Του Μιχάλη Ψύλου
Επτά χρόνια μετά την έκρηξη της Ουκρανικής κρίσης και την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, μήπως είμαστε στο ίδιο έργο θεατές; Η Δύση εκφράζει έντονους φόβους ότι ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είναι έτοιμος να διατάξει στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία για να στηρίξει τους ρωσόφωνους αυτονομιστές στην περιοχή του Ντονμπάς. Επικαλείται μάλιστα τη συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων Ρώσων στρατιωτών στα σύνορα με την ανατολική Ουκρανία.
Η Μόσχα διαβεβαιώνει πως δεν υπάρχουν πολεμικές προθέσεις, υποστηρίζοντας ότι η συγκέντρωση στρατευμάτων στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα αποτελεί ένα εσωτερικό θέμα της Ρωσίας, χωρίς απειλητικές προθέσεις. Τις προθέσεις του προέδρου Πούτιν αναμένεται να συζητήσει σήμερα και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, που πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στο Σότσι. Η συνάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Ρώσο πρόεδρο αποκτά μάλιστα πρόσθετο ενδιαφέρον, καθώς πραγματοποιείται την επομένη της διαδικτυακής συνόδου κορυφής του Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Μια σύνοδος που φαίνεται να συνέβαλε στην εκτόνωση της έντασης, αν κρίνουμε από τις επίσημες δηλώσεις, αλλά και τις διαρροές σέ Ουάσιγκτον και Μόσχα.
Ο Μπάιντεν, έχοντας εξασφαλίσει προηγουμένως τη στήριξη των σημαντικότερων δυτικο-Ευρωπαίων ηγετών, κατέστησε σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια σε περίπτωση ρωσικής στρατιωτικής δράσης στην Ουκρανία. Προειδοποίησε επίσης και με πρόσθετες οικονομικές και τραπεζικές κυρώσεις εναντίον της Μόσχας.
Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν απέρριψε κατηγορηματικά για άλλη μία φορά τις κατηγορίες της Δύσης για σχεδιασμό επίθεσης στην Ουκρανία. «Πρόκειται για…παραμύθια, φτηνές, ψευδείς αναφορές, που εντάσσονται στο πλαίσιο της αντιρωσικής υστερίας», λέει ο Λεονίντ Σλούτσκι, πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της ρωσικής Δούμας. Ρωσικές διπλωματικές πηγές τονίζουν μάλιστα στην «Ναυτεμπορική» ότι «η Ρωσία δεν είναι μέρος της σύγκρουσης και δεν θέλει οποιαδήποτε κλιμάκωση στην Ουκρανία».
Είναι ξεκάθαρο άλλωστε σε όλους στη Μόσχα ότι εάν αναζωπυρωθούν οι μάχες στην ανατολική Ουκρανία, η Δύση θα καταδίκαζε σύσσωμη τη Ρωσία, επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις που θα επιδείνωναν την κατάσταση της οικονομίας. Επιπλέον, ο ρωσικός πληθυσμός στην ανατολική Ουκρανία έχει μικρή όρεξη για έναν πόλεμο στον οποίο θα υπήρχαν σημαντικές απώλειες. Η σχετικά αναίμακτη κατάληψη της Κριμαίας υποστηρίχθηκε με ενθουσιασμό, αλλά η συνεχιζόμενη σύγκρουση στο Ντονμπάς -στην οποία έχουν ήδη σκοτωθεί περίπου 14.000 άνθρωποι και από τις δύο πλευρές τα τελευταία έξι χρόνια – δεν είναι δημοφιλής στη Ρωσία. Δεν είναι ξεκάθαρο ότι μια νέα στρατιωτική επίθεση θα ενίσχυε άλλωστε την εξουσία του Πούτιν στη Ρωσία.
Γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs εκτιμά ότι «το Κρεμλίνο μπορεί να χρησιμοποιεί αυτή την νέα κρίση για να οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων, όπως έκανε πριν έξι μήνες, όταν με μια παρόμοια συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων ώθησε τον Πρόεδρο Μπάιντεν να καλέσει τον Πούτιν στη σύνοδο κορυφής στη Γενεύη». Ρωσικές διπλωματικές πηγές, μιλώντας στη «Ν» εκφράζουν μάλιστα την ανησυχία τους για την ακύρωση μιας σειράς αμερικανο-ρωσικών συμφωνιών, όπως της συνθήκης INF για τον περιορισμό των πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη.
Η Γηραιά Ηπειρος χρειάζεται επίσης την εκτόνωση της Αμερικανο-ρωσικής έντασης, λόγω μιας σειράς γεωπολιτικών, αλλά και πολιτικών και υγειονομικών κινδύνων, όπως γράφει το Foreign Affairs: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απασχολημένες στο εσωτερικό με την πανδημία και την αυξανόμενη πόλωση Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικάνων, ενώ η κύρια εστίαση της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον έχει μετατοπιστεί στην Κίνα. Η Ευρώπη παλεύει να αντιμετωπίσει τις μεταλλάξεις Δέλτα και Ομικρον του κορονοϊού. Μια νέα γερμανική κυβέρνηση αναλαμβάνει επισήμως τα καθήκοντά της αυτή την εβδομάδα. Η Γαλλία έχει εμπλακεί στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές και το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τις συνέπειες της αποχώρησής του από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Μέσα σε αυτό το διεθνές κλίμα, «είναι καλό που Μπάιντεν και Πούτιν συνομιλούν, για να ελέγχουν τα περιθώρια δράσης για να εκτονώσουν την ένταση, κάτι που είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών», λέει ο πολύ έμπειρος Ιταλός διπλωμάτης και πρώην ΓΓ του υπουργείου Εξωτερικών, Μικέλε Βαλενσίζε. «Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπουν στον πειρασμό να τραβήξουν το σχοινί πολύ σκληρά, καθώς και ότι η Ρωσία μπορεί να εμπλακεί, ελαφρά τη καρδία ,σε μια στρατιωτική περιπέτεια με απρόβλεπτες και σε κάθε περίπτωση, πολύ σοβαρές συνέπειες».
Η ιδέα του Κίσινγκερ
Η τρέχουσα βάση για την επίλυση της ουκρανο-ρωσικής σύγκρουσης είναι η συμφωνία του Μινσκ ΙΙ, τον Φεβρουάριο του 2015: Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Ουκρανία έχουν επιφορτιστεί με την προώθηση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η διαδικασία του Μινσκ έχει επιτύχει πολύ λίγα, πέρα από την ανταλλαγή ορισμένων κρατουμένων. Το Κίεβο διστάζει να παραχωρήσει ειδικό καθεστώς στις ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας επειδή αυτό θα μπορούσε να δώσει στη Ρωσία το δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας. Η Μόσχα δεν υποχωρεί επίσης, πριν εξασφαλίσει ουσιαστικές παραχωρήσεις για τον ρωσόφωνο πληθυσμό.
Η Μόσχα βλέπει τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντιμίρ Ζελένσκι ως ολοένα και πιο εχθρικό αντίπαλο. Ο Ζελένσκι έκλεισε τα φιλορωσικά μέσα ενημέρωσης και καταδίωξε τον Βίκτορ Μεντβεντσούκ, έναν εξέχοντα Ουκρανό ολιγάρχη που θεωρείται ότι είναι ο άνθρωπος του Πούτιν στην Ουκρανία. Ο Ζελένσκι υποστήριξε πρόσφατα ότι εξυφαίνεται πραξικόπημα εναντίον του, με την υποστήριξη της Ρωσίας.
Με αυτά και μ` αυτά, ίσως σήμερα, θα ήταν χρήσιμο να επανεξεταστεί η ιδέα του «μάγου της εξωτερικής πολιτικής», Χένρι Κίσινγκερ να αποκτήσει η Ουκρανία -με τις απαραίτητες εγγυήσεις- καθεστώς μιας ουδέτερης χώρας, μιας γέφυρας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Και αν ο Μπάιντεν και ο Πούτιν κατέληξαν στη χθεσινή τους τηλεσυνάντηση σε θετικές λύσεις, οι πρώτοι που θα ανασάνουμε με ανακούφιση θα είμαστε εμείς, οι Ευρωπαίοι.