Του Μιχάλη Ψύλου
Τηρώντας ευλαβικά την παράδοση των προκατόχων του, ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας Ολαφ Σολτς επισκέπτεται σήμερα το Παρίσι– στην πρώτη του επίσημη επίσκεψη στο εξωτερικό μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Αλλωστε, ο γαλλο-γερμανικός άξονας παραμένει κινητήρια δύναμη όχι μόνο της γερμανικής, αλλά και της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η προκάτοχός του, Ανγκελα Μέρκελ είχε δημιουργήσει μάλιστα τέτοια στενή σχέση με τον Μακρόν που θύμιζαν «μητέρα και γιό», γράφει εύστοχα η Die Welt.
Με τον Ολαφ Σολτς στο τιμόνι της Γερμανίας, ένα νέο κεφάλαιο ξεκινά όμως στις γαλλογερμανικές σχέσεις. Ο νέος καγκελάριος δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει την εγγύτητά του με τον Γάλλο πρόεδρο. Η τρικομματική κυβέρνηση στο Βερολίνο φαίνεται επίσης να είναι πιο κοντά στη Γαλλία-η «Πράσινη», νέα υπουργός Εξωτερικών, Ανναλένα Μπέρμποκ πραγματοποίησε επίσης χθες στο Παρίσι το παρθενικό της ταξίδι στο εξωτερικό και συναντήθηκε με τον Γάλλο ομόλογό της Ζαν- Ιβ Λε Ντριάν. Μια πιο προσεκτική εξέταση στις γαλλογερμανικές σχέσεις δείχνει πάντως ότι οι συγκεκριμένες απαντήσεις που δίνουν οι δύο χώρες στις προκλήσεις του μέλλοντος, συχνά είναι σε αντίθετη κατεύθυνση, όσο και αν Παρίσι και Βερολίνο συνεχίζουν να αναζητούν συμβιβασμούς. « Η Γαλλία λειτουργεί εντελώς διαφορετικά σε κρίσιμα ζητήματα και εάν η Γερμανία συμμορφωθεί με τις Γαλλικές θέσεις, αυτό θα έχει εκτεταμένες συνέπειες για την Ευρώπη», προειδοποιεί μάλιστα η Die Welt.
Τα «αγκάθια»
H xρηματοδότηση της ΕΕ και η πολιτική για το δημόσιο χρέος, για παράδειγμα, ή η «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ,που προτείνει ο Μακρόν, η προσήλωση της Γαλλίας στην πυρηνική ενέργεια, είναι μόνο μερικά από τα κρίσιμα ζητήματα, που οι δύο χώρες έχουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις.
Η Ανγκελα Μέρκελ και ο Εμμανουέλ Μακρόν έγραψαν ιστορία πέρυσι προωθώντας από κοινού το ιστορικό πρόγραμμα βοήθειας της ΕΕ ύψους 750 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης μετά την κρίση του κορονοϊού. Για τη Γερμανία ήταν μια αλλαγή παραδείγματος μετά από χρόνια προειδοποιήσεων κατά της «ένωσης χρέους». Για τη Γαλλία όμως ήταν μια πολυαναμενόμενη, σημαντική ανακάλυψη προς μια πιο συντονισμένη οικονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική της ΕΕ.
Το γεγονός ότι οι δύο εταίροι συνεργάστηκαν στενά κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν σημαίνει βέβαια ότι νέα σχέση τους θα είναι ρόδινη. Η μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, η χαλάρωση της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής, που ζητούν οι υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, αποτελούν «αγκάθια» στις σχέσεις των δύο χωρών.Το ήδη υψηλό εθνικό χρέος της Γαλλίας έχει αυξηθεί ακόμη περισσότερο ως αποτέλεσμα της πανδημίας, στο 120% του ΑΕΠ, ενώ η Γερμανία μπόρεσε να αντέξει, με το χρέος της να είναι λίγο πάνω από το 70%. Σήμερα, η Γερμανία στην ευρωζώνη συνεχίζει να επωφελείται από εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια χάρη στο καθεστώς «ασφαλούς καταφυγίου» για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ οι περιφερειακές οικονομίες της Ευρώπης είναι σε διαρκή μειονεκτική θέση.
Το Παρίσι, η Μαδρίτη, η Ρώμη, η Αθήνα, εξαρτώνται προς το παρόν από μια επεκτατική, χαλαρή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτι που δεν αρέσει στον Γερμανό, νέο υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ. Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Δημοκρατών δεν κρύβει την προσήλωσή του στην πολιτική της λιτότητας και του δραστικού περιορισμού των χρεών.
«Ο εγκληματίας και ο ποινικός κώδικας»
«Αλλιώς,είναι σαν να αφήνεις τον εγκληματία να γράψει τον ποινικό κώδικα», φέρεται να έχει πει ο Λίντνερ στο παρελθόν, σχολιάζοντας τη στάση των χωρών του Νότου για την αντιμετώπιση του προβλήματος του δημοσίου χρέους.
«Η Μέρκελ αντιμετώπιζε όλα αυτά τα προβλήματα με την τακτική “Merkeln” -μιας νέας λέξης στο γερμανικό λεξιλόγιο-ταυτόσημη με την «εξαγορά χρόνου», γράφει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy. Πως θα αντιδράσει σήμερα ο Σολτς, υπό την πίεση του Λίντνερ; Είναι το ερώτημα που θέτουν όλα τα ευρωπαϊκά think tanks. «Eίναι απίθανο να ξεσπάσει ανοιχτή διαμάχη», εκτιμά η δεξαμενή σκέψης του Βερολίνου Foundation for Science and Politics. «Μεσοπρόθεσμα θα ήταν η πολιτικά φθηνότερη» επιλογή, τόσο για το Παρίσι όσο και για το Βερολίνο, εάν η ΕΚΤ διατηρήσει την εκτεταμένη δέσμευσή της για σταθεροποίηση της ευρωζώνης», αναφέρει σε έκθεσή του το Γερμανικό think tank.
Η «σφήνα» Ντράγκι
Στην εξίσωση αυτή, ο σημαντικός παράγοντας Χ είναι και το Παρίσι, φυσικά. Ο Εμμανουέλ Μακρόν αναλαμβάνει από την 1η Ιανουαρίου και για έξι μήνες την προεδρία της ΕΕ, ενώ τον Απρίλιο θα κριθεί και η επανεκλογή του στις προεδρικές εκλογές.
«Ο Μακρόν θέλει να κερδίσει δάφνες στις Βρυξέλλες, που θα τον βοηθήσουν στην εκστρατεία των προεδρικών εκλογών», γράφει το γερμανικό περιοδικό Focus. «Ο Μακρόν σκοπεύει να ευθυγραμμίσει την Ευρώπη, πιο στενά με τα γαλλικά χρώματα το επόμενο έτος και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προσφέρεται ως ένα βήμα, στο οποίο ο Γάλλος Πρόεδρος θα λάμψει τώρα περισσότερο, ενώ ο Ολαφ Σολτς θα αγωνίζεται ακόμη να βγει από τη σκιά της Άνγκελα Μέρκελ»,τονίζει το Focus. Εκτιμά μάλιστα ότι «στο Γαλλο-γερμανικό ζεύγος, ο Μακρόν είναι πιθανό να κρατά σταθερά το τιμόνι προς το παρόν, ενώ ο Σολτς πρέπει να συνηθίσει να κάθεται στη… σέλα πίσω του».
Η στενή σχέση που έχει δημιουργήσει επίσης ο Μακρόν με τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι, δίνει ακόμη περισσότερες δυνατότητες για να ενισχύσει την ηγετική του θέση στην Ευρωπη. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο Μακρόν και ο Ντράγκι υπέγραψαν συμφωνία φιλίας. «Υπάρχει ακόμα χώρος για τον Όλαφ Σολτς σε αυτή τη φιλία;» διερωτάται η «Die Welt».
Η Γαλλοϊταλική προσέγγιση προκαλεί υποψίες στο Βερολίνο. Ο Χριστιανοκοινωνιστής ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ, λέει ότι ο στόχος της Γαλλο-ϊταλικής φιλίας είναι σαφής: «Να σφυρηλατηθεί μια συμμαχία του Νότου στην Ευρωπαϊκή Ενωση».Ο Φέρμπερ φοβάται μάλιστα ότι Παρίσι και Ρώμη θέλουν ένα «μόνιμο καθεστώς για την απορρόφηση των ζημιών στην ΕΕ».