετρελαϊκών εταρειών ExxonMobil και Chevron στην Κασπία Θάλασσα. Αλλά ο μεγάλος χαμένος φαίνεται να είναι η Τουρκία, η οποία βλέπει να υποβαθμίζεται στην Κεντρική Ασία, παρά τους πολιτισμικούς δεσμούς της με τους τουρκογενείς πληθυσμούς της περιοχής.
* Ερευνητής, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)