Την απόφασή της να διεκδικήσει μία τέταρτη θητεία ανακοίνωσε χθες επίσημα η Άγκελα Μέρκελ, μετά από 11 χρόνια στο αξίωμα της καγκελαρίου. Όπως σημειώνει η Deutsche Welle, η Γερμανίδα καγκελάριος δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τη σκυτάλη, ενώ το γερμανικό Σύνταγμα δεν προβλέπει χρονικό περιορισμό για την άσκηση του αξιώματος.
«Συνιστά αυτό πρόβλημα για την εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος; Όχι, απαντά ο Φρανκ Ντέκερ, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. «Στα κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης, όπου διεξάγονται εκλογές κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, το ζήτημα ρυθμίζεται κατά κάποιο τρόπο από μόνο του. Ως εκ τούτου δεν χρειάζεται χρονικός περιορισμός της θητείας», εξηγεί.
Ο επικεφαλής της κυβέρνησης μπορεί να καταψηφιστεί μέσω πρότασης δυσπιστίας εντός του κοινοβουλίου, κάτι που συνέβη το 1982, όταν τον Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ διαδέχθηκε ο Χριστιανοδημοκράτης Χέλμουτ Κολ, που διατήρησε το αξίωμα του καγκελαρίου 16 ολόκληρα χρόνια, όσο κανείς άλλος.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπήρξαν συχνές κυβερνητικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία, όπου τα τελευταία 70 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναδείχθηκαν πάνω από 20 πρωθυπουργοί και στη Μ. Βρετανία 15.
Σύμφωνα με την DW, η Άγκελα Μέρκελ φιλοδοξεί να επαναλάβει το ρεκόρ του Κολ, κάτι που κάνει ορισμένους να θέτουν το ερώτημα πόση σχέση έχουν όλα αυτά με τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας.
«Με την πρώτη ματιά η ερώτηση φαίνεται εύλογη, αλλά ο Χέλμουτ Κολ είχε δώσει κάποτε μια καλή απάντηση. Όταν του είπαν ότι πλησιάζει σχεδόν τον καγκελάριο Μπίσμαρκ σχολίασε: Σε αντίθεση με τον Μπίσμαρκ, εγώ εξελέγην επανειλημμένα», παρατηρεί ο πολιτικός επιστήμονας Φρανκ Ντέκερ.
Στη Γερμανία υπάρχουν φωνές που ζητούν να τεθούν περιορισμοί σε ό,τι αφορά τον χρόνο διακυβέρνησης. Ο Φρανκ-Ρούντολφ Κόρτε, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Ντούισμπουργκ-Έσσεν, θέτει όριο διακυβέρνησης τις δύο νομοθετικές περιόδους. Όπως έγραψε στο περιοδικό Focus, «έτσι τα κόμματα και οι ψηφοφόροι θα απαλλάσσονταν από κουρασμένους υποψηφίους και αναξιοπρεπείς μάχες διαδοχής».