Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσσας Στασινού
[email protected]
Tο Παρίσι ετοιμάζεται να υποδεχθεί τους ηγέτες περισσότερων από 130 κρατών, με την ελπίδα να υπάρξει κοινός τόπος στην αντιμετώπιση αυτού, που από πολλούς χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη απειλή για τη βιωσιμότητα του πλανήτη: της κλιματικής αλλαγής.
Το ξεπερασμένο πια Πρωτόκολλο του Κιότο, που υπεγράφη το 1997, θα πρέπει να αντικατασταθεί από μία νέα συμφωνία, ικανή να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα. Και αυτό είναι επιτακτική ανάγκη, παρά τις σοβαρές διαφωνίες- έως και τώρα, την τελευταία στιγμή- ανάμεσα σε ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες, σε ρυπαντές και σε χώρες που έχουν ήδη κάνει δυναμική στροφή σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας.
Στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας ελάχιστες είναι πλέον οι φωνές που αμφισβητούν ότι το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι υπαρκτό και ότι οι αιτίες του είναι ανθρωπογενείς. Το θερμόμετρο ανεβαίνει, οι παγετώνες λιώνουν, η στάθμη των υδάτων κινείται ανοδικά, τα φαινόμενα ξηρασίας και πλημμυρών πληθαίνουν. Ακόμη και εάν κάποιοι κλείνουν τα μάτια στην καταστροφή, που έχει ήδη συντελεστεί στο περιβάλλον ή αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τα ζοφερά σενάρια για τις συνθήκες, στις οποίες θα ζουν οι μελλοντικές γενιές, είναι δύσκολο να αγνοήσουν την πληθώρα των μελετών για την τεράστια οικονομική ζημία που θα σημάνει ενδεχόμενη αδράνεια της παγκόσμιας κοινότητας.
Σε πρόσφατη έκθεσή της η Citigroup υπολόγισε ότι σε περίπτωση που μεγάλες και μικρές οικονομίες συνεχίσουν στην ίδια κατεύθυνση, αποφεύγοντας να λάβουν πρόσθετα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών ρύπων, θα χαθούν από το παγκόσμιο ΑΕΠ περίπου 44 τρισ. δολάρια έως και το 2060. Να σημειωθεί ότι το ποσό αυτό προκύπτει έχοντας υπολογιστεί και το κόστος που συνεπάγεται η στροφή σε πράσινη τεχνολογία και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι συνέπειες της αδράνειας είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες επενδύσεις για περιορισμό της απειλής.
Παράλληλα, σε κοινή μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες στο Natura, οι καθηγητές Οικονομίας Marshall Burke, Solomon Hsiang και Edward Migeul των πανεπιστημίων Standford και Berkeley υποστηρίζουν πως εάν διατηρηθούν έως τα τέλη του 21ου αιώνα οι σημερινές τάσεις αύξησης της θερμοκρασίας, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα είναι κατά τουλάχιστον 23% χαμηλότερο από ό,τι εάν υπάρξει συμφωνία για δράση από την παγκόσμια κοινότητα. Στη συγκεκριμένη μελέτη οι οικονομολόγοι μελέτησαν τη σχέση ανάμεσα στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας του πλανήτη και την οικονομική ανάπτυξη σε 166 χώρες από το 1960 έως και το 2010.
Οι διαπραγματεύσεις στη γαλλική πρωτεύουσα έχουν ως στόχο μία συμφωνία, που θα θέτει ως ανώτατο όριο αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη τους 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τη μέση θερμοκρασία της προ βιομηχανικής εποχής. Εκθεση του ΟΗΕ, που δόθηκε την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα, έδειξε ότι οδεύουμε ολοταχώς προς επικίνδυνα επίπεδα υπερθέρμανσης του πλανήτη, με τη μέση θερμοκρασία για το 2015 να υπολογίζεται ότι θα υπερβεί το περσινό ιστορικό ρεκόρ των 14,57 βαθμών Κελσίου. Ηδη δηλαδή είμαστε περίπου 1 βαθμό Κελσίου υψηλότερα από την περίοδο 1880-1889.
Από τις έως τώρα συζητήσεις προκύπτει ότι οι ηγέτες της παγκόσμιας κοινότητας οδεύουν προς δέσμευση για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 6 γιγατόνους ετησίως το 2030. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, αυτό είναι κάθε άλλο παρά αρκετό. Ο στόχος είναι 12 γιγατόνους χαμηλότερος από ό,τι πραγματικά απαιτείται για να παραμείνει η θερμοκρασία σε απόσταση ασφαλείας από τα επικίνδυνα επίπεδα.
Τα στρατόπεδα
Των προσπαθειών για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ηγείται η Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι εκπομπές ρύπων, που συνδέονται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ήταν το 2014 στην κοινότητα μειωμένες κατά 23% σε σχέση με το 1990. Κινήθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, με την οικονομία της Ενωσης την ίδια περίοδο να αναπτύσσεται κατά 46% (κατά μέσο όρο με ρυθμούς 2% ετησίως).
Η όποια επιβράδυνση δεν έχει βέβαια να κάνει με τη στροφή σε καθαρή ενέργεια, αλλά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και κρίση χρέους, στη δίνη των οποίων βρέθηκε τα τελευταία χρόνια. Η Ε.Ε. πιέζει σταθερά για την υιοθέτηση ενός κειμένου με δεσμευτική ισχύ – κάτι που σημαίνει ότι η παραβίαση των στόχων θα επιφέρει κυρώσεις.
Οι ΗΠΑ, μαζί με την Κίνα είναι οι μεγαλύτεροι ρυπαντές του πλανήτη, παρουσίασαν πρόσφατα το δικό τους στόχο, τον οποίο χαρακτήρισαν «φιλόδοξο, αλλά εφικτό», να μειώσουν τις ρυπογόνους εκπομπές τους κατά 26%-28% έως το 2025 σε σχέση με τα επίπεδα του 2005 και έως και 80% μέχρι το 2050. Παρ’ όλα αυτά παραμένουν επιφυλακτικές στην υπογραφή νομικά δεσμευτικών πολυμερών συμφωνιών, όπως αυτή που προωθείται στη γαλλική πρωτεύουσα.
Η Κίνα, έχοντας αναγνωρίσει ότι έχει ανάγκη από ένα πιο βιώσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, εμφανίζεται πιο θετική τον τελευταίο χρόνο σε σχέση με το παρελθόν, χωρίς και πάλι να είναι απολύτως έτοιμη για μία παγκόσμια δέσμευση. Οι πιο ισχυρές αντιδράσεις αναμένεται να έλθουν από μία άλλη μεγάλη αναδυόμενη οικονομία, την Ινδία, η οποία στηρίζει τους ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης στον άνθρακα.
Υπάρχει τέλος και μία ομάδα νησιωτικών κρατών, που ακριβώς επειδή απειλείται άμεσα από την άνοδο της στάθμης των υδάτων, ζητεί ακόμη πιο τολμηρούς στόχους, όπως για παράδειγμα να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό.
Οι εκπομπές ρύπων
Μέχρι στιγμής μόλις 40 χώρες και 23 πόλεις, οι οποίες καλύπτουν το 12% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, έχουν υιοθετήσει σύστημα εμπορίας ρύπων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στην Ευρώπη το σύστημα ισχύει εδώ και μία δεκαετία, αλλά οι τιμές κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, κοντά στα 10 με 11 ευρώ ανά τόνο, την ώρα που οικονομολόγοι συστήνουν να υπάρξει συμφωνία αύξησής τους κοντά στα 25 δολάρια (23,5 ευρώ) ή και υψηλότερα για να υπάρξει πραγματικό κίνητρο στις επιχειρήσεις να ρυπαίνουν λιγότερο.
Η στάση των επιχειρήσεων
Στο Παρίσι επί τάπητος θα τεθεί και το κρίσιμο ζήτημα της διατίμησης των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Πρόκειται για το ποσό που καταβάλλουν οι βιομηχανίες ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν.
Οι επικεφαλής 78 πολυεθνικών επιχειρήσεων, με συνολικό τζίρο της τάξης των 2,1 τρισ. δολαρίων, κάλεσαν με ανοιχτή επιστολή τους, τους αρχηγούς κρατών, που θα συναντηθούν στο Παρίσι, να συμπεριλάβουν τη διατίμηση των εκπομπών ρύπων στη συμφωνία τους ως καίριας σημασίας για την επίτευξη των στόχων. Στην επιστολή, την οποία υπογράφουν μεταξύ άλλων οι διευθύνοντες σύμβουλοι των HSBC, Nestle, Siemens, Unilever, Pwc, PepsiCo, Engie, Mahindra, Tata και SOHO China, επισημαίνεται ότι η στροφή σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας θα συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Τη στήριξή τους σε μία παγκόσμια συμφωνία, που θα υιοθετεί τον στόχο των 2 βαθμών Κελσίου, εξέφρασαν σε κοινή ανακοίνωσή τους και οι διευθύνοντες σύμβουλοι 10 ενεργειακών κολοσσών: Πρόκειται για τις βρετανικές BG Group και BP, την αγγλο-ολλανδική Royal Dutch Shell, τη γαλλική Total, την ιταλική Eni, την ισπανική Repsol, τη νορβηγική Statoil, τη σαουδαραβική Aramco, τη μεξικανική Pemex και την ινδική Reliance Industries. Καλύπτουν περίπου το 10% της παγκόσμιας ενέργειας και το 20% της ημερήσιας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ηχηρή είναι, ωστόσο, η απουσία των αμερικανικών πετρελαιοβιομηχανιών.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του ανεξάρτητου think tank, Carbon Tracker Initiative, οι παραγωγοί πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα κινδυνεύουν να χάσουν 2,2 τρισ. δολάρια επενδύοντας σε projects, για τα οποία δεν θα υπάρχει πια ζήτηση, εάν όντως υπάρξει φιλόδοξη συμφωνία στο Παρίσι. Οι ενεργειακές βιομηχανίες των ΗΠΑ έχουν τη μεγαλύτερη έκθεση με projects αξίας 412 δισ. δολαρίων έως το 2025, ακολουθούμενες από εκείνες του Καναδά (220 δισ. δολάρια), της Κίνας (179 δισ. δολάρια), της Ρωσίας (147 δισ. δολάρια) και της Αυστραλίας (103 δισ. δολάρια).
Ο αντίκτυπος για την Ελλάδα
Οι Αθηναίοι ένωσαν χθες τη φωνή τους με τους πολίτες σε 2.300 πόλεις από 190 χώρες του κόσμου και «περπάτησαν για το κλίμα». Η Ελλάδα γεωγραφικά ανήκει σε μια από τις πλέον ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή περιοχές της Μεσογείου. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη μίας στρατηγικής για την αντιμετώπισή της θα πρέπει να τίθεται ως προτεραιότητα και όχι ως πολυτέλεια, ακόμη και σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας. Κάποια βήματα προόδου έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, χωρίς όμως να είναι αρκετά.
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ μας κατατάσσει στην 37η θέση μεταξύ 180 χωρών ως προς τα μέτρα που έχουμε λάβει. Οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις για τη χώρα μας είναι αρκετά σοβαρές και εκτείνονται σε διάφορους τομείς, από τον αγροτικό έως εκείνον του τουρισμού. Στην τελευταία σχετική έκθεση, που δημοσιεύθηκε το 2011, η ΤτΕ υπολόγιζε ότι σε ένα σενάριο «μη δράσης» το ΑΕΠ της Ελλάδος θα μειωνόταν σε ετήσια βάση κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100.
Το συνολικό σωρευτικό κόστος του σεναρίου μη δράσης για την ελληνική οικονομία έως το 2100, εκφρασμένο σε συρρίκνωση του ΑΕΠ, υπολογίστηκε στα 701 δισ. ευρώ. Ακόμη όμως και στο σενάριο «μετριασμού», σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα μειώνει τις εκπομπές ρύπων μόνο στον βαθμό που απαιτείται, οι απώλειες για το ΑΕΠ έως το 2100 θα είναι 436 δισ. ευρώ. Το κόστος της αδράνειας, ωστόσο, θα ήταν αισθητά μικρότερο (67 δισ. ευρώ) σε περίπτωση μίας ολοκληρωμένης πολιτικής προσαρμογής.