Γιώργος Δ. Παυλόπουλος
[email protected]
Το δημοψήφισμα της Κυριακής στην Ιταλία έχει δημιουργήσει έντονη νευρικότητα και πολιτικό ενδιαφέρον, από τις μητροπόλεις της Δύσης και τη Μόσχα μέχρι τους επιτελείς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γιατί όμως ένα δημοψήφισμα με επίδικο την αναθεώρηση του ιταλικού συντάγματος στο ζήτημα του μεγέθους και του ρόλου της Γερουσίας έχει αναδειχθεί σε ζήτημα διεθνούς σημασίας;
Τι ακριβώς περιλαμβάνει η μεταρρύθμιση Ρέντσι
Η Ιταλία από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά έχει ως πολίτευμά της την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, με απόλυτη ισότητα αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα δύο σώματα του κοινοβουλίου (perfect bicameralism), Βουλή των Αντιπροσώπων με 630 μέλη και Γερουσία, με 315 μέλη.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των χωρών με κοινοβουλευτικό σύστημα, στην Ιταλία απαιτείται η ψήφος εμπιστοσύνης και των δύο σωμάτων ώστε η κυβέρνηση να αναλάβει με σύννομο τρόπο τα καθήκοντά της. Όλοι ανεξαιρέτως οι νόμοι πρέπει να περνούν με την ίδια διαδικασία και τον ίδιο τρόπο και από τα δύο σώματα, γεγονός που πολλές φορές επιβραδύνει το νομοθετικό έργο του κοινοβουλίου.
Δεδομένου ότι το σύστημα εκλογής γερουσιαστών δίνει σπανίως καθαρή πλειοψηφία σε ένα κόμμα ή έστω σε έναν πολιτικό συνασπισμό, καθιστώντας αναγκαίες τις κυβερνήσεις συνεργασίας, ο γραμματέας του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος και πρωθυπουργός της χώρας Ματέο Ρέντσι πρότεινε την ουσιαστική αποδυνάμωση της Γερουσίας. Το σχέδιο προβλέπει μείωση των γερουσιαστών από 315 σε 100 και έμμεση εκλογή τους από τα Περιφερειακά Συμβούλια της χώρας.
Προβλέπει ακόμη την αποσύνδεση της κυβέρνησης από την ανάγκη ψήφου εμπιστοσύνης από τη Γερουσία, καθώς και την ψήφιση του μεγαλύτερου όγκου των νομοσχεδίων αποκλειστικά από τη Βουλή.
Σε συνδυασμό με έναν εκλογικό νόμο ο οποίος ευνοεί την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος ή πολιτικού συνασπισμού, ο οποίος ψηφίστηκε το 2015, ο Ρέντσι θεωρεί ότι μπορεί να φέρει την πολυπόθητη πολιτική σταθερότητα στην Ιταλία, η οποία θα επιτρέψει φιλόδοξες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις χωρίς τον φόβο της κυβερνητικής αστάθειας και του πολιτικού κόστους.
Η συνταγματική μεταρρύθμιση του κ. Ρέντσι εγκρίθηκε και από τα δύο σώματα του ιταλικού κοινοβουλίου, όχι όμως με ευρεία πλειοψηφία δύο τρίτων, οπότε η προσφυγή στον λαό κατέστη αναγκαία, με βάση το σύνταγμα.
Δευτερεύουσας σημασίας αλλαγές που τίθενται επίσης υπό την κρίση του ιταλικού λαού στο δημοψήφισμα είναι η αλλαγή της δομής της τοπικής αυτοδιοίκησης, με την αφαίρεση από το σύνταγμα της διοικητικής βαθμίδας των επαρχιών, η αύξηση της απαιτούμενης πλειοψηφίας για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από το κοινοβούλιο και η ενίσχυση ορισμένων αρμοδιοτήτων του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Πώς τοποθετούνται οι πολιτικές δυνάμεις
Υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα έχουν ταχθεί βασικά το Δημοκρατικό Κόμμα του κ. Ρέντσι, που αποτελείται κυρίως από την κεντροαριστερή πτέρυγα της ιταλικής χριστιανοδημοκρατίας και τους σοσιαλιστές Δημοκράτες της Αριστεράς (μετεξέλιξη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος). Τη θετική ψήφο στηρίζει και η Νέα Κεντροδεξιά, τμήμα της συντηρητικής παράταξης που «πρόδωσε» τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και παρέμεινε στην κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Ρέντσι. Θετικό προς τη μεταρρύθμιση είναι και ό,τι έχει απομείνει από την κεντρώα πολιτική παράταξη που είχε κατέλθει υπό τον Μάριο Μόντι στις εκλογές του 2013 (τρίτος κυβερνητικός εταίρος).
Αντιθέτως, υπέρ του «όχι» έχει ταχθεί το σύνολο της αντιπολίτευσης, με το αντιθεσμικό «Κίνημα Πέντε Αστέρια» του Μπέπε Γκρίλο και την εθνικιστική δεξιά Λέγκα του Βορρά υπό τον Ματέο Σαλβίνι να δίνουν τον τόνο. Εναντίον της μεταρρύθμισης έχουν ταχθεί επίσης η κεντροδεξιά Forza Italia του Μπερλουσκόνι, το μικρότερο κόμμα της εθνικιστικής Δεξιάς «Αδελφοί της Ιταλίας», νεοφασιστικές και νεοναζιστικές οργανώσεις, μικρές δυνάμεις του Κέντρου, καθώς και οι βασικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς και των Πράσινων.
Τι χαρακτήρα έχει λάβει επί της ουσίας η ψήφος
Μολονότι η μείωση του αριθμού των βουλευτών ή γερουσιαστών αποτελεί ένα από τα βασικά συνθήματα πολλών κομμάτων με «αντισυστημικό» προφίλ ανά την Ευρώπη, όλες οι αντίστοιχες ιταλικές πολιτικές δυνάμεις καλούν σε ψήφο κατά της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης.
Το επιχείρημα τους είναι ότι δεν πρόκειται επί της ουσίας για ψήφο σχετική με το ζήτημα της Γερουσίας, αλλά για μια ευκαιρία αποδοκιμασίας των ελίτ και της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης συνεργασίας Κεντροαριστεράς – Κέντρου – τμήματος της Κεντροδεξιάς. Η νίκη του Brexit στη Μεγάλη Βρετανία και του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ – και στις δύο περιπτώσεις με καμπάνιες κατά του υπάρχοντος «πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου» – δημιουργεί αναμφισβήτητη δυναμική υπέρ της απόρριψης της μεταρρύθμισης για να εκφραστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια για ζητήματα άσχετα με το ερώτημα που θα υπάρχει στα ψηφοδέλτια.
Τα σενάρια για το μέλλον και το παράδοξο του Γκρίλο
Εάν επικρατήσει η καμπάνια του «ναι», ο Ματέο Ρέντσι θα καταστεί απολύτως κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στην Ιταλία και δεν αποκλείεται να προσπαθήσει να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, για να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία του.
Εάν η καμπάνια του «όχι» επικρατήσει, κατά πάσα πιθανότητα ο Ρέντσι θα παραιτηθεί, πράγμα που έχει τονίσει εμμέσως πλην σαφώς σε δηλώσεις του. Ωστόσο, δεν έχει γίνει απολύτως ξεκάθαρο τι θα ακολουθήσει, καθώς μια πολιτική αστάθεια στην Ιταλία αποτελεί εφιάλτη για την Ευρωζώνη, λόγω του μεγέθους της οικονομίας της και των φυγόκεντρων τάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit, πολιτική ενδυνάμωση αντιευρωπαϊκών ρευμάτων).
Πιθανολογείται ότι μια λύση θα ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης τεχνοκρατών μέχρι τις εκλογές του 2018 ή μια νέα κυβέρνηση Κεντροαριστεράς – Κέντρου – Κεντροδεξιάς, ίσως και με τη συμμετοχή της Forza Italia, ενδεχόμενο το οποίο δεν έχει αποκλείσει ο Μπερλουσκόνι.
Η κυβέρνηση αυτή, ωστόσο, θα πρέπει να αλλάξει εκ νέου τον εκλογικό νόμο επί το αναλογικότερο. Αυτό θα συμβεί καθώς, εάν έχει απορριφθεί η μεταρρύθμιση αποδυνάμωσης της Γερουσίας, η μεν Βουλή θα εκλέγεται με σύστημα ισχυρής πλειοψηφίας του πρώτου κόμματος/συνασπισμού και η Γερουσία με αναλογικό, κατάσταση που πρακτικά θα οδηγήσει σε κοινοβουλευτικό και πολιτικό αδιέξοδο.
Το αντιθεσμικό, ευρωσκεπτικιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρια του Μπέπε Γκρίλο ασφαλώς και θα έβγαινε ενισχυμένο πολιτικό από ένα «όχι» στο δημοψήφισμα, καθώς ήδη σε ορισμένες δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ως πρώτο κόμμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Το παράδοξο είναι ότι μια ήττα της μεταρρύθμισης Ρέντσι (όπως επιθυμεί ο Γκρίλο) θα έκλεινε τον δρόμο για μια μονοκομματική κυβέρνηση του «Κινήματος». Κι αυτό γιατί, εάν ο εκλογικός νόμος επιστρέψει στην προηγούμενη, αναλογικότερη μορφή του, θα πρέπει να αναζητηθούν συνεργασίες με κόμματα του «παλαιού» πολιτικού συστήματος, τα οποία ο πρώην κωμικός και νυν πολιτικός αρχηγός έχει επικρίνει με μεγάλη σφοδρότητα.
Το φόντο της τραπεζικής κρίσης
Πολιτική αστάθεια ενδέχεται να έχει βαρύτατες επιπτώσεις για τμήμα των ιταλικών τραπεζών, καθώς θα κλείσει τον δρόμο σε οποιαδήποτε συμφωνία ανακεφαλαιοποίησης των «μεγάλων αρρώστων» του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, κυρίως της Banca Monte dei Paschi. Μετά το Brexit, η αξία των τραπεζικών μετοχών στην Ιταλία έχει υποχωρήσει κατά 20%, ενώ η φυγή κεφαλαίων υπό το πρίσμα του δημοσκοπικού προβαδίσματος του «όχι» συνεχίζεται με εντεινόμενους ρυθμούς.
Παρά τον καθησυχαστικό τόνο του υπουργού Οικονομικών Πιερ Κάρλο Παντοάν, οι επενδυτές και η οικονομική ελίτ δεν μπορούν να κρύψουν την νευρικότητά τους εν όψει μιας πιθανής εισόδου σε αχαρτογράφητα νερά πολιτικών εξελίξεων.