Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Πριν από δέκα χρόνια ο κόσμος ανάρρωνε από μία σφοδρή χρηματοπιστωτική κρίση. Η Ελλάδα και η Ευρωζώνη ετοιμάζονταν να βυθιστούν σε μία νέα κρίση χρέους αυτή τη φορά, που εξελίχθηκε σε βαθύτατη οικονομική και κοινωνική.
Οι ΗΠΑ ήταν ακόμη σε κατάσταση σοκ από την κατάρρευση της Lehman Brothers και των χρηματοοικονομικών μύθων και ψευδαισθήσεων, αλλά βρίσκονταν πολιτικά σε ρυθμούς Ομπάμα: έβλεπαν μπροστά τους μία νέα εποχή «ενότητας και προόδου». Και ο αναδυόμενος κόσμος, με την Κίνα «οδηγό», ύψωνε το ανάστημά του, έδειχνε τα δόντια του. Οι πρώτες συζητήσεις για τις αστοχίες των ειδικών και την αποτυχία των παραδοσιακών εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος είχαν ανοίξει. Κάποιες δονήσεις άρχιζαν να γίνονται αισθητές. Ελάχιστοι όμως μπορούσαν να φανταστούν τον «σεισμό» που ακολούθησε.
Απότομη άνοδος της ακροδεξιάς, ενίσχυση της ριζοσπαστικής αριστεράς, κατάρρευση των κεντροαριστερών κομμάτων, αλλά και ισχυρό πλήγμα στην κεντροδεξιά, πολιτική πόλωση, διχασμός των κοινωνιών, διάψευση των προβλέψεων πολιτικών και οικονομικών αναλυτών. Ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, το Brexit, η ανάδειξη αυταρχικών καθεστώτων σε κρίσιμους παίχτες της γεωπολιτικής σκηνής, οι εμπορικοί πόλεμοι και τα πάσης φύσεως τείχη, η επίθεση στην παγκοσμιοποίηση, οι αντισυμβατικές πολιτικές της νομισματικής πολιτικής και η αμφισβήτηση της οικονομικής ορθοδοξίας είναι τα συστατικά μίας δεκαετίας των ανατροπών. Η περίοδος 2010-2019 ήταν η δεκαετία στην οποία βγήκαν μπροστά οι «ξεχασμένοι», βρήκαν τη φωνή τους οι στιγματισμένοι ως «deplorables», έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην κάλπη και χάρισαν σε πολλές περιπτώσεις στους λαϊκιστές το προνόμιο να βρουν απαντήσεις στις αγωνίες τους.
Για να προσγειωθούν στη συνέχεια απότομα στην πραγματικότητα ή και να συνεχίσουν να ελπίζουν.
Στην εποχή της… slow-balisation
Η προηγούμενη δεκαετία (2000-09) μας αποχαιρετούσε με τα απόνερα μίας παγκόσμιας κρίσης. Είχε προηγηθεί ένα χρόνο νωρίτερα η κατάρρευση της Lehman Brothers, η πιστωτική ασφυξία και μία ύφεση, που ανάγκασε τις κυβερνήσεις να προωθήσουν γενναία σχέδια τόνωσης και τις κεντρικές τράπεζες να οδηγήσουν τα επιτόκια κοντά στο μηδέν. Στα τέλη του 2009 οι προβλέψεις για το 2010 έκαναν λόγο για έναρξη ενός νέου κύκλου πιο περιοριστικής πολιτικής. Τα βήματα θα ήταν πολύ αργά, αλλά θα οδηγούσαν σταδιακά τα επιτόκια στα «κανονικά» επίπεδα του 4% έως το 2015.
Αυτό βεβαίως δεν συνέβη ποτέ. Μία νέα κανονικότητα ασθενικών ρυθμών ανάπτυξης και υποτονικού πληθωρισμού, παρά τη δραστική μείωση της ανεργίας, είχε ως αποτέλεσμα τα επιτόκια να μείνουν στο μηδέν έως και το 2015 στις ΗΠΑ, για να αυξηθούν για λίγο και να αρχίσουν και πάλι να μειώνονται τον τελευταίο χρόνο. Όσο για την Ευρωζώνη, δεν έφτασε ποτέ στην αύξηση. Αντιθέτως οδήγησε το καταθετικό επιτόκιο υπό το μηδέν.
Οι οικονομολόγοι δεν απέτυχαν απλώς να προβλέψουν την εξέλιξη. Εμφανίζονται ακόμη και σήμερα αμήχανοι μπροστά της και αδυνατούν να εξηγήσουν πειστικά γιατί τη δεκαετία που είδαμε την απασχόληση να ενισχύεται αισθητά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και τις αγορές να πετούν, οι ρυθμοί ανάπτυξης έμειναν χαμηλότερα από οποιαδήποτε άλλη περίοδο ανάκαμψης από το 1940 και έπειτα (πηγή: WSJ).
Μία σειρά από παράγοντες, όπως η γήρανση του πληθυσμού, η κλιματική αλλαγή, αλλά και το γεγονός ότι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενοι επιχειρηματικοί κλάδοι, όπως τα social media, επενδύουν πολύ μικρό ποσοστό των τεράστιων κερδών τους, σίγουρα έχουν παίξει το ρόλο τους. Η προσπάθεια αναστροφής της παγκοσμιοποίησης, τα τείχη, το δόγμα «η χώρα μου πρώτα» ήρθα να δώσουν ακόμη ένα ισχυρό πλήγμα. Αλλά αυτά είναι σύμπτωμα μίας άλλης ασθένειας- των αυξημένων εισοδηματικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων οικονομιών και της αδυναμίας να καρπωθεί η μεσαία τάξη τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης και της απελευθέρωσης του εμπορίου. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούμαστε σε έναν κόσμο αναστροφής της παγκοσμιοποίησης, τον οποίο η Morgan Stanley oνομάζει «slow-balisation».
Την ώρα που η παγκοσμιοποίηση έβγαζε εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες στην Κίνα και τον αναπτυσσόμενο κόσμο από τη φτώχεια και είχε ως αποτέλεσμα να κλείνει η ψαλίδα Ανατολής – Δύσης, στο εσωτερικό των δυτικών οικονομιών η μεσαία και χαμηλότερη εισοδηματικά τάξη ένιωθε να απειλείται ή τουλάχιστον να μην καρπώνεται τα κέρδη, όπως εξηγεί ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς στο βιβλίο του «Παγκόσμια Ανισότητα». Η παγκοσμιοποίηση έφερε ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, αλλά είχε και παρενέργειες. Όσο αυτές δεν αντιμετωπίζονταν, πολλοί έβρισκαν την ευκαιρία να εστιάζουν μόνο σε αυτές, ξεχνώντας τα καλά της.
Στις εισοδηματικές ανισότητες (που πάντως στην Ευρώπη παραμένουν πιο περιορισμένες από ό,τι σε Κίνα και ΗΠΑ) συνέβαλε η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική και το επακόλουθο ράλι των αγορών, αφού όπως έχει εξηγήσει ο Τομά Πικετί στο βιβλίο του «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» είναι οι πλούσιοι εκείνοι που κατά κύριο λόγο ποντάρουν σε μετοχές και άλλα στοιχεία ενεργητικού. Οι αγορές είδαν την τελευταία δεκαετία τις παγκόσμιες μετοχές να προσθέτουν 25 τρισ. δολάρια στην αξία τους και ένα εντυπωσιακό ράλι των ομολόγων, που οδήγησε τις αποδόσεις τίτλων αξίας 13 τρισ. δολαρίων υπό το μηδέν. Με μικρά μόνο διαλείμματα το πάρτι των αγορών συνεχίζεται έως και σήμερα. Αλλά η πραγματική οικονομία δεν συμμετέχει σε αυτό. Γι’ αυτό και η επόμενη δεκαετία εάν δεν δει τις κυβερνήσεις να σηκώνουν εκείνες το δικό τους μερίδιο ευθύνης, αλλάζοντας το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, θα φέρει πιθανότατα νέα αντισυμβατικά μέτρα στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής. Τι μένει μετά την ποσοτική χαλάρωση και τα αρνητικά επιτόκια; Το χρήμα από το ελικόπτερο, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Deutsche Bank.
Η ώρα των άκρων και των λαϊκιστών
Εκμεταλλευόμενες το άνοιγμα της ψαλίδας, την αποτυχία των κυβερνήσεων να προσφέρουν δίχτυ ασφαλείας σε όσους πλήττονταν αντί να ωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση και ένα ευρύτερο αίσθημα ανασφάλειας, ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, αντιμεταναστευτικά κόμματα αλλά και λαϊκιστές από όλο το πολιτικό φάσμα (ακόμη και χωρίς προφανή ιδεολογική κλίση), που απλώς πόνταραν σε διχαστικά δίπολα «λαός εναντίον ελίτ», «συστημικοί- αντισυστημικοί» κτλ ήρθαν στο προσκήνιο και επέβαλαν την ατζέντα τους στην πολιτική σκηνή. Στις αποβιομηχανοποιημένες ή μετά βιομηχανικές ζώνες της Ευρώπης πέτυχαν να ρίξουν παραδοσιακά προπύργια της κεντροαριστεράς. Αυτές οι ευρωπαϊκές ζώνες της «σκουριάς» με τα κλειστά εργοστάσια, που μετέφεραν την παραγωγή στην Ασία ή άλλες περιοχές φθηνού κόστους, στην Κοιλάδα του Ρουρ στη Γερμανία, στο γαλλικό Βορρά, σε περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου που στήριξαν το Brexit, είναι οικονομίες και κοινωνίες σε μετάβαση, η οποία δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε ανώδυνη. Ο αντίκτυπός της γίνεται αισθητός στις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών.
Αυτό που συμβαίνει, ωστόσο, στην κοινωνία και την πολιτική σκηνή δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική κρίση. Οι επιλογές της κάλπης τα τελευταία χρόνια, από τη στροφή στο γερμανικό AfD και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο έως την ψήφο για έξοδο από την Ε.Ε. των «άτεγκτων τεχνοκρατών» αποκαλύπτουν ότι τα ζητήματα της ταυτότητας, της εθνικής κυριαρχίας, του συστήματος αξιών διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο. Μία σημαντική μερίδα των πολιτών αισθάνεται ότι η παγκοσμιοποίηση και τα ανοιχτά σύνορα κομίζουν προκλήσεις και απειλές, που δεν περιορίζονται στο οικονομικό πεδίο.
Το αίσθημα της οικονομικής αδικίας και της ανασφάλειας μπροστά στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η επερχόμενη επέλαση των ρομπότ στην αγορά εργασίας (ακόμη και σε χώρες με ιστορικά χαμηλά ποσοστά ανεργίας) και η ανάγκη για ανάκτηση του «ελέγχου» έρχεται να κουμπώσει στις ανησυχίες για τα ζητήματα ταυτότητας.
Στην Ευρώπη η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία «έπνιξε» την Ευρώπη στον διχασμό και φανέρωσε ρήγματα, διαφωνίες και απουσία ουσιαστικής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών έδωσε ακόμη ένα πάτημα σε ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις και ειδικά στην ακροδεξιά. Η τελευταία δεν δίστασε να επιχειρήσει σύνδεση των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών με τα χτυπήματα της ισλαμικής τρομοκρατίας στην καρδιά της Ευρώπης περί τα μέσα της δεκαετίας. Ήταν μία μάχη στην οποία δοκιμάστηκαν οι ευρωπαϊκές αξίες και ελευθερίες απέναντι στον σκοταδισμό.
Στους ρυθμούς του φαινομένου Τραμπ
Πριν από δέκα χρόνια το ενδεχόμενο να αναδειχθεί ένας μεγιστάνας του real estate και αστέρας των ριάλιτι σόου με τον μανδύα του «αντισυστημικού» πρόεδρος των ΗΠΑ το συναντούσε κανείς μόνο σε σενάρια τηλεοπτικών σειρών.
Η περασμένη δεκαετία θα ήταν αυτή που θα έβλεπε τη Χίλαρι Κλίντον να γίνεται η πρώτη γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ. Και η υποψήφια των Δημοκρατικών όντως πέτυχε το 2016 τρόπον τινά να σπάσει τη γυάλινη οροφή αποσπώντας περίπου 2 εκατ. ψήφους περισσότερες από τον αντίπαλό της.
Δεν κέρδισε όμως και τις πολιτείες που θα της έδιναν τον απαραίτητο αριθμό εκλεκτόρων. Ο Ντόναλντ Τραμπ, υποσχόμενος τείχη, κηρύσσοντας τον πόλεμο σε πάσης φύσεως «εχθρούς», έπεισε ότι είναι αυτός που θα προστατέψει τους Αμερικανούς αγρότες, ανθρακωρύχους και εν γένει τα στρώματα που ένιωθαν να απειλούνται από το ελεύθερο εμπόριο.
Οι σχέσεις αγάπης-μίσους που διατηρεί με αυταρχικούς ηγέτες, από τον Πούτιν της Ρωσίας έως τον Ερντογάν της Τουρκίας, ο θαυμασμός του για τον δικτάτορα της Β. Κορέας, οι επιθέσεις στη Fed και ο εμπορικός πόλεμος, που πλήγωσε περισσότερο από κάθε άλλον τις περιοχές που τον ψήφισαν, δεν έχουν καταφέρει να κάμψουν τη δημοτικότητά του.
Ούτε και η διαδικασία παραπομπής που άνοιξαν οι Δημοκρατικοί (κατηγορώντας τον για κατάχρηση εξουσίας με αφορμή τις πιέσεις στον Ουκρανό ομόλογό του να ανοίξει έρευνα για τον γιο του Μπάιντεν) δεν φαίνεται να λειτουργεί εις βάρος του.
Τρόπος διακυβέρνησης
Η προσπάθεια απονομιμοποίησης του αντιπάλου («κλείστε τη μέσα» ήταν το σύνθημα κατά της Χίλαρι Κλίντον στις προεκλογικές ομιλίες του) και η επίθεση στα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης, που όποτε ασκούν κριτική απλώς «παράγουν fake news», είναι οπωσδήποτε χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης Τραμπ.
Το δίπολο κακή ελίτ, σύστημα- καλός λαός (που εκπροσωπεί φυσικά εκείνος) είναι επίσης βασικός πυλώνας της πολιτικής του. Είναι επομένως αναμφίβολα ένας λαϊκιστής. Εάν σε αυτά έρθουμε να προσθέσουμε τα ξεσπάσματα εφήβου στο Twitter, τη φρασεολογία και το επίπεδο αντιπαράθεσης μικρού παιδιού και κυρίως τις συνεχείς εναλλαγές συναισθημάτων και τακτικής στην εξωτερική πολιτική, τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα.
Προς δεύτερη θητεία
Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι όμως ήταν εκείνοι που τον οδήγησαν στον Λευκό Οίκο και πολλοί πιστεύουν ότι θα του δώσουν και μία δεύτερη θητεία.
Ορισμένοι έχουν επιχειρήσει να συνδέσουν την απήχησή του με τους οπαδούς του αυταρχισμού ή ρατσιστικών θεωριών, όπως αυτή της λευκής υπεροχής. Άλλοι πάλι τονίζουν το ρόλο του Facebook και εν γένει των social media (τα αξιοποίησε στο έπακρο, όπως είχε κάνει και ο Μπαράκ Ομπάμα). Και ενώ τα social media την περασμένη δεκαετία εξελίχθηκαν όντως σε πλατφόρμες πολιτικής επικοινωνίας (και προπαγάνδας) και μέσα ενημέρωσης (ή παραπληροφόρησης) δεν ήταν εκείνα που διαδραμάτισαν τον καθοριστικό ρόλο.
Ο Τραμπ δεν ψηφίστηκε μόνο από αποπλανημένους των fake news. Δεν ψηφίστηκε πρωτίστως από ρατσιστές ούτε πρωτίστως από ανθρώπους που θέλουν την κατάλυση της Δημοκρατίας. Ψηφίστηκε από εκείνους που τον είδαν ως το αντίδοτο στην «ηγεμονία» των liberals και την απόρριψη αντίπαλων ιδεολογιών. Για να φτάσει στο Λευκό Οίκο προηγήθηκε μία «έκρηξη» κατά αυτού που ο Σαλβατόρε Μπαμπόουνς ονομάζει «τυραννία των ειδικών» και μία δυσφορία για την προώθηση ενός συστήματος αξιών από τους φιλελευθέρους, που δεν εξέφραζε μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Οι Αμερικανοί liberals μιλούν συχνά για τη δημοκρατία και τις δημοκρατικές αξίες, αλλά στα χρόνια που προηγήθηκαν της εκλογής Τραμπ εμφανίστηκαν συχνά πρόθυμοι να υποκαταστήσουν τη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων με τη γνώμη των ειδικών τεχνοκρατών (μία κατηγορία που τα τελευταία χρόνια προσάπτεται ολοένα και περισσότερο και στους Ευρωπαίους).
Ο εκρηκτικός Τραμπ ήρθε να αμφισβητήσει την τακτική αυτή, σε βαθμό όμως που να φτάνει στο άλλο άκρο να απορρίπτει κάθε συμβουλή ειδικών.
Κλείσιμο «αυλαίας» μέσα σε κατάσταση αναβρασμού
Στην εκπνοή της δεκαετίας, η προσοχή δεν στρέφεται μόνο στον Τραμπ ή το Brexit. Η υφήλιος μετράει εστίες «φωτιάς».
Μια περιοχή που σπάνια έδινε αρνητικές ειδήσεις στο παρελθόν, το Χονγκ Κονγκ, για πρώτη φορά εδώ και μία δεκαετία είναι βυθισμένη σε ύφεση. Αλλά αυτό λίγο απασχολεί μπροστά στις πολιτικές εξελίξεις.
Οι πολύμηνες διαδηλώσεις, που ξέσπασαν με αφορμή το νομοσχέδιο για την έκδοση υπόπτων στην κυρίως Κίνα και εξελίχθηκαν σε μία μαζική διαμαρτυρία κατά της κυβέρνησης και της προσπάθειας για πιο σφιχτό εναγκαλισμό στα όρια της ασφυξίας από το Πεκίνο, βάφτηκαν στο αίμα.
Το Χονγκ Κονγκ ήταν μόνο η αρχή. Από τη ΝΑ Ασία έως τη Μέση Ανατολή και από την Ευρώπη έως τη Λατινική Αμερική, ένα κύμα αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, που αλλού έχει τις ρίζες του σε πολιτικά αιτήματα και αλλού πρωτίστως σε οικονομικά, σαρώνει τον πλανήτη και πυροδοτεί συγκρίσεις με τη σχετικά πρόσφατη Αραβική Άνοιξη ή και τον πιο μακρινό Μάη του 1968.
Οι νέοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και το βασικό τους όπλο δεν είναι άλλο από τις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων και εν γένει τις δυνατότητες της τεχνολογίας, που τους επιτρέπουν να συνδέονται με εκατομμύρια ανθρώπους σε πραγματικό χρόνο, να οργανώνουν άμεσα δράσεις και αντιδράσεις, να παρακολουθούν και να μαθαίνουν από συνομηλίκους τους σε άλλες γωνιές του πλανήτη.
Στη Λατινική Αμερική είναι οι εξελίξεις στη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία και την Αργεντινή, που συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη προσοχή.
Καζάνι που βράζει θυμίζει και πάλι η Μέση Ανατολή. Η ένταση στις σχέσεις Ιράν-Σαουδικής Αραβίας έφτασε σε νέα κορύφωση μετά και την επίθεση drones στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της δεύτερης.
Λίγο πριν μπει το 2020, τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας έχουν στραφεί και στη Λιβύη και στη μάχη των δυνάμεων του στρατάρχη Χάφταρ με την αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση.
Η απόφαση της τελευταίας να υπογράψει (υπό πίεση, όπως φαίνεται) συμφωνία με την Άγκυρα για τα θαλάσσια σύνορα και την αμυντική συνεργασία έρχεται να ανάψει νέες φωτιές στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η Τουρκία δεν σταματά να προκαλεί.
Η Ελλάδα και η Κύπρος απαντούν με μία ενεργειακή συμμαχία με Ισραήλ και Αίγυπτο, αλλά και με ένα μπαράζ διπλωματικών επαφών. Ο πρώτος μήνας της επόμενης δεκαετίας θα είναι πλούσιος σε εξελίξεις. Θα δώσει ίσως και το στίγμα για τα όσα θα ακολουθήσουν τα επόμενα δέκα χρόνια.
Η δεκαετία των μνημονίων για την Ελλάδα
Το 2010 έμπαινε με τους χειρότερους οιωνούς για την Ελλάδα, αλλά οι λέξεις «κρίση χρέους», «spreads», «μνημόνιο» απουσίαζαν από το λεξιλόγιό μας. Και το βάθος της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που θα ακολουθούσε απουσίαζε από τις προβλέψεις και των πιο απαισιόδοξων αναλυτών. Μέσα σε μία δεκαετία ζήσαμε τη διάλυση μιας επίπλαστης αίσθησης ευημερίας, διαδοχικούς σεισμούς στην πολιτική σκηνή, οξύτατη δημοσιονομική κρίση και βαθύτατη ύφεση, που κατέφαγε το εισόδημα των νοικοκυριών και πυροδότησε εκατοντάδες λουκέτα σε επιχειρήσεις.
Είδαμε την κοινωνία να αγανακτεί, να καταρρακώνεται, να γοητεύεται από εύκολες υποσχέσεις, να λέει όχι στο κούνημα του δαχτύλου, να βλέπει όνειρα και ψευδαισθήσεις να γκρεμίζονται, να πίνει το δηλητήριο του διχασμού, αλλά και να ελπίζει, να παλεύει να αποκαταστήσει τον διαλυμένο ιστό της. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που πέρασε από τρία επώδυνα μνημόνια και έχασε πάνω από το 25% του ΑΕΠ της. Και έζησε όλα όσα πέρασε και η Ευρώπη σε πιο «συμπυκνωμένο» χρόνο και με μεγαλύτερη ένταση. Ήταν η πρώτη που έδωσε την εξουσία σε ένα κόμμα το οποίο σαφώς στηρίχθηκε πριν την εκλογή του στο λαϊκιστικό δίπολο «κακή ελίτ (ελληνική και ευρωπαϊκή) – καλός λαός», για να κάνει απότομη στροφή στο mainstream πεδίο στη συνέχεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το άλμα (ή την κωλοτούμπα) από τη μετωπική σύγκρουση στη συνεργασία με τους θεσμούς και στο τρίτο μνημόνιο, αφού πρώτα η οικονομία έφτασε στο χείλος του γκρεμού, η χώρα λίγο πριν την πόρτα της εξόδου από την Ευρωζώνη και οι πολίτες σε ένα δημοψήφισμα εξπρές με τις τράπεζες κλειστές και την πόλωση να χτυπάει κόκκινο. Κέρδισε δύο εκλογικές μάχες, κυβέρνησε για περισσότερο από τέσσερα χρόνια προωθώντας ένα σκληρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, απέσπασε εύσημα από τους εκπροσώπους της «συντηρητικής νομενκλατούρας» που κάποτε καταδίκαζε, έκλεισε τη Συμφωνία των Πρεσπών και τελικά… πέρασε στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η Ελλάδα έγινε και πάλι η πρώτη χώρα που γύρισε την πλάτη στον λαϊκισμό, για να επιστρέψει σε έναν εκπρόσωπο του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, να δώσει την πρωθυπουργία σε έναν πολιτικό από «τζάκι», που όμως υποσχόταν ρήξη με φαύλες πρακτικές του παρελθόντος, όπως σχολίαζαν τα διεθνή Μέσα λίγο μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας.
Ήταν επίσης η πρώτη που είδε ένα φασιστικό μόρφωμα -πολύ πιο σκληρό σε ρητορική και πρακτικές από το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν ή τη Λέγκα του Σαλβίνι- να επελαύνει στη Βουλή, αλλά και να οδηγείται στην πλήρη απαξίωση και τον αφανισμό στις τελευταίες εκλογές. Και τώρα, έχοντας σπάσει τα δεσμά των μνημονίων, αλλά με αρκετές πληγές ακόμη ανοιχτές, προσπαθεί να κοιτάξει μπροστά, σε ένα μέλλον γεμάτο προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες.