Skip to main content

DW: Είναι δικαιολογημένο το βέτο Πολωνίας-Ουγγαρίας;

Με το βέτο τους επί του νέου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και του Ταμείου Ανάκαμψης, Πολωνία και Ουγγαρία προκαλούν μια νέα βαθιά κρίση στους κόλπους της ΕΕ. Κατά πόσον ευσταθούν όμως τα επιχειρήματα των δυο χωρών; 

Προβάλλοντας βέτο στον νέο προϋπολογισμό της ΕΕ αλλά και στο Ταμείο Ανάκαμψης, Πολωνία και Ουγγαρία βυθίζουν την ΕΕ σε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις των τελευταίων ετών. Στις υπόλοιπες χώρες μέλη εντείνεται στο μεταξύ η οργή έναντι των δυο χωρών, που με τη στάση τους προκαλούν εδώ και χρόνια εντάσεις με τις Βρυξέλλες. 

Στον αντίποδα Πολωνία και Ουγγαρία, επιρρίπτουν στην ΕΕ ότι τους τιμωρεί πολιτικά, διότι τηρούν διαφορετική στάση σε ορισμένα μείζονα ζητήματα, όπως είναι το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Στο πλαίσιο συνάντησής τους την Δευτέρα οι πρωθυπουργοί των δυο χωρών Μοραβιέτσκι και Όρμπαν υπογράμμισαν τη σθεναρή βούλησή τους να μην μετακινηθούν από τις θέσεις τους και να επιμείνουν στο βέτο, αναμένοντας καταρχάς ενδεχόμενη συμβιβαστική πρόταση της Γερμανικής Προεδρίας.

Η Deutsche Welle αναλύει τις θέσεις των δυο χωρών.

Γιατί άσκησαν βέτο Πολωνία και Ουγγαρία στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης;

Η απορριπτική στάση των δυο χωρών συνδέεται με τον ευρωπαϊκό μηχανισμό για το κράτος δικαίου, ένα προληπτικό εργαλείο που αποσκοπεί στην προώθηση του κράτους δικαίου και στην πρόληψη της εμφάνισης ή της επιδείνωσης προκλήσεων. Με τον μηχανισμό αυτό οι Βρυξέλλες προτίθενται να προχωρήσουν στη δημιουργία ενός εργαλείου μέσω του οποίου θα επιβάλλονται πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά κυρώσεις, ακόμη και με περικοπές χρηματοδοτήσεων, σε περίπτωση παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου. Το μέτρο αφορά ωστόσο μόνον παραβιάσεις που σχετίζεται με την κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, για παράδειγμα στην ανάθεση δημοσίων έργων. Τον Ιούλιο Ουγγαρία και Πολωνία είχαν συμφωνήσει επί της αρχής με τον μηχανισμό. Στο μεταξύ ισχυρίζονται, ωστόσο, ότι εν τέλει πήρε άλλη μορφή από εκείνη που είχε αρχικώς συμφωνηθεί. 

Αυτό όμως είναι λάθος. Το νέο προσχέδιο τροποποιήθηκε ελάχιστα. Η σημαντικότερη αλλαγή που προστέθηκε στο μεταξύ είναι η πρόβλεψη ότι ο μηχανισμός θα μπορεί να ενεργοποιείται ήδη όταν διαπιστώνεται «με επαρκή αμεσότητα» σοβαρός κίνδυνος κατάχρησης ευρωπαϊκών κονδυλίων . Βάσει της προηγούμενης εκδοχής, η κατάχρηση έπρεπε να έχει συντελεστεί ήδη για να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός. Παράλληλα ενσωματώθηκε όμως ένα σημαντικό πρόσκομμα: Η επιβολή κυρώσεων προϋποθέτει μια ενισχυμένη πλειοψηφία 15 χωρών μελών, που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 65% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. 

Πώς αιτιολογούν οι δυο χώρες το βέτο; Δικαιολογείται η στάση τους;

Επισήμως Ουγγαρία και Πολωνία διατείνονται ότι ο μηχανισμός παραβιάζει τις ευρωπαϊκές συνθήκες και κατ΄ επέκταση υπονομεύει αντί να ενισχύει τις αρχές του κράτους δικαίου. Οι δυο χώρες δεν διευκρινίζουν παρόλα αυτά σε ποια ακριβώς άρθρα προσκρούει ο νέος μηχανισμός. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι οι διατυπώσεις είναι γενικές και αόριστες στοχοποιώντας απλώς, εν είδει πολιτικού εργαλείου, συγκεκριμένες χώρες. 

Αυτό είναι λάθος. Το 14σέλιδο προσχέδιο του μηχανισμού περιέχει σαφή κριτήρια και ορισμούς για το πότε και υπό ποιες συνθήκες μπορείς να ενεργοποιηθεί. Το δε επιχείρημα περί χρήσης του μηχανισμού ως μέσο άσκησης πολιτικών πιέσεων προφανώς και αποδυναμώνεται στα συμφραζόμενα της μάλλον παθητικής και επιφυλακτικής στάσης που επέδειξε τα τελευταία χρόνια η ΕΕ στη διαμάχη για το κράτος δικαίου. 

Ο πολωνός πρωθυπουργός Μοραβιέτσκι έχει χαρακτηρίσει συχνά τον όρο κράτος δικαίου «εργαλείο προπαγάνδας», ισχυριζόμενος ότι του θυμίζει «σοσιαλιστικές εποχές». Ο δε συνοδοιπόρος του Όρμπαν κάνει λόγο για μια νέα «Σοβιετική Ένωση». Και ισχυρίζεται ότι έχει εκπονηθεί ως τιμωρητικό εργαλείο για τις χώρες εκείνες που ανθίστανται στην εγκατάσταση προσφύγων και μεταναστών στο έδαφός τους. Οι σχετικές πομπώδεις διακηρύξεις προορίζονται μάλλον περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση. Ο μηχανισμός ουδεμία σχέση έχει με την μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ. 

Επικριτές των κυβερνήσεων σε Βαρσοβία και Βουδαπέστη υποστηρίζουν ότι οι δυο χώρες αντιτίθενται στον μηχανισμό του κράτους δικαίου διότι αυτός συνιστά απειλή για την εκμαυλισμένη και αδιαφανή διάθεση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Κατά πόσο ισχύει αυτό;

Η κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων αφορά πρωτίστως την Ουγγαρία που έχει μάλιστα στην ΕΕ την αρνητική πρωτιά. Μεταξύ 2015 και 2019 η ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης OLAF κατέγραψε συνολικά 43 υποθέσεις κατάχρησης χρηματοδοτήσεων που αντιστοιχούν στο 3,93% όλων των χρημάτων που είχαν εμβαστεί το διάστημα αυτό στην Ουγγαρία. 

Σε όλη την ΕΕ η OLAF κατέγραψε το ίδιο διάστημα 235 περιπτώσεις που αντιστοιχούν στο 0,34% των καταβαλλόμενων κονδυλίων. Συνεπώς η Ουγγαρία βρίσκεται 10 φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εκτιμάται βέβαια ότι ο αριθμός των περιπτώσεων που δεν έχει αποκαλυφθεί είναι ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερος. 

Στην Ουγγαρία ευρωπαϊκά κονδύλια καταλήγουν συχνά σε μέλη της οικογένειας Όρμπαν ή σε επιχειρηματίες του περιβάλλοντός του, με «φωτογραφικές» προκηρύξεις έργων.

Στην Πολωνία το σύστημα διάθεσης ευρωπαϊκών επιδοτήσεων δεν είναι τόσο ευάλωτο σε φαινόμενα διαφθοράς. Μεταξύ 2015 και 2019 η OLAF κατέγραψε 22 υποθέσεις που αντιστοιχούν στο 0,12% όλων των καταβαλλόμενων ποσών.

Πάντως κόντρα στην εικόνα που έχει ο αντιπροέδρος της κυβέρνησης και πρόεδρος του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης Καζίνσκι ως του συνετού και αδέκαστου πολιτικού, υπάρχουν φαινόμενα διαφθοράς και στους κόλπους του κόμματός του. Υποθέσεις διαφθοράς αποκαλύπτονται κάθε τόσο στην κρατική υπηρεσία ARMIR που έχει την ευθύνη καταβολής των πολύ σημαντικών στη χώρα αγροτικών επιδοτήσεων. Παράλληλα, και καθότι η δικαιοσύνη ελέγχεται όλο και περισσότερο από την πολιτική, αυξάνει και ο κίνδυνος να ερευνώνται με λιγότερη συνέπεια τέτοια φαινόμενα. 

Τι σημαίνει οικονομικά το βέτο και κατ΄ επέκταση η μη καταβολή των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης για τις δυο χώρες;

Από την ένταξή τους στην ΕΕ το 2004 Πολωνία και Ουγγαρία έχουν επωφεληθεί συχνά από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Και στις δυο χώρες συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες. Στην Πολωνία οι ευρωπαϊκοί πόροι αντιστοιχούσαν το 2018 στο 3,43% του ΑΕΠ ενώ στην Ουγγαρία στο 4,97%. 

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του πολωνικού υπουργείου Οικονομίας, το 1/4 της ανάπτυξης των τελευταίων ετών αποδίδεται σε ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Επίσης, την ένταξή τους ακολούθησαν τεράστιες ξένες επενδύσεις, οι οποίες ξεπερνούν σε αξία τα 200 δις ευρώ. Επιπλέον, χάρη στα ευρωπαϊκά κονδύλια δημιουργήθηκαν 600.000 νέες θέσεις εργασίας. 

Το 2019 η Πολωνία έλαβε 12,1 δις από την ΕΕ ενώ η Ουγγαρία 5,1 δις ευρώ. Για την περίοδο 2021-2027 προβλέπονται εξίσου μεγάλα κονδύλια για τις δυο χώρες. 

Η πανδημία αναμένεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις και στις δυο οικονομίες και να αποτυπωθεί έντονα στους οικονομικούς δείκτες. Το πρόγραμμα ανάκαμψης της ΕΕ έρχεται να εξισορροπήσει μεγάλο μέρος των απωλειών αυτών. 

Ο ούγγρος πρωθυπουργός Όρμπαν προανήγγειλε ότι η χώρα του θα προσφύγει στον δανεισμό από τις αγορές σε περίπτωση που δεν συμμετάσχει στο πρόγραμμα ανοικοδόμησης. Σε βάθος χρόνου όμως αυτό αναμένεται να επιβαρύνει σημαντικά την ουγγρική οικονομία.