Η Αυστρία απομόνωσε τους ανεμβολίαστους πολίτες καθώς από χθες ζουν από σε ρυθμούς lockdown, η Ολλανδία αφού επέβαλε μερικό lockdown για ολόκληρο τον πληθυσμό τηςσημείωσε αρνητικό ρεκόρ κρουσμάτων και η Βρετανία άλλαξε τόνο, από εκεί που απέκλειε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο ενός lockdown πλέον δεν το θεωρεί και απίθανο σενάριο εφόσον επιδεινωθεί η κατάσταση.
Κόκκινο συναγερμό έχουν σημάνει επίσης στη Γερμανία και το Βέλγιο, επιβεβαιώνοντας πως το καμπανάκι που χτύπησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), δεν αφορά μόνο την Ανατολική Ευρώπη και τις χώρες με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού.
Πώς φτάσαμε εδώ;
Η Ευρώπη βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο της πανδημίας και στα μισά ενός νέου κύματος, που για πολλούς ειδικούς δεν έχουμε δει ακόμα την κορύφωσή του.
Σχεδόν τα δύο τρίτα των νέων μολύνσεων – περίπου 1,9 εκατομμύρια – την προηγούμενη εβδομάδα ήταν στην Ευρώπη, δήλωσε ο ΠΟΥ, εξηγώντας πως είχαμε την έκτη συνεχή εβδομάδα που η εξάπλωση του ιού αυξήθηκε σε ολόκληρη την ήπειρο, με αρκετές χώρες να αντιμετωπίζουν τέταρτο ή πέμπτο κύμα.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι αφενός υπάρχουν χώρες με σημαντικά χαμηλότερη κάλυψη των εμβολίων, αφετέρου υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα μέτρα που υιοθετούν οι διαφορετικές κυβερνήσεις των χωρών, οι ειδικοί συμφωνούν ότι φτάσαμε στο νέο κύμα λόγω μιας σειράς παραγόντων, όπως:
- χαμηλή εμβολιαστική πρόσληψη και διστακτικότητα απέναντι στα εμβόλια
- η ανοσία που φθίνει με την πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα μεταξύ των ατόμων που εμβολιάστηκαν νωρίς,
- οι μεταλλάξεις και η υψηλή μεταδοτικότητα,
- αυξανόμενος εφησυχασμός για τις μάσκες και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μετά τη χαλάρωση των περιορισμών από τις κυβερνήσεις το καλοκαίρι
«Το μήνυμα ήταν πάντα: κάντε τα όλα», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο Χανς Κλούγκε, περιφερειακός διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη. «Τα εμβόλια κάνουν αυτό που υποσχέθηκαν: την πρόληψη σοβαρών μορφών της νόσου και ιδιαίτερα της θνησιμότητας. Αλλά είναι το πιο ισχυρό μας πλεονέκτημα μόνο εάν χρησιμοποιηθούν παράλληλα με προληπτικά μέτρα», προειδοποίησε.
Το βάρος στα νοσοκομεία
Η Ελλάδα δεν έχει ξεφύγει από την τάση, καταγράφοντας υψηλούς αριθμούς κρουσμάτων που τις τελευταίες μέρες έχουν «μεταφραστεί» σε σημαντική πίεση στα νοσοκομεία και υψηλούς αριθμούς νεκρών από κορωνοϊό. Η κατάσταση έχει οδηγήσει σε αναθεώρηση των περιορισμών, που αναμένονται να ανακοινωθούν μέσα στην εβδομάδα, και στο τελεσίγραφο στους ιδιώτες ιατρούς που καλούνται να στελεχώσουν το ΕΣΥ.
Στην ενίσχυση των νοσοκομείων επενδύουν και άλλες χώρες, προσπαθώντας σε μεγάλο βαθμό να επεκτείνουν τον αριθμό των κλινών στις μονάδες εντατικής θεραπείας των μονάδων υγείας.
Στο μεταξύ οι ειδικοί και οι επαγγελματικές ομάδες προειδοποιούν ότι το προσωπικό της πρώτης γραμμής είναι στα όρια μετά από 1,5 χρόνο σε συνθήκες πανδημίας, με αρκετούς να μειώνουν ολοένα και περισσότερο τις ώρες εργασίας τους λόγω εξάντλησης και άλλους να εγκαταλείπουν το επάγγελμα εντελώς.
Τα καλά νέα είναι ότι, σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα, η ΕΕ είναι καλύτερα προετοιμασμένη όσον αφορά τις υποδομές, διαθέτοντας εμβόλια, νέα φάρμακα και μεγαλύτερη διαθεσιμότητα σε κρεβάτια και αναπνευστήρες, σχολιάζει το Politico, προσθέτοντας ότι ο κορωνοϊός δεν είναι πλέον η μυστηριώδης ασθένεια που σάρωσε τα συστήματα υγείας της Ευρώπης σαν παλιρροϊκό κύμα πέρυσι. Έτσι οι γιατροί και οι νοσηλευτές που εργάζονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας στην ΕΕ έχουν αποκτήσει εμπειρία στη θεραπεία ασθενών με COVID-19.
Ένα παράγοντας που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση στα νοσοκομεία είναι η εξάπλωση της γρίπης, η οποία πέρυσι δεν επέφερε σημαντικό αριθμό ασθενειών. Συνήθως όμως μία χρονιά με χαμηλά κρούσματα ακολουθείται από έξαρση, καθώς το ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων γίνεται προοδευτικά πιο ευαίσθητο στην ασθένεια.
Ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να αυξήσει την πίεση στο σύστημα υγείας είναι η προειδοποίηση της ιατρικής κοινότητας για αριθμούς-ρεκόρ μικρών παιδιών που νοσηλεύονται με αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV).
Ενώ τα κρεβάτια και τα φάρμακα μπορούν να αγοραστούν σε μεγάλες ποσότητες, το πρόβλημα με τη στελέχωση των μονάδων υγείας δεν είναι τόσο απλό καθώς η εκπαίδευση του προσωπικού μπορεί να διαρκέσει χρόνια, γεγονός που καθιστά την προσφορά πρόθυμων και ικανών γιατρών και νοσοκόμων περιοριστικό παράγοντα.
naftemporiki.gr